ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΥΡΟΥ
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΥΡΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΡΟΣ ΤΗ ΖΩΗ»
του Ιωάννου Κουντουρά, ιατρού, καθηγητού πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκη 2012
… 8 Αυγούστου... Ζητά ιερέα. Εξομολογείται και κοινωνεί τα Άχραντα Μυστήρια. Κλείνει μέσα στην καρδιά του τον Βασιλέα των μαρτύρων. Το πρόσωπό του, παραμορφωμένο από τη σφραγίδα του μαρτυρίου, ειρηνεύει... Η μία μέρα διαδέχεται την άλλη.
Οι βολβοί των ματιών του κουνιούνται άτακτα εδώ και κει. Είναι οι ερευνητικές κινήσεις που κάνουν τα μάτια του τυφλού ανθρώπου. Τα κυτταροστατικά φάρμακα και οι τριχοειδικές αιμορραγίες στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες τελειώνουν το καταστροφικό τους έργο. Τώρα διακρίνει μόνο σκιές ανθρώπων... Το σώμα βαραίνει. Θέλει να μείνη στη γη. Η ψυχή όμως δεν σταματά. Τινάζει το κορμί. Ζητά να πετάξη σε μια ανώτερη, σε μια αιώνια ζωή.
... 16 Αυγούστου... Ημέρα Δευτέρα... Ώρα 6η πρωινή. Η ενέργεια της πεθιδίνης πέρασε. Ο άρρωστος ξύπνησε με γενικευμένους πόνους...
— Θα πεθάνω, Θανάση..
— Κώστα, όλοι θα φύγουμε, όταν μας καλέση ο Κύριος.
— Ναί, αλλά εγώ κατάλαβα από χθες βράδυ ότι φεύγω. Φέρτε μου τον πνευματικό, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω...
Ο Θανάσης κι ο αδελφός του Κώστα, ο Παναγιώτης, κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η κυρά - Σταυρούλα, η μητέρα του, πλησίασε αθόρυβα το κρεββάτι. Μια συγκρατημένη θλίψη ζωγραφιζόταν στην όψη της.
— Μπρος λοιπόν. Τι κάθεστε; Θέλω παπά. Τ' ακούτε; Τώρα αμέσως...
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις...
— Γρήγορα να μου τον φέρετε...
Ο Θανάσης με τον Παναγιώτη τρέξανε στον έρημο δρόμο. Μια φωνή βούιζε στ' αυτιά τους. Στον Άι-Δημήτρη αντάμωσαν το νεωκόρο. Ο παπάς δεν είχε ακόμη φανή. Ακολούθησε νέο τρέξιμο στην κατηφοριά. Τον βρήκαν στο σπίτι του έτοιμο σχεδόν να φύγη για την εκκλησία.
... Όποιος διαβάτης περνούσε το δημόσιο δρόμο, έβλεπε το πρωινό της 16ης Αυγούστου έναν ιερέα να οδηγή σιωπηλά τα βήματά του στο Οικοτροφείο. Το πρόσωπό του είχε ιδιαίτερη λάμψη. Τα χέρια του έσμιγαν παράξενα και έσφιγγαν στο στήθος τον πολύτιμο Μαργαρίτη. Ήταν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τόσο ανυπόμονα.
Λίγο αργότερα ο Κώστας κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και γινόταν ένα με το Χριστό. Το Ζωηρόν Αίμα του Χριστού έσμιγε με το αρρωστημένο αίμα του Κώστα. Αυτές τις στιγμές ο ετοιμοθάνατος ζούσε με την νοσταλγία της Αιωνιότητος. Βρισκόταν κιόλας στην Αιωνιότητα...
Το βράδυ της ιδίας μέρας βάρυνε πολύ. Ο ρόγχος και τα τινάγματα των χεριών του μαρτυρούσαν τον αγώνα της ζωής. Που και που άκουγες την ίδια ερώτηση· — Τι ώρα είναι;... Ήταν περασμένες τρεις, όταν η ίδια φωνή ακούστηκε έντονα. Ωστόσο είχε κάτι το εξωκοσμικό...
— Τι ώρα είναι τώρα;
— Γύρω στις τέσσερις, Κώστα.
— Πρέπει να φύγω...
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το πρώτο σφύριγμα του τραίνου. Τέντωσε τα σκέλη του. Τα μάτια του έπαιξαν.
— Εγώ θα φύγω, φεύγω...
— Που θα πας; τόλμησε να πη ο πατέρας.
— Για μακρυνό ταξείδι... Μακρυά... πολύ μακρυά... Ψηλά, πολύ ψηλά... Να! Με καλούν... με καλούν... φεύγω...
— Ποιοι είναι αυτοί που σε καλούν, Κώστα;
— Άγνωστοι, δεν γνωρίζω κανέναν...
Και λέγοντας αυτά έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα. Το κορμί του ήταν πνιγμένο στον ιδρώτα. Έμεινε έτσι αρκετά λεπτά. Ανάπνευσε βαθειά...
— Που βρίσκομαι, που είμαι;... ρώτησε.
— Στο Οικοτροφείο, Κώστα.
— Εσύ που ήσουνα; Ρώτησε ο αδελφός του.
— Πολύ μακρυά, ... ψηλά, πολύ ψηλά...
— Τι ήταν εκεί πάνω;
— Όλα έλαμπαν. Φως πέρα... Τι παντοδύναμο Φως! Έβλεπα. Ήταν μεσημέρι.
— Εδώ βλέπεις;
— Όχι. Εσείς έχετε σκοτάδι. Ω! Πόσο όμορφα ήταν εκεί πάνω!
— Ήταν ο Χριστός εκεί;
— Ναι, ήταν.
Έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση. Αργά -αργά έστρεψε το κεφάλι στη μεριά του αδελφού.
— Ποιος είναι αυτός;
— Ο Παναγιώτης, Κώστα.
— Ο Παναγιώτης, που σπουδάζει στην Αθήνα; Καλά... Τι θα γίνης όταν τελειώσης;
— Θεολόγος.
— Κι ύστερα; Κι ύστερα, πες μου, τι θα γίνης; Έκανε μια κίνηση απότομη. Θέλησε να σηκωθή,
να στηριχθή στο κρεββάτι. Δεν του αρκούσαν αυτά που άκουγε. Ζητούσε κάτι περισσότερο.
— Κληρικός... Θέλεις τίποτε από μένα τον αδελφό σου;
— Ναι, θέλω. Σαν θα γίνης παπάς, θέλω να περνάς το όνομά μου...
— Και από μένα το Θανάση;
— Και από σένα το ίδιο...
Έγινε ησυχία. Δεν κράτησε όμως πολύ. Μια φωνή ανάμικτη με λυγμό ακούστηκε.
— Παιδί μου, είμαι η μάνα σου. Τι θα ήθελες από μένα, παιδάκι μου;
— Μην κλαις, μάνα. Θέλω να μ' ανάβης ένα κερί.
Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός πόνος συγκλόνισε τον ασθενή. Η οδύνη έπνιγε τη φωνή του. . .
— Αχ, πατέρα μου, πονώ,... πονώ, σου λέω... Πατέρα, μη με ξεχνάς.
— Ποτέ, γυιόκα μου. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε. Είσαι, γυιέ μου, ευχαριστημένος; Έχεις κανένα παράπονο; Θα μας θυμάσαι, Κώστα;
— Ω! Σας ευχαριστώ όλους. Ήσασταν τόσο καλοί μαζύ μου! Πάντα θα σάς θυμάμαι, ... Πάντα... Εσείς θα με θυμάσθε;
— Θα είσαι μέσα στην καρδιά μας...
— Ξημερώνει, γλυκοχαράζει,... είπε και τα βλέφαρα έκλεισαν.
Ξημέρωσε... Το μαρτύριό του κορυφώθηκε. Μια ωχροκίτρινη πανάδα πλανιώτανε σ’ όλο του το σώμα.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΘΕΙΤΕ ΣΤΗΝ:
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΑΛΑΙΟΓΡΑΤΣΑΝΟΥ
50400 ΒΕΛΒΕΝΔΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΤΗΛ: 24640 24667
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
25 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Read more: http://www.egolpion.com/konstantinos_murou.el.aspx#ixzz2ltDqCyLe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου