Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

«ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ» ΣΤΗΝ ΒΑΙΘΗΛ (Γ’ Βασιλ. 13, 1-32)

«ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ» ΣΤΗΝ ΒΑΙΘΗΛ (Γ’ Βασιλ. 13, 1-32)



«ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ» ΣΤΗΝ ΒΑΙΘΗΛ
Βασιλ. 13, 1-32)
(1940-2009)

Όσα θα μας παρουσιάση ο καινούργιος περίπατος στην Αγία Γραφή διαδραματίζονται τον δέκατο π.Χ. αιώνα στην Βαιθήλ εκεί που είδε κάποτε ο πατριάρχης Ιακώβ το περίφημο όραμα της «κλίμακος». Η πόλις αυτή βρίσκεται στα βόρεια της Ιερουσαλήμ, στον δρόμο προς την Συχέμ. Ανήκε στην φυλή του Εφραίμ.
Μετά τον θάνατο του Σολομώντος το βασίλειο χωρίσθηκε στα δύο. Η Βαιθήλ έπεσε στο βόρειο τμήμα όπου βασίλευε ο Ιεροβοάμ. Από δούλος του Σολομώντος κατέληξε να γίνη βασιλεύς, και μάλιστα του περισσοτέρου λαού, αφού η επικράτειά του περιλάμβανε δέκα φυ­λές. Προκειμένου να εδραιώση την εξουσία του δεν εδίσταζε να ποδοπατή το θέλημα του Θεού.
Όπως ξέρουμε οι άρρενες Ισραηλίτες έπρεπε τρεις φορές το χρόνο, στις εορτές του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της Σκηνοπηγίας, να πηγαίνουν στον Ιεροσολυμιτικό Ναό. Ο Ιεροβοάμ όμως δεν ήθελε να έχουν οι υπήκοοί του σχέσεις με το νότιο βασίλειο —σ αυτό βρισκό­ταν η Ιερουσαλήμ. Και απεφάσισε δύο πόλεις του δικού του κράτους να τις καταστήση Ιερές. Η μία, η Δαν, θα εξυπηρετούσε θρησκευτικώς τα βόρεια τμήματα του βασιλείου του, και η άλλη, η Βαιθήλ, τα νότια. Σ αυτές έστησε και δύο χρυσά μοσχάρια (για την ακρίβεια δαμάλεις) στην θέσι του Ισραηλιτικού Θεού. Έχτισε και θυσιαστήρια, καθιέρωσε και Ιερείς. Ξήλωνε και έρραβε, σαν να ήταν δεύτερος Μωϋσής.
Στην Βαιθήλ έδωσε μεγάλη βαρύτητα, αφού από την εποχή των Πατριαρχών η πόλις εθεωρείτο Ιερός τόπος και «πύλη του ουρανού». Για να προσδώση περισσό θρησκευτικό κύρος στο Ιερό της, διωργάνωσε επίσημα εγκαίνια. Τα ώρισε το φθινόπωρο στην εορτή της Σκη­νοπηγίας — κακή απομίμησις της πραγματικής και νόμιμης εορτής που γινόταν στην Ιερουσαλήμ. Σε κάποιο σημείο του εορταστικού προ­γράμματος θα προχωρούσε ο ίδιος προς το θυσιαστήριο για να προσφέρη θυσία στην χρυσή δάμαλι.
Μ' αυτή την πράξι του ο βασιλεύς θα έσπρωχνε με κάθε επισημότητα τους υπηκόους του προς την βδελυκτή ειδωλολατρεία. Ο Κύριος όμως που αγαπούσε τον λαό του δεν τον άφησε έρμαιο της βασιλικής ασέβειας. Παρενέβη και έδειξε ότι είναι Θεός ζωντανός και αληθινός. Η παρέμβασίς του έγινε μέσω ενός προφήτου.
Γι' αυτόν τον προφήτη που είχε μία συγκινητική περιπέτεια δεν μας διέσωσε πολλά στοιχεία η Γραφή. «Άνθρωπος του Θεού εξ Ιού­δα». Το μόνο στοιχείο ήταν ότι προερχόταν από την Ιουδαία, από το νότιο βασίλειο.
Την στιγμή που ο Ιεροβοάμ ανέβηκε στο θυσιαστήριο και ετοιμάσθηκε να προσφέρη θυσία, πλησίασε ο προφήτης και με βροντερή φω­νή απηύθυνε λόγους Ιεράς οργής προς το θυσιαστήριο. «Θυσιαστήριον, θυσιαστήριον, τάδε λέγει Κύριος».
Έτσι άρχισε ο δριμύς λόγος του απεσταλμένου του Θεού. Και συνέχισε:
«Θα ξεπροβάλη κάποιος βασιλεύς 
από την γενιά του Δαβίδ, 
που θα λέγεται Ιωσίας 
και θα σφάξη επάνω σου 
τους Ιερείς των μπαμώθ, 
αυτούς που θυσιάζουν σ εσένα· 
ανθρώπινα οστά θα κάψη επάνω σου». 
«Μπαμώθ» σημαίνει «τα υψηλά». Η Χαναανιτική θρησκεία κάθε κορυφή λόφου ή βουνού την στόλιζε με ειδωλολατρικές στήλες και θυ­σιαστήρια, πράγμα που το ενήργησε και ο ασεβής Ιεροβοάμ.
Αλλά ο άνθρωπος του Θεού συνέχισε:
«Για να πιστέψετε εκείνα θα δήτε σημάδι τώρα. Ο Κύριος το είπε: Το θυσιαστήριο ανοίγει και σπάζει και η στάχτη του πετάγεται έξω».
Ο καθένας μας φαντάζεται την οργή που κατέλαβε τον Ιεροβοάμ από την απροσδόκητη αυτή επέμβασι. Κάτι που δεν το περίμενε. Έγινε σωστό θηρίο, και απλώνοντας το δεξί του χέρι διέταξε την σύλληψί του: «Συλλάβετέ τον». Ο προφήτης έπρεπε να συλληφθή, να τιμωρηθή, να θανατωθή.
Κάτι τέτοιο ήταν φυσικό να το περιμένη ο άνθρωπος του Θεού. Γι αυτό και τον θαυμάζουμε. Του ανέθεσε ο Θεός μία δύσκολη αποστολή, που εξέθετε στον έσχατο κίνδυνο την ζωή του. Και αυτός δεν εδειλίασε. Φάνηκε γεμάτος ηρωισμό και αυτοθυσία.
Ο Θεός όμως είχε τον τρόπο του να μεταστρέψη την καρδιά του βασιλέως, ώστε όχι μόνο να μη τον θανατώση, αλλά και να τον τιμήση και να τον προσκαλέση σε βασιλικό δείπνο! Πως όμως πραγματοποιή­θηκαν αυτά;
«Και ιδού εξηράνθη η χειρ αυτού». Το χέρι του Ιεροβοάμ κατά τρόπο θαυμαστό μαρμάρωσε. Έγινε σαν ξερό κλαδί δένδρου. Ό­σο και να επιχειρούσε να το στρέψη προς το μέρος του, να το λυγίση, αδύνατο των αδυνάτων.
Μα δεν στάθηκε αυτό το μοναδικό σημάδι, γιατί στην συνέχεια ακούσθηκε ένας δυνατός κρότος∙ το θυσιαστήριο έσπασε και ξεχύθηκε έξω η στάχτη, πράγμα που πριν από λίγο είχε εξαγγείλει ο προφήτης. Ενέργεια Θεού. Θαυμαστά πράγματα! Προφητείες, «σημεία και τέρα­τα»! Και δύο «σημεία» για το θυσιαστήριο: Το ένα ήταν ότι σ αυτό θα έσφαζε και θα έκαιγε ο Ιωσίας —ύστερα από τριακόσια και περισσότε­ρα χρόνια— τους Ιερείς των ειδώλων. Και αυτό ήταν κάτι το μελλοντικό και ανεπιβεβαίωτο. Το άλλο ήταν αυτό που συνέβη εκείνη τη στιγμή στο θυσιαστήριο και στην στάχτη του. Αυτό δεν επιδεχόταν αμφισβήτησι. Έτσι η πραγματοποίησις του ενός επιβεβαίωνε την μελλοντική επαλήθευσι του άλλου.
Αφού με καμμία δύναμι δεν λύγιζε το χέρι του βασιλέως, ζητή­θηκε η επέμβασις του προφήτου. Ήταν ανάγκη να μεσολαβήση η προσευχή του. Όχι πια αγριεμένα, αλλά με ικετευτικό τρόπο ο Ιεροβοάμ ζητεί την βοήθειά του:
—  Δεήθητι του προσώπου Κυρίου του Θεού σου, και επιστρεψάτω η χειρ μου προς εμέ.
Ο «βλέπων» ανυψώνει τα χέρια προς τον ουρανό και προσεύχε­ται. Και το θαύμα δεν αργεί να γίνη. Το αλύγιστο χέρι λύγισε και επανήλθε στην φυσική του κατάστασι. Ο θεραπευμένος αισθάνεται σεβα­σμό και αγάπη απέναντί του.
Η μεταστροφή ήταν γρήγορη και θαυμαστή. Ο Κύριος τα πάντα μπορεί να μεταστρέψη. Κι απ το σκληρό βράχο ακόμη δύναται να βγάλη νερό. Έτσι μεταβλήθηκε και η σκληρή καρδιά του Ιεροβοάμ. Ενώ προηγουμένως ζητούσε να συλλάβουν τον προφήτη και να τον τιμωρή­σουν, τώρα σκέπτεται πως να τον ευχαριστήση.
—   Έλα μαζί μου στην οικία μου να σου παραθέσω δείπνο και να σου προσφέρω δώρα.
Εκείνος του απήντησε:
—    Κι αν ακόμα μου δώσης το μισό παλάτι, δεν πρόκειται να σε ακολουθήσω. Σ αυτόν τον τόπο ούτε ψωμί ούτε νερό θα δοκιμάσω. Να, η εντολή του Κυρίου: «Δεν θα γευθής ψωμί και δεν θα πιής νερό και δεν θα γυρίσης από δρόμο που πέρασες».
Επειδή η Βαιθήλ ήταν μολυσμένη από την ειδωλολατρεία, ο προ­φήτης δεν έπρεπε να βάλη στο στόμα του τα φαγητά της και τα νερά της· πολύ περισσότερο βέβαια βρωμούσαν τα βασιλικά διαμερίσματα, αφού απ’ εκεί ξεπήγαζε όλη η ασέβεια.
Ακόμη καθώς προχωρούσε ο προφήτης και διέγραφε κάποια διαδρομή, δεν έπρεπε να στραφή προς τα πίσω. Δηλαδή αν βάδιζε προς βορράν κι ένας από νότιο σημείο τον φώναζε κοντά του, αυτός δεν θα τον άκουε. Έτσι ώρισε ο Θεός.
Ο Ιεροβοάμ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να επιμείνη. Και ο προφήτης συνέχισε την πορεία του για να επιστρέψη από άλλο δρόμο στην Ιουδαία.
Η αποστολή του τελείωσε. Όλα πήγαν καλά. Το μεγαλείο του αληθινού Θεού έλαμψε εμπρός στην μεγάλη σύναξι του λαού, ενώ ο άσεβής βασιλεύς ταπεινώθηκε. Ένοιωθε πολύ ικανοποιημένος. Μήπως όμως ο πειρασμός έρριξε μέσα του κάποια σκιά υπερηφανείας; Δεν ήταν δύσκολο, αφού τόσο δοξάσθηκε και τόσο ντρόπιασε τους ασεβείς· αφού κι ο ίδιος ο βασιλεύς φάνηκε τόσο μικρός και αδύνατος εμπρός του. Πάντως αν συνέβη κάτι τέτοιο, η παρουσία της θείας χάριτος θα υποβαθμίσθηκε μέσα του. «Υποστολή της χάριτος» κατά την έκφρασι των αγίων Πατέρων. Αυτό θα το δείξη η συνέχεια της διηγήσεως.
Σ’ όλα τα σπίτια της Βαιθήλ δεν γινόταν άλλη συζήτησις. Ο λόγος ήταν για όσα συνέβησαν γύρω από το θυσιαστήριο με την παρέμβασι του άγνωστου προφήτου.
Σε κάποιο σπίτι της πόλεως κατοικούσε ένας γέροντας, που ανήκε κι αυτός στην ευλογημένη τάξι των προφητών. Από τα παιδιά του πληροφορήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα θαυμαστά λόγια και έργα του ξέ­νου προφήτου. Μεγάλη συγκίνησις και ενδιαφέρον. Σφοδρή ανέβλυσε από μέσα του η επιθυμία να συναντήση τον εκλεκτό δούλο του Κυρίου. Ρώτησε τους γυιούς του ποιόν δρόμο πήρε, κι όταν εκείνοι τον κατατόπισαν, ζήτησε να του ετοιμάσουν το γαϊδούρι.
—   Σαμαρώστε γρήγορα το ζώο.
Ανέβηκε επάνω του και εσπευσμένα κατευθυνόταν προς το μέρος που του υποδείχθηκε. Είχε αγωνία μήπως και δεν τον προφθάση.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε, αφού ο άλλος ένοιωθε εξαντλημένος από κούρασι, ίσως και από πείνα και δίψα.
Προχώρησε αρκετά, ώσπου ξεχώρισε κάποια βελανιδιά κι έναν άνθρωπο που ξεκουραζόταν στον ίσκιο της. Να ήταν άραγε ο αναζητούμένος; Πλησίασε και ρώτησε:
      Εσύ είσαι ο προφήτης από την Ιουδαία;
-       Εγώ είμαι, αποκρίθηκε εκείνος.
        Δεν άργησε να του προτείνη φιλοξενία:
-       Έλα σπίτι μου να σου προσφέρω φαγητό.
Η απάντησις ήρθε κοφτή:
 —  Δεν μπορώ να επιστρέψω στην πόλι ούτε να φάω ψωμί ούτε να πιώ νερό σ αυτόν εδώ τον τόπο, γιατί η εντολή του Κυρίου είναι· «να μη φας ψωμί και να μη πιής νερό και να μη επιστρέψης από δρόμο που βάδισες».
Αλλά ο προφήτης της Βαιθήλ είχε σφοδρή επιθυμία να τον φιλοξενήση, ν’ απολαύση την Ιερή συντροφιά του και να γνωρίση το μεγα­λείο της ψυχής του. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά υπηρέτης του Θεού, τον οποίο τόσο πολύ δόξασε εκείνη την ημέρα. Κρίμα, να χάση τέτοιο λάφυρο. Επηρεάσθηκε από τα συναισθήματά του. Δεν λογάρια­σε όσο θα έπρεπε το θέλημα του Κυρίου τον λυπήθηκε ακόμη που ή­ταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος. Και σκέφθηκε ο καλός σου να χρησιμοποιήση ένα ψέμα.
—    Άκου, αδελφέ μου, κι εγώ προφήτης είμαι όπως κι εσύ. Σε πλη­ροφορώ πως ήρθε άγγελος και μού έφερε μήνυμα του Κυρίου να σε γυρίσω στο σπίτι μου και να σε περιποιηθώ.
Τελικά τον έπεισε.
Και τώρα βρισκόμαστε σ ένα καλοστρωμένο τραπέζι. Κι ενώ ο ουρανός ήταν αίθριος, ξάφνου ξέσπασε ο κεραυνός.
Ο γέροντας προφήτης κατελήφθη από έμπνευσι, άνοιξε το στόμα του και ανήγγειλε λόγον Κυρίου. Ανακοίνωσε τιμωρία:
—    Τάδε λέγει Κύριος: Μ’ επίκρανες που δεν φύλαξες την εντολή μου και γύρισες πίσω και έφαγες και ήπιες σ’ αυτόν τον τόπο. Γι’ αυτό, το σώμα σου δεν θα ενταφιασθή στην πατρίδα σου και στον τάφο των πατέρων σου.
Το τελευταίο ήθελε να πη: «Δεν θα προλάβης να βγης ζωντανός από τούτη την περιοχή. Εδώ θα σε βρη ο θάνατος κι εδώ θα σε θά­ψουν».
Η ατμόσφαιρα γέμισε συννεφιά. Ο καθένας τώρα συλλογιζόταν την ενοχή του. Ο ένας που δεν υπελόγισε το θέλημα του Κυρίου, αλλά χρησιμοποίησε ψέμα και πρότεινε φιλοξενία. Ο άλλος που δέχθηκε αβασάνιστα τον λόγο και βιάσθηκε να υιοθετήση τα λεγόμενα του γέ­ροντα.
—   Αχ, άνθρωπε του Θεού, γιατί τον πίστεψες; Γιατί δεν βασάνι­σες το θέμα; Γιατί δεν έμοιασες των πατέρων σου, του Γεδεών π.χ. που για να σιγουρευθή για το ζήτημά του, απαιτούσε από τον Θεό ση­μάδι. Και σαν να μην έφθανε το πρώτο, ζήτησε και δεύτερο [την πρώτη φορά σ όλο τα’ αλώνι ξηρασία και στον πόκο (= τούφα από μαλλί) δρο­σιά και την δεύτερη σ’ όλο τα’ αλώνι δροσιά και στον πόκο ξηρασία]. Δεν σκέφθηκες ακόμη πως θα σκανδάλιζες τον Ιεροβοάμ και τόσους άλλους που ήξεραν τι εντολή σου είχε δώσει ο Θεός; Βιάσθηκες, παρα­σύρθηκες. «Ουκ εφύλαξας την εντολήν ην ενετείλατό σοι Κύριος ο Θεός σου». Και τώρα είσαι γεμάτος θλίψι και βάρυνε η ψυχή σου σαν μολύβι. Σε συμπονούμε.
Σηκώθηκαν από το τραπέζι. Ο γέροντας φρόντισε να σαμαρωθή το γαϊδούρι. Αποχαιρετήθηκαν θλιμμένοι. Ο δρόμος της επιστροφής προς την Ιουδαία ήταν βαρύς και καταθλιπτικός. Μετά από λίγο έφθασε στ’ αυτιά του βρυχηθμός λιονταριού. Ώρμησε κατ’ επάνω του το θηρίο και τον έρριξε κάτω νεκρό. Στερήθηκε την ζωή του κι έτσι εξιλεώθηκε για το κρίμα του. Αν το φταίξιμό του ήταν χωρίς ελαφρυντικά θα συνεχιζόταν η τιμωρία, δηλαδή θα κατασπαραζόταν το σώμα του και δεν θα γνώριζε ταφή.
Η σορός ριγμένη στον δρόμο. Δίπλα όρθιο το γαϊδούρι. Και δίπλα όρθιο το λιοντάρι.
Θαύμα μεγάλο. Ο βασιλεύς των άγριων ζώων δεν έτρωγε ούτε τον νεκρό ούτε τον όνο. Αλλά και θαύμα διδακτικό: Το λιοντάρι, είχε εντολή να μη φάη τον προφήτη και το ζώο του. Και την εφήρμοσε σε αντίθεσι με τον τωρινό νεκρό που δεν εφύλαξε ανάλογη θεϊκή προσταγή.
Οι περαστικοί που είδαν αυτά τα φοβερά και θαυμαστά πράγματα τα ανήγγειλαν στην πόλι, χωρίς ωστόσο να μπορούν και να τα εξηγήσουν. Σαν τ’ άκουσε ο γέροντας προφήτης ανεφώνησε:
—  Αυτός οπωσδήποτε είναι ο άνθρωπος του Θεού που δεν ετήρησε το ρήμα του Κυρίου.
Αμέσως ξεκίνησε προς τα εκεί. Το θαύμα διαρκούσε ακόμη. Το νεκρό σώμα στο δρόμο, ο όνος και το λιοντάρι πλάϊ του, χωρίς το λιον­τάρι να τρώη το πτώμα ή να πειράζη τον όνο, αλλά και χωρίς το ήμερο ζώο να απομακρύνεται φοβισμένο από την παρουσία του άγριου.
Πήρε τον νεκρό, τον έβαλε επάνω στο ζώο και τον επέστρεψε στην πόλι για ενταφιασμό. Καλό μάθημα! Λαχταρούσε πρωτύτερα να τον γυρίση στην Βαιθήλ για να απολαύση την συντροφιά του, παραβλέποντας την θεϊκή βουλή. Να, τώρα απόλαυσι! Τον επιστρέφει νεκρό για θρήνους, εξόδιο τελετή και ταφή.
Μαζεύθηκαν πολλοί στην κηδεία και τον εθρήνησαν. Και ο γέ­ροντας έκλαιγε και μοιρολογούσε:
—    Ουαί αδελφέ! Ουαί αδελφέ!
Τον έθαψαν στον τάφο που προοριζόταν για τον γέροντα, ο οποίος τότε απευθύνθηκε στα παιδιά του:
—   Σαν πεθάνω, να με βάλετε στον ίδιο τάφο, για να γλυτώσουν τα κόκκαλά μου μαζί με τα δικά του. Ξέρω πως μία ημέρα θα επαληθευθή η προφητεία του, και πάνω στο ειδωλολατρικό θυσιαστήριο της πόλεώς μας θα καούν ανθρώπινα οστά.
Τα τελευταία λόγια φαίνεται ότι έχουν το νόημα: Ο Ιωσίας που θα πάρη οστά να τα κάψη επάνω στο θυσιαστήριο, θα σεβασθή τον τάφο του εξ Ιουδαίας προφήτου και δεν θα θίξη το περιεχόμενό του.
Πράγματι πολλά «σημεία και τέρατα» πραγματοποιήθηκαν στην Βαιθήλ. Και όλα με μεγάλη έννοια και σημασία.
Ο Θεός όμως και από το πικρό βγάζει γλυκό. Η παρακοή και η τι­μωρία —όχι βέβαια χωρίς ελαφρυντικά— είχε σαν τελικό αποτέλεσμα τον ενταφιασμό του σ’ αυτήν την πόλι. Έτσι όλοι οι Ισραηλίτες αυτού του τόπου, κάθε φορά που θα αντίκρυζαν τον τάφο του, θα έφερναν στην μνήμη τους τα τόσα μεγαλεία του Κυρίου· και κυρίως τον δριμύ έ­λεγχο της ασεβείας του Ιεροβοάμ· επίσης το χέρι που ξεράθηκε, την στάχτη του θυσιαστηρίου που πετάχθηκε, το λιοντάρι που τον θανάτωσε... Όλα για να ξυπνάη η συνείδησις και να θυμάται τον αληθινό Θεό.
Ο Ιεροβοάμ απ’ όσα συνέβησαν σ’ αυτόν και στο θυσιαστήριο και από όσα έμαθε για το τέλος του προφήτου, ώφειλε να αντιληφθή ποιος είναι ο αληθινός Θεός και να επιστρέψη στην λατρεία του. Τόσα υπερφυσικά σημεία του έδειξε. Αλλά η καρδιά του ήταν σκληρή και μαύρη. Δεν συνετίσθηκε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά φούσκωσε περισσό­τερο το ποτάμι της ειδωλολατρείας.
Η Γραφή σημειώνει: Και μετά απ’ αυτά, δεν επέστρεψε ο Ιεροβοάμ από την κακία του. Αντίθετα συνέχισε το έργο του. Έπαιρνε ανθρώπους από τον λαό και τους έκανε Ιερείς των «μπαμώθ». Όποιος ή­θελε μπορούσε να γίνη «Ιερεύς».
Για το Ισραήλ ήταν αδιανόητο να καθιερώνεται ο τυχών, σαν θρησκευτικός λειτουργός. Ώφειλε να ανήκη σε ειδική φυλή και σε ειδική πατριά για να έχη τέτοια δυνατότητα.
Όσο λογαριάζει το αγριογούρουνο το αμπέλι που λυμαίνεται, άλ­λο τόσο υπελόγιζε ο Ιεροβοάμ τα διατάγματα του Θεού. Όλα αυτά όμως ήταν σπόρος που θα φύτρωνε και θα έδινε ένα δένδρο με πολύ πι­κρούς καρπούς. Όλη η γενιά του μία ημέρα θα εξωλοθρευόταν. «Και εγένετο δια τον οίκον του Ιεροβοάμ εις όλεθρον και αφανισμόν από προσώπου της γης».
Ο Θεός, αδελφοί μου, μας αγαπά και βρίσκει χίλιους δύο τρόπους να μας ξυπνά από τον λήθαργο. Μερικές μάλιστα φορές στέλνει σημεία και τέρατα. Ας γίνουμε ευαίσθητοι απέναντι στην τόση αγάπη, και όχι ασυγκίνητοι όπως ο Ιεροβοάμ.


Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com
22   ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ  2012


Read more: http://www.egolpion.com/jeroboam.el.aspx#ixzz2ltHXd8Bx

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου