Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η Μεταρρύθμιση

Η Μεταρρύθμιση



 
Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
FRANK SCHAEFFER

 
     Το 1517 η ενότητα των χριστιανών διαβρώθηκε βαθύτερα και ίσως ανεπανόρθωτα με την εντυπωσιακή διακήρυξη ανεξαρτησίας από την ήδη διεφθαρμένη Λατινο-Ρωμαϊκή Εκκλησία, που έκανε ο Μαρτίνος Λούθηρος. Αυτό που ξεκίνησε σαν μία προσπάθεια να μεταρρυθμίσει τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη Δύση σύντομα εξελίχθηκε στο πιο καταστροφικό σχίσμα που συνέβη ποτέ στην Εκκλησία. Η Μεταρρύθμιση τελικά μεταρρύθμισε πολύ λίγο τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, ενώ δημιούργησε μάλλον μία ανταγωνιστική δική της αυγουστινιανή θρησκεία.
Σύντομα άρχισε να εμφανίζεται ένα επαναστατικό πνεύμα εναντίον της αυθεντίας της ιστορικής Εκκλησίας ως κοινό γνώρισμα στις σχέσεις των Προτεσταντικών Ομολογιών1 (η διαμαρτυρία ως γνωστόν αποτελεί τη ρίζα του Προτεσταντισμού). Από την αρχή της Μεταρρύθμισης έγινε φανερό ότι οι ηγέτες της, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαρτίνου Λούθηρου, ήταν περισσότερο επαναστάτες πάρα Μεταρρυθμιστές2 . Όλοι τους ήταν προπαρασκευασμένοι να πετάξουν τα πιο σημαντικά στοιχεία από την Ιερά Παράδοση χάριν αυτού που σύντομα εξελίχθηκε σε μία νέα θρησκεία.
Από την αρχή ακόμη οι Μεταρρυθμιστές συμπεριφέρθηκαν με ένα αυταρχικό τρόπο τόσο άκαμπτο, όσο και εκείνος των παπών, που οι ίδιοι μάχονταν. Ο Λούθηρος, ο Καλβίνος και οι άλλοι Μεταρρυθμιστές δεν πίστευαν στην ελεύθερη βούληση. Ο Θεός, σύμφωνα μ' αυτούς, είχε προκαθορίσει το καθετί. Αυτοί είδαν τους εαυτούς τους ως τα όργανα τού θείου θελήματος και επομένως επιβαλλόταν να μην ανεχθούν καμμία διαφωνία ή αντίθεση. Πίστευαν ότι για τους εαυτούς τους υπήρχε ένας «προφανής προορισμός». Δεν ήταν τίποτε λιγότερο από τα «όργανα του Κυρίου». Ο μοιρολατρικός χαρακτήρας της θεολογίας των Μεταρρυθμιστών σύντομα χρωμάτισε τα "ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν ως επακόλουθο του εναγκαλισμού απ' αυτούς των ντετερμινιστικών αυγουστινιανών ιδεών.
Έχοντας απορρίψει τη διδακτική αυθεντία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας ο Προτεσταντισμός διαιρέθηκε απ' αυτήν ακόμη τη γέννηση του στη Λουθηρανική Εκκλησία και στη Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία. Σ' αυτή τη δεύτερη συμπεριλαμβάνεται ένα σύνολο Ομολογιών ακόμη περισσότερο μοιρολατρικών στην ιδεολογία τους απ' ο,τι οι Λουθηρανοί.

Σχηματίστηκαν έτσι νέες αιρετικές ομάδες, η κάθε μία με τις δικές της απόψεις για τη λατρεία, η κάθε μία μη αποδεκτή από τις άλλες, όπως ακριβώς και από τη Ρώμη. Κάθε μία ήταν τόσο καταπιεστική, όσο το χειρότερο μέρος τού Ρωμαιοκαθολικισμού ήταν «μεταρρυθμιστικό». Αναβαπτιστές, Μεννωνίτες, Βοχεμιανοί, Κογκρεσιοναλιστές και Πρεσβυτεριανοί, όλοι άρχισαν να αγωνίζονται ο ένας εναντίον του άλλου. Συχνά γιόρταζαν την πνευματική τους αναγέννηση μέσα στη βία.

«Οι ύβρεις οδηγούσαν σε αντεγκλήσεις και υστέρα σε δημόσιες εκτελέσεις... Οι χωρικοί ήταν σε θέση να βαδίσουν τριάντα μίλια για να διασκεδάσουν χλευάζοντας ένα προτεστάντη χριστιανό τυλιγμένο στις φλόγες, καθώς ξεψυχούσε σφαδάζοντας και ουρλιάζοντας» 3.
Τα προειδοποιητικά σημεία, για το πόσο μακριά θα πήγαιναν τελικά τέτοιου είδους «μεταρρυθμιστές», θα έπρεπε όλοι να τα δουν, εξ αφορμής ορισμένων πρώιμων τρομακτικών εξελίξεων στη Μεταρρύθμιση. Για παράδειγμα, το 1529 ο Μαρτίνος Λούθηρος και ο συμμεταρρυθμιστής του, ο Ελβετός θεολόγος Ούλριχ Ζβίγγλιος, έφθασαν σε θεωρητική αντιπαράθεση σχετικά με τα Μυστήρια και σύντομα διαχώρισαν τις θέσεις τους ως προς το νόημα της θείας Κοινωνίας, τού κεντρικού Μυστηρίου του Χριστιανισμού. Όταν ο Ζβίγγλιος σκοτώθηκε, ο Λούθηρος πανηγύρισε και σ' ένα γράμμα σε κάποιον φίλο του χαρακτήρισε τον θάνατο τού Ζβιγγλίου ως «ένα θρίαμβο για μας». Η θεία Ευχαριστία, της οποίας η τέλεση είχε ληφθεί ως δεδομένη για ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας, επειδή φανερώνει την πραγματική παρουσία τού Χριστού σε μυστηριακή μορφή, δεν είχε ποτέ πριν αμφισβητηθεί από κανένα που θεωρούσε τον εαυτό του χριστιανό. Δεν είχε αμφισβητηθεί καθόλου περισσότερο από τη θεότητα του Χριστού4. Από τότε ακόμη η Δυτική Χριστιανοσύνη ήταν τόσο διαιρεμένη όσον αφορά τα βασικά Μυστήρια, ώστε ένας «Μεταρρυθμιστής» πανηγύρισε, όταν ένας από τους δικούς του σπουδαίους σκοτώθηκε!

    Οκτώ χρόνια μόλις μετά το ξεκίνημα της αποκαλούμενης Μεταρρύθμισης, οι διάφορες προτεσταντικές ομάδες είχαν ήδη διαιρεθεί σε περισσότερες από 280 Ομολογίες. Ακόμη και ο πιο αφοσιωμένος Προτεστάντης έπρεπε να είχε πενθήσει βλέποντας πραγματική μυστηριακή ενότητα χιλίων πεντακοσίων χρόνων να καταστρέφεται σε λιγότερα από ογδόντα χρόνια.5

Ο ασυγκράτητος επαναστατικός ζήλος τού Λουθήρου φανερώθηκε καθαρά στην επιθυμία του να θανατώσει τους συγχριστιανούς του, όπως συνέβη, όταν π.χ. συνηγόρησε υπέρ των θανατικών ποινών για τους επαναστάτες Αναβαπτιστές. Ο ίδιος εξαπέλυσε εναντίον Προτεσταντών πιστών πολύ πιο άγριους διωγμούς από εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν από τη διεφθαρμένη ρωμαϊκή ιεραρχία εναντίον των πρώτων Μεταρρυθμιστών. Όμως ακόμη πιο σοκαριστική από την άποψη εκείνων που ανησυχούν για τη συνέχεια της ιστορικής Εκκλησίας ήταν η υπερβολικά ριζοσπαστική εισήγηση του Λουθήρου να εκπέσουν από τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης οι Επιστολές τού Ιωάννου και τού Ιακώβου καθώς και η Αποκάλυψη. Ο Λούθηρος επίσης επιθυμούσε να αναθεωρηθούν τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Παραμέλησε τα γραπτά κείμενα, τα οποία μεταγενέστερα κατέληξαν να είναι γνωστά ως Απόκρυφα, και υιοθέτησε το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης αντί για το ελληνικό κείμενο των Εβδομήκοντα, τις Γραφές δηλαδή που οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν και από τις οποίες έκαναν τις παραθέσεις.
Ο Λούθηρος εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία, που τού δόθηκε με τον ρόλο τού αυτοδιόριστου μεταφραστού της Βίβλου στα γερμανικά, να προσθέσει και να εξαλείψει λέξεις της Βίβλου, για να τονίσει τις ιδεολογικο-θεολογικές επαναστατικές προτιμήσεις του6. Για παράδειγμα αποφάσισε να ισχυροποιήσει μερικές από τις αγαπητές του σελίδες, όπως το τρίτο κεφάλαιο από την προς Ρωμαίους Επιστολή, και να μειώσει τη σημασία άλλων. Πρόσθεσε τη λέξη «μόνον» στο βιβλικό απόσπασμα-κλειδί, στο οποίο αναθεώρησε προτάσεις όπως την ακόλουθη: «Σώζεσαι μόνο με την πίστη» η «Σώζεσαι με μόνη την πίστη». Αυτές τις ουσιαστικές πλαστογραφίες τις έκανε ο Λούθηρος μαζί με «αποδείξεις» που χρειαζόταν για να υποστηρίξει την εξελισσόμενη και δημιουργικά καινοφανή θεολογία του7.

Το 1529 ο Dr Link, διαπρεπής ερευνητής της γερμανικής γλώσσας, τις μέρες εκείνες έγραψε στον Λούθηρο και τον ρώτησε γιατί εισήγαγε νέες λέξεις ατή γερμανική Βίβλο. Η προκλητική γραπτή απάντηση τού Λουθήρου συγκεφαλαιώνει με ωραίο τρόπο την ουσία τού προτεσταντικού προβλήματος με γνώρισμα την ατομική υποκειμενικότητα: «Είναι έτσι, επειδή ο Μαρτίνος Λούθηρος λέει ότι είναι έτσι»!
Η Μεταρρύθμιση υπήρξε πολύ περισσότερο μία θλιβερή επίθεση στή χριστιανική ενότητα, στην εκκλησιαστική πειθαρχία, στη συνέχιση της αποστολικής διαδοχής και της μυστηριακής λατρείας, απ' ο,τι ήταν το μεγάλο σχίσμα. Στον ανταγωνισμό ανάμεσα στην Ανατολική και στη Δυτική Εκκλησία, διακυβευόταν η πολιτική εξουσία. Ενώ γίνονταν δημόσιες θεολογικές συζητήσεις και διαφαινόταν επίσης μία αναπτυσσόμενη διαίρεση γύρω από τον Παπισμό και την αυγουστινιανή άποψη για τον Θεό, μία ισχυρή ενότητα μυστηριακής εμπειρίας, διδασκαλίας και πνευματικότητας είχαν κυριαρχήσει παντού στην Εκκλησία, τουλάχιστον στις τάξεις των κοινών ανθρώπων. Τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση η ιστορική Εκκλησία διατήρησε την αποστολική συνέχεια, μέσα στην όποια οι επίσκοποι μπορούσαν να ανιχνεύσουν την ιστορική τους καταγωγή πίσω στους αποστόλους και στο Χριστό.
Επίσης και στις δύο, στην Ανατολή και στη Δύση, ο Κανόνας των Γραφών είχε κρατηθεί με πιστότητα. Επί πλέον η όλη Εκκλησία κατανοούσε τον ιερό χαρακτήρα της θείας Ευχαριστίας. Όμως με την είσοδο της Μεταρρύθμισης τα κύρια θεμέλια της ιστορικής αποστολικής γνησιότητας, ο κανόνας της Βίβλου, η Χριστιανική Πίστη, η ζωή και η μυστηριακή λατρεία- ακόμη και αυτή η Ευχαριστία -αμφισβητήθηκαν και τελικά εκθρονίσθηκαν μέσα στην αναταραχή του σχίσματος, της αποστασίας, ακόμη και της πολεμικής. Τελικά, πριν από τον θάνατο του ο Ζβίγγλιος προχώρησε τόσο πολύ, ώστε να απορρίψει την παρουσία του Χριστού στην Ευχαριστία γενικά σαν ένα απλό «σχήμα λόγου»8.

Για να ανακεφαλαιώσω, το σχίσμα ανάμεσα στους Ανατολικούς Ορθοδόξους και στους Δυτικούς ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς έθεσε τη βάση για τις ρωμαιοκαθολικές υπερβολές, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων του πρωτείου και αργότερα του αλάθητου και της παπικής αυταρχίας, που οδήγησε σε μία ασυνήθη διαφθορά της Λατινικής Εκκλησίας. Η όλο και περισσότερο αυξανόμενη διαφθορά του παπισμού τροφοδότησε την αντιδραστική ανταρσία εναντίον της ιστορικής χριστιανικής αυθεντίας και της Ιεράς Παραδόσεως από τους προτεστάντες Μεταρρυθμιστές. Με τη σειρά της ύστερα η Μεταρρύθμιση εξαπέλυσε μία εκστρατεία απομυθοποίησης όλης της ιεραρχίας, αλλά και της ύπαρξης του μυστήριου9.

Η «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ

     Η αποτυχημένη προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας άνοιξε για καλά το κουτί της Πανδώρας με αφάνταστες συνέπειες. Οι Μεταρρυθμιστές, αντί να μεταρρυθμίσουν την ιστορική Εκκλησία της Δύσης, σύντομα αποκόπηκαν ή αφορίστηκαν και κατέληξαν να ιδρύσουν νέες «Εκκλησίες». Αυτές στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε νέες θρησκείες, ενώ κάθε μία με τη σειρά της χωρίστηκε και ξανά ανακάλυψε τον εαυτό της μέσα από αναρίθμητες αιρετικές ομάδες και λατρευτικά συστήματα. Το σχίσμα παρεξέκλινε πρώτα σε πολεμική και ύστερα οδηγήθηκε στον κατακερματισμό σε Ομολογίες. Η σύγχρονη εποχή τού πλουραλιστικού Χριστιανισμού των αιρετικών ομάδων είχε ήδη γεννηθεί.

Η Μεταρρύθμιση ακολουθήθηκε από πολλά δυσάρεστα αποτελέσματα. Οι Προτεστάντες κατέστρεψαν τις θρησκευτικές εικόνες και βεβήλωσαν τη θρησκευτική τέχνη, επειδή οι Μεταρρυθμιστές θεώρησαν τις εικόνες ως «είδωλα». Οι Προτεστάντες επικαλούνταν τη Βιβλική εντολή εναντίον των χαραγμένων εικόνων και αρκετά συχνά λιθοβολούσαν μέχρι θανάτου μοναχούς, μοναχές ή λαϊκούς ανθρώπους που προσπαθούσαν να προλάβουν τη βεβήλωση των ναών τους. Αυτό το νέο εικονοκλαστικό κίνημα -το αντιλατρευτικό, αντιλειτουργικό, αντιπαραδοσιακό, σε τελική δε ανάλυση αντιμυστηριακό, υποκειμενικό και απλοποιητικό Προτεσταντικό Κίνημα- συνέβαλε πολύ στην παρακμή τού χριστιανικού πολιτισμού, ο οποίος κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος τού Προτεσταντισμού ακόμη και σήμερα. Σαν αποτέλεσμα, οι Προτεστάντες συχνά βρέθηκαν τελείως αποδεσμευμένοι από τον ίδιο τον πολιτισμό τους, αφήνοντας έτσι το πεδίο της τέχνης, τού ανθρωπισμού και της πολιτικής άδειο, ώστε να καταλάβουν τα ηνία της πολιτιστικής εξουσίας οι αντιθρησκευτικοί κοσμικοί.

Η Μεταρρύθμιση επίσης άνοιξε την πόρτα σ' ένα ανανεωμένο πνεύμα Μανιχαϊσμού, την αρχαία αιρετική πίστη ότι ο κόσμος τού πνεύματος είναι ανώτερος από τον φυσικό κόσμο. Η προτεσταντική προκατάληψη εναντίον της σάρκας -ουσιαστικά μία άρνηση της Ενσαρκώσεως- αποτελεί ακόμη και σήμερα απτή πραγματικότητα, όπως φαίνεται καθαρά στην προτεσταντική άρνηση των μυστηρίων, χάριν της «καθαρά πνευματικής λατρείας», στην προκατάληψη τους εναντίον της τέχνης, των εικόνων, των καλολογικών στοιχείων, τού θυμιάματος, των ιερατικών στολών, της φύσης και της ομορφιάς και στο λανθασμένο διαχωρισμό, που δέχονται ανάμεσα στον ευαγγελισμό των ανθρώπων και στις υπόλοιπες «κοσμικές» δραστηριότητες της ζωής.

Κάνοντας ό,τι καλύτερο στην άσκηση ενός κακού επαγγέλματος και δεχόμενοι με ευχαρίστηση την αποτυχία τους να μεταρρυθμίσουν τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησιά, οι πρώτοι Προτεστάντες επιχείρησαν να θεμελιώσουν μια αξία επάνω σε ο,τι για περισσότερα από 1500 χρόνια είχε θεωρηθεί ότι ήταν ένα αυταπόδεικτο κακό, το χωρισμό δηλαδή ανάμεσα στους χριστιανούς. Αυτοί άρχισαν να αγνοούν την εκκλησιαστική ιστορία που προηγήθηκε, καθώς οι αγώνες τους κατέληξαν να αποτελούν ένα είδος αμηχανίας κάτω από το φώς της χριστιανικής ενότητας για αιώνες.
Ύστερα οι ηγέτες της Μεταρρύθμισης δεν αγνοούσαν τελείως την εκκλησιαστική ιστορία. Ήταν καλά ενημερωμένοι ότι στην πρώτη Εκκλησία η αυθεντία της Ιεράς Παραδόσεως και η αποστολική συνέχεια φυλάγονταν ως θησαυροί περισσότερο από καθετί άλλο. Για παράδειγμα, οι Μεταρρυθμιστές είχαν πρόσβαση σε κείμενα, όπως εκείνα τού Διονυσίου, επισκόπου Αλεξανδρείας, όπου γράφοντας στο Νοβάτο (γύρω στο 166 μ.Χ.) τον επιπλήττει μ' αυτόν τον τρόπο:

«Έπρεπε να ήσουν έτοιμος να πάθεις οτιδήποτε για να μη χωρισθεί η Εκκλησία τού θεού, και το μαρτύριο για να αποφευχθεί το σχίσμα θα σού έδινε τόση τιμή όσο και το μαρτύριο, για να μη γίνεις ειδωλολάτρης, κατ' εμέ δε και ακόμη μεγαλύτερη. Διότι στη δεύτερη περίπτωση ένας άνθρωπος μαρτυρεί για να σώσει τη δική του ψυχή, ενώ στην πρώτη για να σώσει ολόκληρη Εκκλησία».10
Οι Μεταρρυθμιστές επίσης θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι ο άγιος Ειρηναίος, γράφοντας το 180 μ.Χ. το έργο του που τιτλοφορείται Κατά Αιρέσεων, είχε να πει τα εξής: «Ένας αληθινά πνευματικός μαθητής θα κρίνει αυτούς που δημιουργούν τα σχίσματα, διότι δεν έχουν την αγάπη του Θεού, αλλά ενδιαφέρονται μάλλον για τα δικά τους συμφέροντα παρά για την ενότητα της Εκκλησίας, θα κρίνει αυτούς που για κάθε ασήμαντο λόγο κομματιάζουν και διαιρούν το μεγάλο και ένδοξο σώμα τού Χριστού και το καταστρέφουν, όσο εξαρτάται απ' αυτούς».11

Ο Λούθηρος, ο Ζβίγγλιος, ο Καλβίνος και η παρέα τους δεν αγνοούσαν ακόμη τον άγιο Κυπριανό, ο οποίος το 251 έγραφε:
«Εάν κάποιος δεν συμβάλλει σταθερά στην ενότητα της Εκκλησίας, μπορεί να θεωρηθεί ότι κρατάει την πίστη; Εάν αυτός αντιπαλεύει και αντιστέκεται στην Εκκλησία, μπορεί να είναι βέβαιος ότι βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία, όταν μάλιστα ο ίδιος ο μακάριος απόστολος Παύλος διδάσκει και τονίζει το ιερό σημείο της ενότητας λέγοντας, εν σώμα και εν πνεύμα καθώς και εκλήθητε εν μια ελπίδι της κλήσεως υμών εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα εις Θεός;... Το επισκοπικό αξίωμα είναι ένα, και από αυτό ο κάθε επίσκοπος έχει αναλάβει το δικό του μέρος μέσα στην αδιαίρετη εκκλησιαστική οικοδομή. Η Εκκλησία επίσης είναι μία... οποιοσδήποτε χωρίζεται από την Εκκλησία και συνδέεται με μία μοιχαλίδα είναι αποξενωμένος από τις υποσχέσεις της Εκκλησίας ούτε εκείνος που εγκαταλείπει την Εκκλησία τού Χριστού θα λάβει την αμοιβή τού Χριστού. Αυτός είναι ένας ξένος, ένας εχθρός. Δεν μπορεί να έχει τον Θεό για Πατέρα του όποιος δεν έχει την Εκκλησία για Μητέρα του ...».12
Κατά τραγική ειρωνεία, ενώ πολλές από τις πρώτες Προτεσταντικές Ομολογίες ισχυρίζονταν ότι «επέστρεφαν προς την απλή πίστη της πρώτης Εκκλησίας», οι πραγματικοί πατέρες της Ιστορικής Εκκλησίας μεγαλόφωνα και με μεγάλη αυστηρότητα αποκήρυξαν όλους τους σχισματικούς, αυτούς δηλαδή που χωρίζουν το Σώμα τού Χριστού -την μία, άγια, καθολική και αποστολική Εκκλησία- για οποιονδήποτε λόγο. Οι Μεταρρυθμιστές έπρεπε να γνωρίζουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα, και μέχρι τού σημείου που γνώριζαν, οι ενέργειες τους δεν μπορούν να συγχωρηθούν.

Σε μία όμως εκ των υστέρων θεώρηση είναι πολύ φανερό ότι οι Μεταρρυθμιστές, όπως οι Ουΐκλιφ, Λούθηρος, Καλβίνος, Ζβίγγλιος και η παρέα τους, ξεκίνησαν μία ιστορική διαδικασία επαναστατικών προδιαγραφών, της οποίας τις συνέπειες ποτέ δεν θα μπορούσαν να συλλάβουν οι ίδιοι, αλλά και ούτε θα είχαν προσυπογράψει. Οι Μεταρρυθμιστές σίγουρα δεν είχαν ιδέα ότι η προτεσταντική Μεταρρύθμιση με την ακούσια πλουραλιστική παρόρμηση της θα κατέληγε τελικά να γίνει η κύρια μηχανή για την εκκοσμίκευση τού Δυτικού πολιτισμού. Ούτε γνώριζαν ότι οι ιδέες της Μεταρρύθμισης θα έκαναν τελικά μία ανίερη συμμαχία με την ουμανιστική φιλοσοφία τού έσχατου «σχολαστικού» κινήματος, τον Διαφωτισμό. Επί πλέον, είναι αμφίβολο εάν οι Μεταρρυθμιστές μπορούσαν να είχαν προβλέψει το γεγονός ότι με την καταστρεφόμενη χριστιανική ενότητα θα κατέστρεφαν ταυτόχρονα και την ικανότητα της Δυτικής Εκκλησίας να ασκεί τον έλεγχο της κατάστασης. Στον κόσμο της Μεταρρύθμισης ένας Προτεστάντης, που δεν επιθυμούσε να υπακούει στην «Εκκλησία» του η στη διδασκαλία της, μπορούσε να κατευθυνθεί σε μία άλλη «Εκκλησία» η ακόμη να ιδρύσει εξ αρχής μία δική του. Χιλιάδες Προτεστάντες, έχοντας την ιδιόρρυθμη τάση να αναζητούν την «καθαρότητα» της διδασκαλίας, ανήγαγαν αυτή την τακτική σε κύριο έργο τους.

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
     Πολύ νωρίς, σχετικά με τη διαδικασία που οδήγησε στη Μεταρρύθμιση, ο Lorenzo Valla απέδειξε (1440 μ.Χ.) ως πλαστογράφημα την Κωνοταντίνεια Δωρεά, επάνω στην οποία στηρίχθηκαν εν μέρει μέχρι τότε οι νόθες αξιώσεις της παπικής αυθεντίας. Ο Valla δεν ήταν Μεταρρυθμιστής. Ήταν απλώς ένας εκκαθαριστής τού ιστορικού αρχείου της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο ίδιος δεν είχε καμιά πρόθεση να ιδρύσει μία καινούργια θρησκεία ή να καταστρέψει την ενότητα της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν πρωτοπόρο στη φιλοσοφία και στη σπουδή των λέξεων, για να προσδιορίσει το νόημα τους.13
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι αυτό που ξεκίνησε ο Λούθηρος ως αναζήτηση της καθαρότητας της ορατής Εκκλησίας, σύντομα εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο από απογύμνωση, απομυθοποίηση και διάλυση της Ιεράς Παραδόσεως. Στις μέρες μας αυτή η διαδικασία έχει τελικά οδηγηθεί στο δικό της λογικό, εάν όχι ακούσιο, συμπέρασμα, στην σχεδόν ολοκληρωτική εγκατάλειψη τού χριστιανικού ήθους από τους μαγαρισμένους κοσμικούς πνευματικούς μας ηγέτες και στον υποβιβασμό τού άνθρωπου σε επίπεδο «χαμηλότερο από την κατσαρίδα» από την ακαδημαϊκή μας αριστοκρατία. Φαίνεται ότι, όταν ο Ζβίγγλιος και η παρέα του αφήρεσαν την ιερότητα από τα Μυστήρια, κάτι πολύ περισσότερο από το ψωμί και το κρασί, αυτά τα Δώρα της θείας Κοινωνίας έχασαν τον μυστηριακό τους χαρακτήρα.

Εάν η αυθεντία και τα Μυστήρια της ιστορικής Εκκλησίας μπόρεσαν να απομυθοποιηθούν με το πρόσχημα της «μεταρρύθμισης» μέσα σε μία γενεά, τότε και η εμπειρία των αιώνων που αποκτήθηκε σχετικά με τη θέση του ανθρώπου στην ιεράρχηση των πραγμάτων, θα μπορούσε επίσης να απομυθοποιηθεί μερικές γενεές αργότερα.
Η διαδικασία της απονομιμοποίησης ήταν ευκολότερο να αρχίσει παρά να τελειώσει. Πράγματα, τα οποία θεωρούνταν ιερά για χιλιετίες, στην Μεταρρύθμιση θεωρήθηκαν ότι είναι «απλά σύμβολα». Μέσα σε μία γενεά «απομυθοποιήθηκε» η θεία Ευχαριστία- αργότερα ο άνθρωπος ανακάλυψε από μόνος του ότι ο ίδιος δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα σύνολο ατόμων, από μία ελάχιστη ποσότητα ιστών γεμάτη από έξαρση και παράφορα άλλα χωρίς κανένα σημαντικό νόημα.
Εξεταζόμενοι με μεγαλύτερη προσοχή οι ηγέτες της αποκαλούμενης Μεταρρύθμισης ξεκίνησαν τις μεταρρυθμιστικές τους διαδικασίες με μία επιθυμία, να ξεριζώσουν την αχαλίνωτη διαφθορά της Λατινικής Εκκλησίας. Αλλά μετά τόσον αυτοί, όσο και οι ακόλουθοί τους, προχώρησαν πολύ περισσότερο και άνοιξαν την πόρτα στη μόνιμη κυριαρχία τού σκεπτικισμού, ακόμη και τού αθεϊσμού, που αποτελούν τη σφραγίδα τού απάνθρωπου, ατομικιστικού Δυτικού πολιτισμού μέχρι και σήμερα.

O ΚΑΛΒΙΝΟΣ

     Το πρόσωπο, που περισσότερο απ' όλους συνδύασε τον αυγουστινιανό απλουστευτικό ορθολογισμό τού μεσαιωνικού σχολαστικισμού με τον προτεσταντικό αγώνα, ήταν ο Ελβετός Μεταρρυθμιστής Ιωάννης Καλβίνος. Από τη στιγμή που η φιλοσοφία τού Καλβίνου άσκησε επιρροή στους θεμελιωτές τού Πουριτανισμού της Αμερικής και η θεολογία του δημιούργησε τα δόγματα των Πρεσβυτεριανών με αποτέλεσμα να εμφανισθούν τόσο πολλές αμερικανικές αιρετικές ομάδες, είναι σημαντικό να μελετηθεί και να κατανοηθεί η επίδρασή του στον προτεσταντικό τρόπο σκέψης και, κατ' επέκταση, στον αμερικανικό πολιτισμό.
Στον Καλβινισμό η παράδοση τού άκαμπτου σχολαστικού ορθολογισμού, ο οποίος πάντοτε είχε βρει την έκφραση του στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από την εποχή τού Αυγουστίνου, τώρα απέκτησε μία νέα φωνή 14. Ο Καλβίνος ανέπτυξε την αυγουστινιανή διδασκαλία του για τον απόλυτο προορισμό στο βιβλίο του Institutiones:
«Απόλυτο προορισμό εμείς ονομάζουμε την αιώνια επιθυμία του Θεού, με την οποία έχει αποφασίσει ο ίδιος τι θα έκανε για κάθε άτομο του ανθρωπίνου γένους. Διότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι δημιουργημένοι για τον ίδιο προορισμό. Μερικοί είναι προορισμένοι για την αιώνια ζωή και άλλοι για την αιώνια καταδίκη. Κάθε άνθρωπος επομένως, όντας δημιουργημένος για τον ένα από τους δύο αυτούς σκοπούς, πιστεύουμε ότι είναι προορισμένος είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατο».
Απαντώντας στην κατηγορία ότι η μοιρολατρική του διδασκαλία θα κατέστρεφε το κίνητρο για υπακοή στις εντολές τού Θεού, ο Καλβίνος απάντησε ότι τίποτε στη διδασκαλία τού απόλυτου προορισμού δεν συγχωρούσε τις «απερίσκεπτες αδυναμίες». Ο Καλβίνος δίδασκε ότι το θέλημα του Θεού μπορούσε να διαβαστεί καθαρά στις Γραφές και όλοι οι άνθρωποι, «εκλεγμένοι» ή όχι, έπρεπε να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους ανάλογα.
Ο Καλβίνος εφάρμοσε αυτή τη συλλογιστική με την άκαμπτη λογική σε όλη την κοινωνία. Εφ' όσον η συμπεριφορά ενός προσώπου δεν είχε να κάνει καθόλου με τη σωτηρία του, υπήρχε ένας πειρασμός να μην υπακούει στο νόμο τού Θεού. Αδιάφορα από το εάν αυτός ήταν εκλεγμένος ή όχι, αυτό που θα έπραττε κάποιος δεν θα επιδρούσε στο ζήτημα της σωτηρίας του. Εφ' όσον οι ηθικές επιλογές κάποιου δεν είχαν φυσιολογικά σχέση με τη σωτηρία του, ο Καλβίνος πίστευε ότι η Εκκλησία και το Κράτος, για να αναπληρώσουν την έλλειψη κινήτρου για ηθική και πειθαρχική συμπεριφορά, θα έπρεπε να συμφωνήσουν μυστικά να υποτάξουν όλους τους ανθρώπους σ' έναν εξονυχιστικό ηθικό έλεγχο. Έτσι η νομιμοποιημένη ηθικότητα τού Πουριτανισμού αποτέλεσε μία κοινωνική πειθαρχία γεννημένη από την πίστη τού Καλβίνου ότι οι άνθρωποι δεν είχαν ελεύθερη βούληση. Ο Καλβίνος ήθελε η συμπεριφορά όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των χριστιανών, να παρακολουθείται.
Για τον Καλβίνο ο Θεός ήταν ένας απαιτητικός δικαστής, κάτω από το ερευνητικό μάτι τού οποίου οι χριστιανοί έπρεπε να συμπεριφέρονται με σοβαρότητα, εάν όχι από το φόβο τού Κυρίου, τουλάχιστον από τον φόβο της ικανότητας της Εκκλησίας και τού Κράτους να επιβάλουν διά της βίας την ηθικότητα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια, και να τιμωρούν τις παρεκτροπές χωρίς έλεος.
Αυτή η ίδια η ζωή και η εργασία τού Καλβίνου ήταν συνεπής με την πίστη του σ' έναν αμείλικτο «Θεό». Όταν τα κηρύγματα τού Καλβίνου αποτύγχαναν να πείσουν, τότε προσέφευγε στην βίαιη απαγόρευση των «άπρεπων πράξεων» ή λόγων. Από τότε που στη Γενεύη του Καλβίνου ουσιαστικά προδιαγράφηκαν όλες οι διασκεδάσεις ως «απρεπείς» και ακόμη και ένας ελαφρός υπνάκος στην Εκκλησία θεωρούνταν κολάσιμο παράπτωμα, έκανε την εμφάνιση της μία πληκτική, αυτοδικαιούμενη θρησκεία, η οποία επρόκειτο να ονομασθεί «Πουριτανισμός».
Τον Καλβίνο τον εξόργιζε ακόμη και η παραμικρή κριτική. Εκείνοι που αμφισβητούσαν τη θεολογία του αποδιώχνονταν σαν «γουρούνια», «γαϊδούρια», «συρφετός», «σκυλιά», «ηλίθιοι», και «βρωμερά θηρία».
Ένα πρωί ο Καλβίνος βρήκε ένα σημείωμα στον άμβωνά του, με το οποίο τον κατηγορούσαν για «αισχρή υποκρισία». Εφ' όσον ο Καλβίνος κυβερνούσε έμμεσα την πόλη-κράτος της Γενεύης, καθώς επίσης ήταν και ο πρώτος θεολόγος και ο μέγας ιεροεξεταστής, δεν έπρεπε να δεχθεί αυτή την σκανδαλώδη επίθεση αδιαμαρτύρητα. Συνελήφθηκε τότε ένας ύποπτος. Καμία απόδειξη δεν βρέθηκε (για την ενοχή του), αλλά ο άνθρωπος βασανίστηκε μέρα και νύχτα για ένα μήνα μέχρι που ομολόγησε. Ύστερα κάρφωσαν τα πόδια του σ' έναν πάσσαλο, από τον οποίο τον κρέμασαν δημόσια για μία ολόκληρη μέρα. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν.
Εφ' όσον ο «Θεός» τού Καλβίνου δεν επέτρεπε την ελευθερία της βούλησης, ούτε και ο Καλβίνος έβλεπε τον λόγο να την αποδεχθεί. Η δικαίωση από τον Καλβίνο της εκτέλεσης τού άτυχου άνθρωπου, που κατηγορήθηκε ως «χλευαστής», επειδή άφησε το προσβλητικό μήνυμα στον άμβωνα του, αποκαλύπτει το αδιάντροπο αυτοδικαιούμενο φρόνημα όλων των τυραννικών ιεροεξεταστών της Μεταρρύθμισης. «Όταν οι παπιστές είναι τόσο σκληροί», έγραφε ο Καλβίνος, «δεν είναι ντροπή οι πταισματοδίκες τού Χριστού να δείχνουν τους εαυτούς τους λιγότερο ένθερμους για την υπεράσπιση της ζωντανής αλήθειας;»

Ο ιστορικός William Manchester γράφει:
«Στην ΤΥΠΟΥ Όργουελ θεοκρατία τού Καλβίνου... το σώμα για την αστυνόμευση της σκέψης... δεν έκανε διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία και στην ηθικότητα... η νομοθεσία όριζε τον αριθμό των πιάτων που σερβίρονται σε κάθε γεύμα καθώς και το χρώμα των φθαρμένων ρούχων. Το τι επιτρεπόταν να φορέσει κάποιος εξαρτιόταν από το ποιος ήταν, διότι ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει πιο ταξική κοινωνία. Πιστεύοντας ότι κάθε παιδί τού Θεού είχε τον προορισμό του, ο Καλβίνος ήταν βέβαιος ότι ο καθένας γνωρίζει τη θέση του...
Η έκτρωση δεν αποτελούσε πολιτικό θέμα, διότι κάθε άγαμη γυναίκα που ανακαλυπτόταν να είναι έγκυος, πνιγόταν... (μαζί με το αγέννητο παιδί της και τον εραστή της, εάν βέβαια μπορούσαν να τον βρουν).
Το έσχατο έγκλημα ήταν ασφαλώς η αίρεση... Το να έχει κάποιος θρησκευτικό «πιστεύω» αντίθετο με εκείνο της πλειοψηφίας ήταν ασυγχώρητο στην καλβινική Γενεύη ή και σε άλλες προτεσταντικές θεοκρατίες. Κατά τραγική ειρωνεία για τη Μεταρρύθμιση, το κίνημα εναντίον της Ρώμης, το οποίο είχε ξεκινήσει με μία βεβαιότητα για την ατομική κρίση, τώρα τελείως απαρνήθηκε αυτήν ακριβώς την ατομική κρίση. Η αποστασία θεωρήθηκε προσβολή προς τον Θεό και προδοσία προς το κράτος. Και σαν τέτοια τιμωρούνταν με εσπευσμένο και φρικτό θάνατο16.
Ο Καλβίνος δεν κατείχε κανένα πολιτικό αξίωμα. Δεν το χρειαζόταν. Το Δημοτικό Συμβούλιο της Γενεύης είδε σαν καθήκον του να είναι ο προστάτης της Εκκλησίας τού Καλβίνου, των ιδεών, της θεολογίας και της αυθεντίας του. Για τον Καλβίνο ο σκοπός της Κυβέρνησης ήταν να ρυθμίζει την κοινωνία σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού, όπως αυτός το ερμήνευε. Για περίπου είκοσι χρόνια η Γενεύη λειτουργούσε σαν ένα μοντέλο θεοκρατίας, ένα κράτος ελεγχόμενο από την Εκκλησία. Ο Καλβίνος δίδασκε ότι η οργανωμένη Εκκλησία ήταν απαραίτητη για την επίβλεψη τού κράτους. Κατά τραγική ειρωνεία η άποψη του ήταν παράλληλη με τη χειρότερη από τις παπικές διακηρύξεις της Ρώμης.
    Η ιδέα της εξάρτησης από την Εκκλησία των μελών της χάριν της σωτηρίας τους φαινόταν να αντιτίθεται στη διδασκαλία τού Καλβίνου για τον απόλυτο προορισμό. Εάν οι άνθρωποι ήταν ήδη εκλεγμένοι για τη σωτηρία ή για την καταδίκη, ποια η σημασία να ανήκει κανείς η να υπακούει στην Εκκλησία; Αυτό ήταν ένα περίπλοκο ερώτημα και για τους δύο, τον Λούθηρο και τον Καλβίνο, εφ' όσον λογικά αυτό φαινόταν να υπονομεύει τις θέσεις της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Η κύρια διδασκαλία τους φαινόταν να κάνει τις δυνάμεις αυτές όχι ουσιαστικές. Ακόμη «εσωτερικές φωνές» τους έλεγαν ότι αυτό δε μπορούσε να υπάρξει. Η εξήγηση του Καλβίνου ήταν απλή: Ήταν θέλημα Θεού οι εκλεγμένοι να σωθούν μέσω της αλήθειας, με άλλα λόγια μέσω της Εκκλησίας τού Καλβίνου! Με την εμπνευσμένη διδασκαλία και την τάξη της Εκκλησίας ο τρόπος ζωής των ουρανών μπορούσε να αντανακλάται επάνω στη γη. Μία «εσωτερική φωνή», έγραψε ο Καλβίνος, το είχε κάνει αυτό καθαρό στον ίδιο. Έτσι, επειδή απουσίαζε η Ιερά Παραδόσις, η τελική νομιμοποίηση της αυθεντίας τού Καλβίνου δεν στηρίχθηκε στην αποστολική διαδοχή ή στην πιστότητα της διδασκαλίας, αλλά στην προσωποποιημένη και επομένως εντελώς υποκειμενική αποκάλυψη.
Κατά τραγική ειρωνεία ο Καλβίνος άρχισε να ξαναδημιουργεί την αυθεντία της νέας του «Εκκλησίας», για να μιμηθεί εκείνη της Εκκλησίας της Ρώμης, εναντίον της οποίας είχε επαναστατήσει. Αντικατέστησε τον Πάπα με τον εαυτό του, τη Ρωμαϊκή Εκκλησία με ο,τι τελικά κατέληξε να γίνει η Πρεσβυτεριανή Ομολογία, τους ρωμαίους επισκόπους με τους πρεσβυτέρους, την Ιερά Εξέταση με το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο ... 17

Ο Καλβίνος δανείστηκε πολλά στοιχεία από τον Αυγουστίνο, τον Θωμά Ακινάτη και τη σχολαστική ρωμαιοκαθολική ορθολογιστική Παράδοση, στην οποία η θεολογία είχε απογυμνωθεί από το μυστήριο και είχε υποβαθμιστεί σε ψυχρούς θεολογικούς τύπους. Σ' αυτή την Παράδοση η διδασκαλία τού Αυγουστινισμού είχε γίνει πολύ περισσότερο εξτρεμιστική από εκείνη τού ίδιου τού Αυγουστίνου. Ο Καλβίνος επίσης δανείστηκε από τον ανθρωπισμό της Αναγέννησης, ο οποίος είχε απογυμνώσει τη θεολογία και τη θρησκευτική τέχνη από την ιερότητα τού μυστηρίου. Άφησε το καθετί ανοιχτό στον «επιστημονικό», φυσιοκρατικό εξονυχιστικό έλεγχο, ωσάν να μην υπήρχαν πλέον ιερά η αδιαπραγμάτευτες αλήθειες, ωσάν όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας να ήταν απλά σύμβολα, ανοικτά στην ορθολογιστική εξερεύνηση, παρά άγια Μυστήρια, ωσάν η εικονογραφία να ήταν απλώς μία Βιβλική ζωγραφική έκθεση, που θα έπρεπε να είναι «επίκαιρη» και «βελτιωμένη».

Οι οπαδοί τού Καλβίνου προχώρησαν σύντομα πολύ περισσότερο από τον μέντορα τους, δίνοντας σχηματοποιημένη έκφραση σε μία ολοκληρωτικά νεωτεριστική θεολογία, άσχετη με το κύριο σώμα και την πρακτική της ιστορικής Χριστιανοσύνης στην Ανατολή ή στη Δύση. Ο Καλβινισμός, γνωστός αλλιώς ως μεταρρυθμισμένη θεολογία, προχώρησε περισσότερο σπάζοντας τους δεσμούς με τις εκκλησιαστικές παραδόσεις τού παρελθόντος, πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς κατά τις πρώτες μέρες της Μεταρρύθμισης. Δεν ήταν σύμπτωση το ότι σχεδόν ο μόνος πατήρ της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, στον οποίο παρέπεμπαν οι Μεταρρυθμιστές θεολόγοι εκλεκτικά, ήταν ο Αυγουστίνος. Ο πιο προβληματικός στη θεολογία του πατήρ της Δυτικής Εκκλησίας σύντομα έγινε ο μοναδικός σύνδεσμος των Καλβινιστών με το παρελθόν της Χριστιανοσύνης.

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΗΜΕΙΑ
Οι υποστηρικτές τού Καλβινισμού συναντήθηκαν στο Dort της Ολλανδίας το 1618. Εκεί τυποποίησαν τα λεγόμενα «Πέντε Σημεία τού Καλβινισμού». Τα Πέντε Σημεία στηρίχθηκαν σε απομονωμένες, πρόχειρα και λανθασμένα μεταφρασμένες προτάσεις, βγαλμένες έξω από τη συνάφεια τους στη Γραφή και από την ερμηνεία της αρχαίας Ιεράς Παραδόσεως. Για παράδειγμα βλέπε τα χωρία: Ρωμαίους 5,10, Β' Κορινθίους 5,18-19• Εφεσίους 2,15-16• Κολασσαείς 1,21-22, Ρωμαίους 3,24-25.
Τα Πέντε Σημεία ήταν επίσης βασισμένα στα πρώιμα έργα τού αγίου Αυγουστίνου σχετικά με τον απόλυτο προορισμό, πολλά από τα οποία ο ίδιος αργότερα είτε αποκήρυξε είτε αποκάθαρε18. Αλλά κυρίως εκείνοι που κατεύθυναν τη Σύνοδο τού Dort στηρίχθηκαν στις απλουστευτικές ή ακόμη και καταστροφικές θεολογικές θεωρίες τού Καλβίνου, για να διαμορφώσουν τη νέα προτεσταντική Summa. (Η ρωμαιοκαθολική Summa αποτελείται από δύο έργα: Summa Theologiae και Summa Contra Gentiles. Είναι δύο Συνόψεις της σχολαστικής θεολογίας και φιλοσοφίας, που έγραψε ο Θωμάς Ακινάτης (1226-1274).)

Οι συντάκτες των Πέντε Σημείων δανείστηκαν από το πνεύμα τού μεσαιωνικού σχολαστικισμού με αποτέλεσμα να υποβιβάσουν τη σχέση μεταξύ Θεού και άνθρωπου, τη σωτηρία, τη δημιουργία και την ενανθρώπηση τού Χριστού σε πέντε ευκολομνημόνευτους, ορθολογιστικούς θεολογικούς τύπους, απογυμνωμένους από κάθε λειτουργικό και μυστηριακό χαρακτήρα. Ακριβώς όπως οι πρώτοι Μεταρρυθμιστές είχαν απογυμνώσει τους ναούς τους τελείως από εικόνες και ψευτοδιόρθωσαν τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, έτσι στο Dort το μυστήριο της σωτηρίας, η αλληλεπίδραση Θεού και άνθρωπου, απογυμνώθηκε τελείως και «διαφωτίστηκε». Στο Dort επιτεύχθηκε η τελική ρήξη τού Προτεσταντισμού με το πνεύμα της ιστορικής Εκκλησίας. Ο Θεός της αγάπης και τού μυστηρίου, που «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι» (Α' Τιμ 2,4) στα χέρια των Μεταρρυθμιστών θεολόγων κατήντησε να μην είναι τίποτε περισσότερο από μία συγκεχυμένη ανάμνηση.

Κατά τραγική ειρωνεία ο «Θεός», που ανακάλυψαν οι Καλβινιστές, υποβιβάστηκε σχεδόν σ' ένα αδύναμο ον, επειδή απεικονίστηκε θεωρητικά σαν ένα παντοδύναμο τέρας. Ο «Θεός» τού Καλβίνου ήταν ο μέγας ανεξιχνίαστος Ζεύς-ένα είδος υπολογιστή στον ουρανό- ο οποίος έσωζε αυθαίρετα μερικούς ενώ κόλαζε άλλους, ένα παράλογο, ίσως μανιακό αυγουστινιακό φαινόμενο όχι περισσότερο στοργικό ή προβλέψιμο από μία πυρκαγιά στο δάσος. Ο «Θεός» τού Καλβινισμού ανεξήγητα παρουσιάστηκε λιγότερο εύσπλαχνος από πολλά ανθρώπινα δημιουργήματα του.

Τα Πέντε Σημεία τού Dort ήταν:

     1. Η τέλεια αδυναμία ή η τέλεια διαφθορά: Ο αμαρτωλός είναι νεκρός, τυφλός και κωφός για τα πράγματα τού Θεού. Η βούληση του δεν είναι ελεύθερη. Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να διαλέξει το καλό ή το κακό. Έτσι ποτέ κάποιος δεν μπορεί να διαλέξει να αγαπά τον Θεό η να πράττει το σωστό. Η πίστη δεν είναι κάτι που συνεισφέρει κάποιος για τη σωτηρία" είναι δωρεά του Θεού σ' εκείνους που Αυτός έχει εκλέξει για να σωθούν. Αυτό συμβαίνει έτσι υποχρεωτικά, εφ' όσον με την πτώση ο άνθρωπος έπεσε τελείως, έχασε την ελεύθερη βούληση του και έχει διαφθαρεί ολοκληρωτικά.
     2. Η εκλογή χωρίς όρους. Η προ καταβολής κόσμου, εκλογή από τον Θεό συγκεκριμένων ατόμων, για να σωθούν, στηρίζεται αποκλειστικά στο κυρίαρχο θέλημα του. Η επιλογή από τον Θεό ορισμένων αμαρτωλών ανθρώπων, για να σωθούν, δεν στηρίζεται σε κάποιο κριτήριο, το οποίο είναι ανθρώπινα γνωστό. Ο Θεός δεν διαλέγει πάντα για να σώσει αυτούς που προγνώριζε ότι θα τον αγαπούσαν και θα υπάκουαν σ' αυτόν. Η εκλογή επομένως δεν είναι καθορισμένη, ούτε γίνεται ανάλογα με το τι θα πράξει ο άνθρωπος. Αντίθετα, ο Θεός προσφέρει την πίστη στους ανθρώπους που εκείνος εκλέγει. Η επιλογή τού αμαρτωλού από τον Θεό, και όχι η επιλογή τού ίδιου τού αμαρτωλού να ακολουθήσει τον Χριστό, είναι η μοναδική αιτία της σωτηρίας. Αυτό πρέπει να γίνει έτσι, επειδή ο άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα να επιλέξει, εφ' όσον η θέληση και η διάνοια του έχουν τελείως διαφθαρεί.
     3. Η ειδική απολύτρωση ή η περιορισμένη εξιλέωση: Το έργο τού Χριστού είχε ως σκοπό μόνο να σώσει τους εκλεγμένους, οι οποίοι είχαν ήδη επιλεγεί πριν από τη Δημιουργία. Αυτό το έργο εξασφάλισε τη σωτηρία για τους εκλεγμένους πληρώνοντας την τιμή της αμαρτίας για εκείνους που είχαν επιλεγεί με την διαδικασία της εκλογής άνευ όρων. Δεν υπήρχε αιτιολογία γιατί αυτό έπρεπε να γίνει έτσι, εφ' όσον όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και θα πρέπει να κολασθούν. Παρ' όλα αυτά, για λόγους που γνωρίζει μόνον Εκείνος, ο Θεός διάλεξε μόνον μερικούς ανθρώπους, για να σωθούν. Οι καταδικασμένοι, τα «σκεύη της οργής», όπως τούς αποκαλούσε ο Καλβίνος, και οι εκλεγμένοι άξιζαν εξ ίσου την καταδίκη, αλλά ο Θεός θεώρησε σωστό να σώσει μόνο μερικούς κατά τις δικές ΤΟΥ ανεξιχνίαστες βουλές.
     4.Η ακατανίκητη χάρη: Το έργο τού αγίου Πνεύματος. μπορεί να κατανοηθεί ως επέκταση της ειδικής κλήσης του κάθε εκλεγμένου. Αυτή η κλήση φέρει αναπόφευκτα τον εκλεγμένο στη σωτηρία. Όπως ακριβώς οι εκλεγμένοι επιλέγονται από τον Θεό και δεν σώζονται διαλέγοντας οι ίδιοι να γίνουν όμοιοι με τον Χριστό, έτσι ακριβώς αυτοί οι ίδιοι δεν μπορούν να αντισταθούν στην ακατανίκητη χάρη τού Θεού και στην κλήση τού αγίου Πνεύματος. Η κλήση τους δεν μπορεί να απορριφθεί. Δεν υπάρχει επιλογή ότι ζήτημα αυτό εκ μέρους τού αμαρτωλού. Το άγιο Πνεύμα εξαναγκάζει τον αμαρτωλό όχι μόνο να πιστέψει αλλά και να συνεργασθεί με το θέλημα του Θεού
     5. Η εμμονή των αγίων. Οι εκλεγμένοι είναι σεσωσμένοι, αιώνια. Τίποτε από όσα θα κάνουν δεν μπορεί ποτέ να τούς απαλείψει από το βιβλίο της ζωής (Απ 3,5). Αυτοί δεν έχουν δυνατότητα επιλογής στο ζήτημα της προσέγγισης τού Θεού, ούτε κάποια ενέργεια, σκέψη ή επιθυμία μπορεί να τους αποξενώσει από το σχέδιο τού Θεού, ώστε να τους κάνει να επιμείνουν μέχρι το τέλος. Παρ' όλα αυτά οι εκλεγμένοι δεν μπορούν ποτέ να γνωρίζουν εάν αυτοί είναι με βεβαιότητα οι εκλεγμένοι σ' αυτή τη ζωή και έτσι δεν υπάρχει ουσιαστικά απόλυτη εξασφάλιση της σωτηρίας για το άτομο. Ακόμη και τα «σκεύη της οργής», αυτοί που έχουν επιλεγεί προ καταβολής κόσμου από τον Θεό για να κολασθούν, δεν μπορούν να αναλάβουν καμιά πρωτοβουλία να πλησιάσουν τον Θεό. Η μετάνοια, η ποιότητα τού χαρακτήρα, τα καλά έργα ή η πίστη στον Χριστό δεν έχουν να τους ωφελήσουν σε τίποτα.20
Με έναν Θεό που παρουσιάζεται ως ο εκπληρωτής της μοίρας, ως μία ψυχρή δύναμη της φύσης, με την ενανθρώπηση υποβιβασμένη σχεδόν σε πράξη ενός θεατρικού έργου, εφ' όσον «οι εκλεγμένοι» είχαν ήδη επιλεγεί πριν ο Χριστός έλθει στη γη, με τον θάνατο τού Χριστού υποβαθμισμένο σε μία θυσία προς χάριν τού εξοργισμένου, εκδικητικού «Θεού», με τον άνθρωπο υποβαθμισμένο σε δημιούργημα χωρίς ελεύθερη βούληση, η καλβινική θεολογία της Μεταρρύθμισης λογικά, μακάρι ακούσια, άνοιξε την πόρτα στον υποβιβασμό τού ανθρώπου και της θρησκείας, που θα ακολουθούσε από τον Διαφωτισμό.21
Εφ' όσον η αλήθεια για τον Θεό μπορούσε φανερά να υποβαθμισθεί σε μερικές, σχεδόν δαρβινικές, δογματικές προτάσεις, και εφ' όσον ο Θεός μπορούσε να απογυμνωθεί από το μυστήριο του, για να μην αναφερθώ στον αγαπητικό του χαρακτήρα, και εφ' όσον ο άνθρωπος θεωρήθηκε ότι είχε κάποια ιδιαίτερη συνέπεια και, κατά τραγική ειρωνεία, ταυτόχρονα τέτοια δύναμη, ώστε να είναι ικανή να απομυθοποιήσει ολόκληρη την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας και να περιγράψει τον χαρακτήρα τού Θεού, τότε γιατί οι Μεταρρυθμιστές δεν συμπληρώνουν τον κύκλο τού απλουστευτικού ορθολογισμού; Γιατί δεν επιχειρούν συστηματικά να εξηγήσουν το καθετί; Γιατί δεν ακολουθούν την επιστήμη και την πρόοδο προς κάποιο νέο ουτοπιστικό μέλλον, το οποίο να μην επιβαρύνεται από την ξεπερασμένης μόδας θρησκευτική Παράδοση; Γιατί δεν ανατρέπουν ολόκληρη την ιεραρχία.
Και εάν κάποιος σταθεί στους αυγουστινιανούς θεολόγους εισηγητές της Συνόδου τού Dort σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, διερωτάται γιατί δεν απορρίπτουν τον ευεξήγητο τερατώδη «Θεό» με την ωμή φυσική του επιλογή από τους καταλληλότερους «εκλεγμένους» και δεν οδηγούν το ανθρώπινο γένος πέρα από την περιοριστική πίστη, που αυτό χρειάζεται για να υποταχθεί σ' ένα αυθαίρετο σύστημα κοσμικής ταξινόμησης; Εφ' όσον ο Θεός είχε προορίσει το καθετί εξ αρχής, έτσι ώστε ο,τι έκανε ο άνθρωπος ήταν «σωστό» από την άποψη ότι αυτό υπήρχε ως μέρος τού θελήματος τού Θεού (εφ' όσον ο άνθρωπος δεν είχε ελεύθερη βούληση και επιλογή), τότε γιατί δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς τις ηθικές αρχές γενικά; Γιατί δεν σταματούν να συμπεριφέρονται με ανειλικρίνεια, ωσάν οι ηθικές επιλογές να είχαν συνέπειες, και κάνουν ακριβώς εκείνο που θα ήθελε κάποιος να κάνει πριν απ' όλα και να το ονομάσει «θέλημα τού Θεού»; Αυτή ακριβώς ήταν η λογική, η οποία, πιστεύω, οδήγησε στην ανάπτυξη τού Διαφωτισμού.
 
 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 «Ειλικρινά αναγνωρίζω, έγραψε ο JOSSE CLICHTOVE, ότι υπάρχουν πάρα πολλές λανθασμένες ενέργειες σε τέτοιες πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής, όπως της νηστείας, της μετάνοιας, της αγαμίας του κλήρου και του μοναχισμού. Και ήταν καθήκον των αξιωματούχων της Εκκλησίας να ξεκαθαρίσουν τέτοιου είδους καταχρήσεις. Υπήρξε 'προκατάληψη', άμετρη φιλοδοξία ανάμεσα στους μοναχούς, υπερβολική 'ευπιστία', στη λατρεία των αγίων, χονδροειδής 'άγνοια' γύρω από τις Γραφές και ανάγκη για καθοδήγηση των ανθρώπων (και από καλύτερα μορφωμένο κλήρο). Επιβάλλοντας με τόλμη καταδικαστικές αποφάσεις για τέτοιου είδους καταχρήσεις η Μεταρρύθμιση προσέφερε μία χρήσιμη υπηρεσία, άλλα η απαίτηση της για καθαρή διδασκαλία και αδιάφθορα ήθη δεν αποτελούσε δικαίωση για «ανατροπή κάθε αυθεντίας όλων των αιώνων της Ιστορίας», Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma, α. 248.
2 «... πριν ξεπεραστούν τα επιχειρήματα (της Μεταρρύθμισης), κανένα άρθρο πίστεως δεν είχε μείνει ανέπαφο», Αυτόθι, ο. 249.
3.William Manchester, a world lit by fire, σ. 117.
4 «Από τη λογική των προτεσταντικών επιχειρημάτων... άρχισε να φαίνεται καθαρά ότι η άρνηση νομιμοποίησης της κοινωνίας κάτω από ένα είδος θα οδηγούσε στην άρνηση της ίδιας της παρουσίας της», τ Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma, σ. 249.
5 «Καθώς αυτοί έβλεπαν την πρόοδο της Μεταρρύθμισης από την μία ετερόδοξη παρέκκλιση στην άλλη, οι αντίπαλοι μπορούσαν να διακρίνουν την πλήρη εκπλήρωση των προρρήσεων του θεόπνευστου Παύλου (ORAT. 4,2. Mylius .8 2, 345) για την εμφάνιση των αιρέσεων...
Ενώ είχαν υπάρξει αιρέσεις και σχίσματα πριν, σύντομα έγινε ξεκάθαρο ότι η προτεσταντική Μεταρρύθμιση αντιπροσώπευε μία απειλή, η οποία ήταν κατά πολλούς τρόπους χωρίς προηγούμενο. Χωρίς προηγούμενο, επίσης, ήταν και η πλήρης σειρά διδασκαλιών που έμπαινε σε αμφισβήτηση», Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma, p. 245-246.
6.Για μία λεπτομερή σπουδή της ερμηνείας των έργων τού αγίου Παύλου από την Μεταρρύθμιση βλ. Γ. Φλορόφσκυ, Οι Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί πατέρες.
7. «Ο Λούθηρος προχώρησε τόσο πολύ ώστε να εισαγάγει τη λέξη «μόνον» στην μετάφραση του Ρω. 3,28 για να διαβάζεται: «ο άνθρωπος δικαιώνεται με την πίστη μόνον και χωρίς τα έργα του νόμου» Ενώ αυτός υπερασπιζόταν την παρεμβολή ...οι κριτικοί του επιτέθηκαν για «πλήγωμα και πλαστογράφηση» (Ec.Enchir.5C Cath.34, 97-98) «όχι μόνο του Βιβλικού κειμένου αλλά και της Βιβλικής διδασκαλίας» Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma, σ.252
Σημ. Μετάφρ.: Ο συγγραφέας βρίσκει ως κοινό σημείο του Ρωμαιοκαθολικισμού με την Ορθοδοξία την ιστορικότητα της αποστολικής συνέχειας. Γι' αυτό και χαρακτηρίζει αμφότερα ως ιστορικές Εκκλησίες (βλ. σ. 136, 145, 152, 154, 168, 173, 404 κ.ά.).
Εδώ είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι για την εγκυρότητα της αποστολικής συνέχειας η διαδοχής δεν αρκεί μόνη η απλή ιστορικότητα, απαιτείται και η γνησιότητα της αποστολικής Παραδόσεως, που υπάρχει ακέραια μόνο στην Ορθόδοξη εκκλησία, όπως τονίζεται σε άλλες σελίδες του βιβλίου (βλ. σ. 195, 375, 461-462, 518). Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως «ιστορικής» αναφέρεται μόνον στο ένα σκέλος της αποστολικής διαδοχής, την ιστορικότητα. Πέραν δε τούτου οι δεδομένες δογματικές της παρεκκλίσεις ακυρώνουν την αποστολική διαδοχή στη βαθύτερη ουσία της, όπως συνάγεται από τον πρώτο κανόνα του Μ. Βασιλείου.
8. «Εμείς πρέπει πρώτα απ' όλα να αντιλαμβανόμαστε», υποστήριξε ο Ζβίγγλιος το 1526, «ότι παντού μέσα στη Βίβλο μπορούν να ανιχνευθούν σχήματα λόγου, (τα οποία) πρέπει να κατανοούνται μ' ένα διαφορετικό τρόπο (Zwingli-Gen. 17,10(CR 100,105)...
Η αλήθεια είναι πράγματι ότι οι λόγοι ‘τούτο εστί το σώμα μου,... τούτο εστί το αίμα μου' είναι τόσο καθαροί, ώστε μπορούν να ομιλήσουν, άλλα η σημασία τους δεν είναι ξεκάθαρη (GRAN. GARD. 73 (PS 15: 103). Για τον Καλβίνο υπήρχε ένα 'αξίωμα' ότι ‘'Όποτε μελετώνται τα μυστήρια (της Εκκλησίας) συμβαίνει συνήθως το όνομα, με το οποίο σημαίνονται τα πράγματα, να μεταφέρεται με την μετωνυμία στο σύμβολο (Calv. West. (CR 37: 36). Αυτό, κατά τον Καλβίνο, σήμαινε ότι «οι πιστοί, εκτός από τον Μυστικό Δείπνο, έχουν ο,τι παρέλαβαν σ' αυτόν τον Μυστικό Δείπνο». Ο Ζβίγγλιος (προχώρησε τόσο πολύ, ώστε) εξέφρασε την ευχή, το δια του λόγου μυστήριο ποτέ να μην γίνει αποδεκτό στη Γερμανία (Zwingli, unt. Pr. (C.R. 91: 789)» Αυτόθι, σ. 189-195.9 «Η εξέγερση του Λουθήρου... ξεκίνησε με το πνεύμα της ανασυγκρότησης... Δίνοντας όμως έμφαση μόνο στην πίστη, στη Βίβλο και στην κλήση, ο Λούθηρος άνοιξε την πόρτα στο δημοκρατικό ιδανικό της ιεροσύνης όλων των πιστών, ένα ιδανικό, το οποίο η ριζοσπαστική Μεταρρύθμιση εξέλαβε πολύ περισσότερο κατά γράμμα, απ' ο,τι είχε εκλάβει αυτός ο ίδιος ο Λούθηρος», Ε. Digloy Balltzell, Puritan boston and Quaker Philadelphia (new york, 1979), σ. 60.
10 Εύσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6,45.
11. Αγίου Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων 4,33,7.
12. Αγίου Κυπριανού της Καρθαγένης, Treatise on the Unity of the Catholic (Universal) Church στο The faith of the early Fathers τ. 6. (Μετ. W/.Α. Jurgens, σ. 221).
13 Jeremy C. Jackson, No Other Foundation: The Church through Twenty Centuries (Westchester, 1980), κεφάλαιο 11.
14 «Εάν η Γραφή από μόνη της επρόκειτο να αποφασίσει τι ήταν αυθεντικά αποστολικό και εάν η Εκκλησία (κατά την άποψη των Μεταρρυθμιστών) είχε ξεφύγει πολύ από τον αποστολικό κανόνα... ήταν   δύσκολο  να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι κι' αυτό το Σύμβολο της Νικαίας... υπήρξε μάλλον ένα προϊόν της «πτώσεως της Εκκλησίας» (Coc.Cat. Fr(BFP 1: 684)... παρά μία έγκυρη σύνοψη... της αποστολικής Πίστεως. Και, ωσάν σε επίρρωση των (ρωμαιοκαθολικών) προειδοποιήσεων της «θεωρίας της κυριαρχίας» και τα δύο, η διδασκαλία των Μυστηρίων και τα δόγματα της Νικαίας και της Χαλκηδόνος,... θα αποκηρύσσονταν», Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma,σ. 321-324.
15 Institutiones (v.3,A 203,μετ. Walter)
16 William Manchester, A World Lit Only by Fire, σ. 190-193.
17 Τ. Η. GREER, A BRIEF HISTORY OF THE WESTERN WORLD, 6η έκδ. (new york. 1991), σ. 364-367.
18 Βλ. Γ. Φλορόφοκυ, Οι Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί πατέρες, ιδιαίτερα το κεφάλαιο 1.
19 «Αναγκαστικά συνάγεται (από τις διακηρύξεις της Συνόδου τού Dort) ότι «ο Χριστός δεν συμφιλίωσε τον κόσμο- (Synod of Dort, session 143) αλλά μόνον τους εκλεκτούς», Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma,σ. 238.
20 David Steele and Curtis Thomas, The Five Points of Calvinism (Phillipsburg, 1963) σ. 16-19.
21 «Τα πέντε κύρια σημεία της Συνόδου τού Dort παγίωσαν την μεταρρυθμιστική κατανόηση τού θελήματος τού Θεού για τον κόσμο σε μία μορφή, η οποία επρόκειτο να γίνει κανονική», Jaroslav Pelikan,Reformation of church and dogma,σ. 239.
 

Απόσπασμα από το 6ο κεφάλαιο του βιβλίου:
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΨΕΥΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
 


Read more: http://www.egolpion.com/metaruthmish.el.aspx#ixzz2lNogmMTw

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου