Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΓΙΟΥΝΓΚ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟ



Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΓΙΟΥΝΓΚ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟ


Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΓΙΟΥΝΓΚ
ΜΕ ΤΟΝ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟ
ELS NANNEN 
 
 
Ο Γιούνγκ κι ο Πνευματισμός
Σοβαρό σημάδι και αποτέλεσμα αποκρυφιστικών επιβαρύνσεων αποτελεί το γεγονός όταν κάποιος δείχνει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον και έντονη προσκόλληση στην αποκρυφιστική φιλολογία, και μάλιστα στην άσκηση αποκρυφιστικών τελετουργιών. Έτσι, ακριβώς συνέβαινε και με τον Γιούνγκ. Δεν ήταν μονάχα εμβριθής γνώστης της αποκρυφιστικής φιλολογίας, αλλά ασκούσε και μια έντονη αποκρυφιστική και πνευματιστική δραστηριότητα.
Στο τέλος του Β’ Εξαμήνου των σπουδών του, ο Γιούνγκ ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη τού πατέρα του ένα βιβλιαράκι περί εμφανίσεων των πνευμάτων, το οποίο περιείχε και το ιστορικό ξεκίνημα του πνευματισμού. Το είχε γράψει ένας θεολόγος. Ο Γιούνγκ έλεγε για το θέμα αυτό: «Όσο παράξενα και αμφίβολα κι αν μου φαίνονταν όλα αυτά, οι παρατηρήσεις των πνευματιστών ήσαν, εντούτοις, για μένα οι πρώτες περιγραφές για αντικειμενικά ψυχικά φαινόμενα... Διάβασα, λοιπόν, ολόκληρη τη φιλολογία, που τότε είχα στη διάθεση μου γύρω από τον πνευματισμό... Βρήκα αυτού του είδους τις δυνατότητες και ελκυστικές... Έκαναν όμορφη τη ζωή μου στο πολλαπλάσιο... Θάπρεπε π.χ. τα όνειρα να είχαν σχέση με τα πνεύματα; Εκείνο του Καντ, "Όνειρα ενός οραματιστή πνευμάτων" μου ήρθε κουτί· γρήγορα, μάλιστα, ανακάλυψα και τον Karl Duprel... και διάβασα 7 ύμνους τού Swedenborg... η Μητέρα μου (το πρόσωπο, υπ΄αριθ. 2), ήταν σύμφωνη με τον ενθουσιασμό μου...» (σελίδα 106).
Καθώς ο Γιούνγκ μια φορά, το 1895, ήταν στο σπίτι του και μελετούσε μέσα στο ιδιαίτερο δωμάτιο του, κάτω στο υπνοδωμάτιο λάβαιναν χώρα αποκρυφιστικά φαινόμενα. Ο τότε φοιτητής της Ιατρικής έγραφε για τα γεγονότα αυτά τα εξής: «Μερικές εβδομάδες αργότερα, έμαθα από κάποιους συγγενείς, ότι από αρκετό καιρό ασχολούνταν με τη μετακίνηση τραπεζιών, και ότι είχαν ένα νεαρό κοριτσάκι ηλικίας κατά τι μεγαλύτερο των 15 χρόνων, που χρησιμοποιούσαν ως μέντιουμ... Καθώς το άκουσα αυτό, σκέφθηκα αμέσως τις δικές μας παράξενες εμφανίσεις και υπέθεσα, ότι είχαν σχέση μ’ αυτό το μέντιουμ. Άρχισα, λοιπόν, μαζί με το κοριτσάκι αυτό και άλλους ενδιαφερόμενους να έχω τακτικά, κάθε Σάββατο βράδυ, πνευματιστικές συνεδρίες. Τα αποτελέσματα ήσαν μηνύματα και χτυπήματα στους τοίχους, κι επάνω στο τραπέζι... Έστρεψα την προσοχή μου προς το περιεχόμενο των μηνυμάτων (των χτυπημάτων στον τοίχο). Τα αποτελέσματα αυτών των παρατηρήσεων τα παρέθεσα στη διδακτορική μου διατριβή» (σελίδα 113).
Η διδακτορική διατριβή τού Γιούνγκ, που μόλις μνημονεύσαμε, η οποία είχε τον τίτλο: «Για την ψυχολογία και παθολογία των αυτοκαλούμενων αποκρυφιστικών φαινομένων», στηριζόταν, επομένως, επάνω σε πνευματιστικές συνεδρίες, στις οποίες σύχναζε για δύο ολόκληρα χρόνια. Το μέντιουμ, που κι αυτό έχουμε ήδη μνημονεύσει, ήταν η εξαδέλφη τού Γιούνγκ. Πέθανε σε ηλικία 26 χρόνων από φυματίωση. Ο Γιούνγκ έγραψε γι’ αυτήν τα ακόλουθα: «Την είχα ξαναδεί για άλλη μια φορά, όταν ήταν 24 χρόνων, και ήμουν διαρκώς εντυπωσιασμένος από την ανεξαρτησία της και την ωριμότητα της προσωπικότητας της. Μετά τον θάνατό της έμαθα ότι, τους τελευταίους μήνες της ζωής της, ο χαρακτήρας της φθειρόταν σιγά-σιγά, και έφτασε τελικά στο στάδιο ενός παιδιού δύο χρόνων, μέσα δε σ’ αυτή την κατάσταση παραδόθηκε στον τελευταίο της ύπνο» (σελίδα 114).
Για τον Γιούνγκ αυτό δεν αποτέλεσε αφορμή για αφύπνιση και δεν σήμανε γι’ αυτόν μια ακόμα προειδοποίηση, ώστε μελλοντικά, να στρέψει τις πλάτες προς τον πνευματισμό. Η αντίδραση του ήταν η ακόλουθη: «Αυτό υπήρξε συνολικά το μεγάλο βίωμα, το οποίο αναίρεσε ολόκληρη την προηγούμενη φιλοσοφία μου, και μου έδωσε τη δυνατότητα για μια ψυχολογική θέση. Πειραματίστηκα κάτι το αντικειμενικό για την ανθρώπινη ψυχή...» (σελίδα 114).
Ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας του, την είδε σε ένα όνειρο. Το όνειρο αυτό τού ήταν «σαν μια οπτασία». Φορούσε το φόρεμα, «που εκείνη πριν από πολλά χρόνια είχε ράψει στην εξαδέλφη μου, το μέντιουμ» (σελίδα 300).
 Ο Γιούνγκ κι οι αποκρυφιστικές του εμπνεύσεις
 Από παιδί ακόμη, η ζωή τού Γιούνγκ ήταν σε αύξοντα βαθμό γεμάτη από αποκρυφιστικά όνειρα και οπτασίες, τα οποία εκείνος χαρακτήριζε ως «εικόνες» ή «εικόνες της φαντασίας». Πέρα απ’ αυτές πρέπει να προστεθεί και ένας μεγάλος αριθμός από αποκρυφιστικές σκέψεις, από εσωτερικές φωνές και από βιώματα αποκρυφιστικά. Όλα αυτά έγιναν η κυρία πηγή των γραπτών του. Εκτός, όμως, απ αυτά, ο Γιούνγκ κατευθυνόταν και από πνευματιστικά και μαντικά φαινόμενα (μέσω της τεχνικής της μαντείας).
 Όπως έχουμε ήδη ξαναπεί, ο Γιούνγκ από τα πολύ μικρά του χρόνια κιόλας ένιωθε ότι αποτελείτο «από δύο προσωπικότητες». Τη διαβεβαίωση για το γεγονός αυτό την πήρε μέσω των έργων τού Γκαίτε, «Φάουστ», και του Νίτσε, «Ζαρατούστρα». Την προσωπικότητα υπ αριθμόν 2 την ονόμασε ο ίδιος αργότερα «πνεύμα» ή «φάντασμα», ακόμη μάλιστα και δικό του «δαίμονα». Με πλήρη επίγνωση, ο Γιούνγκ άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται απ’ αυτή την προσωπικότητα την υπ’ αριθμόν 2· δηλαδή, οδηγείτο από τον δικό του δαίμονα. Ο ίδιος γράφει σχετικά: «Μέσα στη ζωή μου η προσωπικότητα υπ’ αριθμόν 2 έπαιζε τον κεντρικό ρόλο, και προσπαθούσα πάντοτε να αφήνω ελεύθερο τον δρόμο σε ό,τι ήθελε να φέρει  από μέσα προς εμένα» (σελίδα 51).
 «Το όνειρο αυτό (κατά την εποχή των σπουδών μου) σήμαινε για μένα έναν μεγάλο φωτισμό: Τότε, γνώρισα ότι η προσωπικότητα υπ’ αριθμόν 1 ήταν ο δέκτης τού φωτός, και η υπ’ αριθμόν 2 ακολουθούσε σαν μια σκιά... Δεν είχα καμιά αμφιβολία ότι η υπ’ αριθμόν 2 είχε κάποια σχέση με την παραγωγή των ονείρων... Η προσωπικότητα υπ’ αριθμόν 2 ήταν στην πραγματικότητα ένα «φάντασμα», δηλαδή, ένα πνεύμα, που ήταν ισχυρό μέσα στη δύναμη του κόσμου του σκότους» (σελίδες 93-94).
 «Όλα τα γραπτά μου είναι, με άλλα λόγια εντολές εκ των έσω· προέρχονταν υπό την επήρεια ενός μοιραίου εξαναγκασμού. Ό,τι έγραφα, μου ερχόταν πιεστικά εκ των έσω. Το πνεύμα που με οδηγούσε, το άφηνα να εκφράζεται με τα δικά μου λόγια» (σελίδες 225).
 «Υπήρχε μέσα μου μια δαιμονική δύναμη...» (σελίδες 790).
 «Ένας δαίμονας υπήρχε μέσα μου, ο οποίος σε τελευταία ανάλυση ήταν και ο αποφασιστικός παράγοντας. Πετούσε από πάνω μου, και όταν ήμουν αδιάφορος· κι αυτό έτσι, επειδή πιεζόμουν από τον δαίμονα. Δεν μπορούσα ποτέ να σταματήσω σ’ εκείνο που είχα καταφέρει να φτάσω. Έπρεπε να βιαστώ για πιο πέρα, προκειμένου να προφτάσω την οπτασία... Είχα σκοντάψει επάνω σε πολλούς ανθρώπους και, μόλις έβλεπα ότι δεν με καταλάβαιναν, είχε τελειώσει για μένα το ζήτημα. Δεν είχα εκτός από τους ασθενείς μου καθόλου υπομονή με τους ανθρώπους. Πάντοτε έπρεπε να ακολουθώ τον εσωτερικό νόμο, που μου είχε εναποτεθεί και δεν μου άφηνε καμιά ελευθερία επιλογής... Ως δημιουργικός άνθρωπος είναι κανείς παραδομένος, όχι ελεύθερος, αλλά δεμένος και κατευθυνόμενος από τον δαίμονα... Η έλλειψη ελευθερίας μού προξενούσε μια μεγάλη λύπη... Ο δαίμονας, όμως, τα κατάφερνε, ώστε να την ξεπερνώ... ίσως μπορούσα να πω: Έχω ανάγκη από ανθρώπους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άλλοι και, ταυτόχρονα, σε λιγότερο. Όπου ενεργεί το δαιμόνιο, είναι κανείς πολύ κοντά, αλλά και πολύ μακριά. Μόνο όπου αυτό σιωπά, μπορεί ο άνθρωπος να έχει μια ισορροπία. Ο δαίμονας και η δημιουργικότητα είχαν σε μένα αδίστακτα και αδυσώπητα επιβληθεί...» (σελίδες 358-359).
 Στη συνέχεια, θα γίνουμε μάρτυρες και άλλων πηγών εμπνεύσεων του Γιούνγκ, τις οποίες και θα παρακολουθήσουμε.
 Οι αποκρυφιστικές εμπνεύσεις τού Γιούνγκ στα νεανικά του χρόνια
 Έχουμε ήδη γνωρίσει μια σειρά από αποκρυφιστικά όνειρα, οπτασίες και βιώματα του Γιούνγκ, που είχε κατά τα παιδικά του χρόνια, αλλά και κατά τα νεανικά του χρόνια ή και κατά τα χρόνια των σπουδών του. Αυτά τον επηρέαζαν όχι μόνον τότε, αλλά τον επηρέαζαν και σε ολόκληρη τη ζωή του. Σχετικά μ’ αυτά, ο Γιούνγκ γράφει:
 «Δεν ξέρω, τι είναι εκείνο που προκάλεσε το γεγονός, ότι μπορώ να αντιλαμβάνομαι εγώ τον ρου της ζωής. Ήταν, βέβαια, αυτό το ίδιο το υποσυνείδητο. Ίσως να ήσαν και τα προηγούμενα όνειρα. Με είχαν ήδη εξαρχής καθορίσει. Η γνώση για τα συμβαίνοντα στο βάθος μου είχαν προσχηματίσει σε μένα τις σχέσεις μου με τον κόσμο. Αν δούμε το πράγμα βαθύτερα, μου ήσαν ήδη τέτοια στα παιδικά μου χρόνια, όπως μου είναι ακόμη και σήμερα. Ως παιδί ένιωθα μοναξιά, και νιώθω έτσι ακόμη και σήμερα, επειδή γνωρίζω πράγματα και μπορώ να τα καταδείξω, για τα οποία οι άλλοι προφανώς δεν γνωρίζουν τίποτε, και ως επί το πλείστον δεν θέλουν να γνωρίζουν... Η μοναξιά μου ξεκίνησε με τα βιώματα που είχα στα παλιά όνειρα μου και έφτασα στο απόγειο κατά την εποχή που ασχολούμουν με το υποσυνείδητο... Είναι σημαντικό ότι εμείς έχουμε ένα μυστικό, και την προαίσθηση, για κάτι που είναι δυνατόν να γνωριστεί. Γεμίζει τη ζωή με κάτι απρόσωπο, με κάτι που ανήκει στη σφαίρα της θεότητας» (σελίδες 357-358).
 Ο Γιούνγκ και οι αποκρυφιστικές του εμπνεύσεις κατά τα χρόνια 1912-1918
 Το βιβλίο του Γιούνγκ «Μεταβολές και Σύμβολα του Λίμπιντο», όπως έχουμε ήδη προαναφέρει, οδήγησε στην οριστική ρήξη του με τον Σίγκμουντ Φρόυντ, με τον οποίο είχε, εκτός από μια επαγγελματική, και μια αχαλίνωτη σχέση. «Ύστερα από τον χωρισμό μου με τον Φρόυντ, είχα για ένα διάστημα μια εσωτερική αβεβαιότητα, μάλιστα είχα αρχίσει να αποπροσανατολίζομαι. Αισθανόμουν ολοκληρωτικά μετέωρος, επειδή δεν είχα βρει ακόμη τη δική μου θέση» (σελίδα 174).
 Κατά την εποχή των Χριστουγέννων του 1912ο Γιούνγκ είχε ένα όνειρο, το οποίο τότε δεν ήξερε ακόμη να το εξηγήσει. Πίστευε ότι δεν του έμενε καμιά άλλη επιλογή, παρά να περιμένει, να συνεχίσει τη ζωή του και να προσέχει τη φαντασία του (σελίδα 175). Ύστερα από μερικά ακόμη όνειρα, κατά το έτος 1912, ο Γιούνγκ άρχισε να τα μαζεύει ως λιθάρια και μ’ αυτά να χτίζει, όπως έκανε κι όταν ήταν ακόμη παιδί με τα μικροαντικείμενα που έπαιζε. Ο ίδιος γράφει για όλα αυτά: «Το χτίσιμο ήταν μόνο η αρχή. Ένα ρεύμα από εικόνες της φαντασίας άρχισε να ξεχύνεται μέσα μου, τις οποίες αργότερα κατέγραψα προσεκτικά. Αυτός ο τύπος των συμβάντων συνέχισε να λαβαίνει χώρα σε μένα. Όταν κάποτε στη ζωή μου δεν προχωρούσα, ζωγράφιζα μια εικόνα ή επεξεργαζόμουν τα λιθάρια, κι αυτό ήταν πάντοτε μια τελετουργία εισόδου (rite d’ entree) για τις επόμενες σκέψεις και εργασίες. Όλα όσα αυτό τον χρόνο (1957) έγραψα... έχουν προέλθει από την εργασία που έκανα με τα λιθάρια, ύστερα από τον θάνατο της γυναίκας μου (1955)» (σελίδες 177-178).
 Κατά το τέλος τού 1913 μέχρι τον Ιούλιο του 1914, του παρουσιάστηκαν τρομερά οράματα. Ο Γιούνγκ, που ήταν ο ίδιος ένα μέντιουμ, στο να βλέπει, να ακούει και να γράφει καθ’ υπαγόρευση μηνύματα από τον υπερβατικό κόσμο, λέει σχετικά μ’ αυτά: «Ήταν ένα ασταμάτητο ρεύμα από εικόνες της φαντασίας... Στεκόμουν αβοήθητος μέσα σε ένα είδος ξένου κόσμου... Ζούσα συνεχώς με μια έντονη ένταση, και μου φαινόταν, σαν να έπεφταν τεράστιοι όγκοι επάνω μου. Μια θύελλα προξενούσε μια άλλη. Το ότι άντεξα, ήταν ζήτημα μιας κτηνώδους δύναμης. Άλλοι, ύστερα από κάτι τέτοιο, θα είχαν σπάσει. Ο Νίτσε, επίσης ο Hölderlin και πολλοί άλλοι. Αλλά, μέσα μου υπήρχε μια δαιμονική δύναμη...
 Το συναίσθημα να υπακούω σε μια ανώτερη θέληση, όταν έμενα σταθερός στη θύελλα του υποσυνειδήτου, ήταν γεγονός αναπόφευκτο και έμενα στην κατευθυντήρια γραμμή της εκτέλεσης της αποστολής. Ήμουν συχνά τόσο αναστατωμένος, ώστε, για να απαλλαγώ από τα συναισθήματα, έκανα ασκήσεις Γιόγκα... Μόλις είχα την αίσθηση ότι ήμουν ξανά εγώ ο ίδιος, εγκατέλειπα τον έλεγχο και έδινα ξανά τον λόγο στις εικόνες και στις εσωτερικές φωνές...
 Κατέγραψα τις εικόνες της φαντασίας όσο καλύτερα μπορούσα... το στυλ της γλώσσας τους μου ήταν οδυνηρό και ενάντιο στο δικό μου συναίσθημα... Δεν είχα, όμως, άλλη επιλογή, παρά να τις καταγράψω όλες με το στυλ που από το ίδιο το υποσυνείδητο είχε επιλεγεί. Μερικές φορές γινόταν έτσι, ώστε άκουγα με τα αυτιά. Έπειτα συνέβαινε, ώστε εγώ ο ίδιος άκουγα να μου ψιθυρίζονται λέξεις... Από την αρχή είχα αντιληφθεί την αντιπαράσταση με το υποσυνείδητο ως ένα επιστημονικό πείραμα, που εγώ ο ίδιος πειραματιζόμουν με τον εαυτό μου και που για το αποτέλεσμα του είχα ζωηρό ενδιαφέρον. Σήμερα θα μπορούσα, βέβαια, να πω ότι: Ήταν ένα πείραμα, που άλλοι έκαναν μαζί μου. Μία από τις μεγάλες δυσκολίες βρισκόταν για μένα στο πώς να ρυθμίσω τα αρνητικά μου συναισθήματα.
 Παραδινόμουν ελεύθερα στις συγκινήσεις μου, τις οποίες, εντούτοις, δεν μπορούσα να εγκρίνω. Κατέγραφα τις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες συχνά μού φαίνονταν σαν ανοησίες και ενάντια στις οποίες ένιωθα αντίσταση. Μου στοίχιζε πολύ να αντέξω, αλλά το απαιτούσε από μένα το πεπρωμένο μου. Μόνον ύστερα από μεγάλον αγώνα μπόρεσα τελικά να ελευθερωθώ από τον λαβύρινθο. Προκειμένου να συλλάβω τις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες με κινούσαν καταχθόνια, έπρεπε να αφεθώ, δηλαδή να πέσω μέσα σ’αυτές. Αντίθετα, δεν συνάντησα μονάχα αντιστάσεις, αλλά ένιωθα και απέραντο φόβο. Φοβόμουν μήπως χάσω τον αυτοέλεγχο, και γίνω λεία τού υποσυνειδήτου. Και το τι σημαίνει αυτό, ως ψυχίατρος, μου ήταν γνωστό. Εντούτοις, έπρεπε να τολμήσω να κατισχύσω πάνω σ’ αυτές τις εικόνες. Ένα σημαντικό κίνητρο σ’ αυτή την αναμέτρηση αποτελούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να περιμένω από τους ασθενείς μου, εκείνο που εγώ ο ίδιος δεν τολμούσα να κάνω» (σε­λ/δες 180-182).
 «Είναι βέβαια, ειρωνεία, ότι εγώ, ως ψυχίατρος, ακολουθούσα στο πείραμα μου κατά πόδας, εκείνο, ας πούμε έτσι, το ψυχικό υλικό, που προσφέρουν τα λιθάρια μιας ψύχωσης, και που τέτοιο βρίσκει κανείς, επίσης, και στο τρελοκομείο...» (σελίδα 192).
 Χαρακτηριστικό για τον Γιούνγκ ως μέντιουμ είναι ότι έμενε σε μια παθητική κατάσταση εν γνώσει του, έθετε την κρίση του λογικού του εκτός λειτουργίας και, ενάντια στο λογικό του και στα συναισθήματα του, υπάκουε στα δαιμόνια παρά την ακαδημαϊκή του παιδεία και τις πολλές γνώσεις του. Ο Γιούνγκ διατύπωνε μάλιστα τα αποκρυφιστικά του οράματα («τις εικόνες της φαντασίας», όπως τα ονόμαζε ή «τις εικόνες») «με το στυλ που από το ίδιο το υποσυνείδητο έλεγε είχε επιλεγεί». Εκτός αυτών, χαρακτηριστικές για τις ενασχολήσεις του με τον αποκρυφισμό ήταν, επίσης, η εσωτερική ένταση («ζούσα πάντοτε σε μια έντονη ένταση») και η ανησυχία («έπρεπε να βιαστώ για τα πιο πέρα...»), καθώς επίσης και ο δαιμονικός εξαναγκασμός, κάτω από τον οποίο βρισκόταν όταν έγραφε. Το κακό είναι ότι ο Γιούνγκ αποδίδει τα αποκρυφιστικά του οράματα, τα όνειρα και τα βιώματα του «υποσυνειδήτου» του  αργότερα του «συλλογικού υποσυνειδήτου» στο βασίλειο του σκότους. Το τι βιώματα έζησε ο Γιούνγκ κατά τα αποφασιστικά εκείνα χρόνια μεταξύ 1912 και 1918, στα οποία εκτός όλων αυτών ήταν επηρεασμένος και τηλεπαθητικά σε ισχυρό βαθμό, όσο και πνευματιστικά, δεν υπήρξε ποτέ μια «αντιπαράθεση με το υποσυνείδητο», αλλά ένας τεράστιας έκτασης αποκρυφισμός.
 Ακόμη καταστρεπτικότερο είναι ότι ο Γιούνγκ, από τις προσωπικές του πνευματιστικές ικανότητες και εμπειρίες, δημιούργησε μια ψυχολογία που «ισχύει για κάθε άνθρωπο». Ακόμη, συνάρτησε το δαιμονικό στοιχείο στην ανθρώπινη ψυχή και με τον τρόπο αυτό τη νομιμοποίησε ψευτο-επιστημονικά. Η σχεδιασμένη Ψυχολογία τού Γιούνγκ δεν έχει καμιά σχέση με την επιστήμη. Εκτός αυτού δεν είναι ποτέ αρνητική στις αξίες, αλλά πάντοτε εξαρτημένη από τον αποκρυφισμό.
 Ως ηλικιωμένος, πλέον, ο Γιούνγκ, κοιτάζοντας πίσω στα χρόνια εκείνα, κατά τα οποία είχε παραδώσει τον εαυτό του συνειδητά, και με τρόπο έντονο, στις εμπνεύσεις τού δαιμονικού κόσμου, γράφει: «Όταν κοιτάζω προς τα πίσω και σκέφτομαι το νόημα των όσων μού συνέβησαν κατά τα χρόνια της εργασίας μου στις εικόνες της φαντασίας, μου φαίνεται σαν να ήρθε επάνω μου ένα μήνυμα με υπερφυσική δύναμη. Υπήρχαν πράγματα στις εικόνες της φαντασίας, που δεν ενδιέφεραν μονάχα εμένα, αλλά και πολλούς άλλους. Με τον τρόπο αυτό έγινε το ξεκίνημα, ότι δεν μου επιτρεπόταν πλέον να ανήκω μονάχα στον εαυτό μου. Από τότε η ζωή μου ανήκε στο γενικό σύνολο... Σήμερα, μπορώ να πω: Ουδέποτε απομακρύνθηκα από τα αρχικά μου βιώματα. Όλες οι εργασίες μου -όλες- οποιεσ­δήποτε πνευματικά πραγματοποίησα, προέρχονται από τις αρχικές εικόνες της φαντασίας και τα αρχικά όνειρα. Άρχισαν το 1912. Από τότε πέρασαν 50 χρόνια. Όλα όσα έκανα στην κατοπινή μου ζωή, βρίσκονται ήδη μέσα σ’ αυτά, έστω κι αν ακόμα αρχικά σε μορφή συγκινήσεων ή εικόνων» (σελίδες 295-296).
 «Κατά την εποχή της ενασχόλησης με τις εικόνες τού υποσυνειδήτου, πήρα την απόφαση, να ξαναγυρίσω στο πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, στο οποίο, για 8 χρόνια (1905-1913), δίδασκα ως υφηγητής. Τα βιώματα και η πείρα με το υποσυνείδητο με παρακώλυσαν διανοητικά σε εξαιρετικό βαθμό... Αφότου τελείωσα το βιβλίο για τις «Μεταβολές και τα Σύμβολα του Λίμπιντο», μου ήταν αδύνατον για 3 χρόνια να διαβάσω, ακόμη κι ένα επιστημονικό βιβλίο... Έτσι, εγκατέλειψα συνειδητά την πανεπιστημιακή μου σταδιοδρομία, επειδή προηγούμενα με το πείραμα μου (στη διαμάχη μου για το υποσυνείδητο) δεν είχα τελειώσει, δεν μπορούσα να εμφανιστώ δημόσια» (σελίδα 197).
 Μόλις το 1933, δηλαδή 20 χρόνια αργότερα, ο Γιούνγκ ανέλαβε εκ νέου την ακαδημαϊκή του δραστηριότητα διδασκαλίας. Για τα αποφασιστικά αυτά χρόνια 1912-1918 έχει ο Γιούνγκ τις ακόλουθες αναμνήσεις: «Τα χρόνια, κατά τα οποία ενασχολούμουν με τις εσωτερικές εικόνες, ήταν η σπουδαιότερη εποχή της ζωής μου, κατά την οποία είχαν αποφασιστεί όλα τα ουσιώδη. Τότε άρχισε, και οι κατοπινές λεπτομέρειες είναι μόνον συμπληρώματα και διευκρινίσεις. Ολόκληρη η κατοπινή μου δραστηριότητα έγκειτο σε τούτο: Να επεξεργαστώ ό,τι κατά τα χρόνια εκείνα είχε ξεπροβάλει από το υποσυνείδητο και με είχε αρχικά πλημμυρίσει. Ήταν το αρχικό υλικό για ένα έργο ζωής» (σελίδα 203).
  Ο Γιούνγκ και οι «δάσκαλοι» του, πνεύματα ως οδηγοί
 Όπως οι ακόλουθοι: Μ. Μπεργκ, ο πνευματικός οδηγός των «Παιδιών τού Θεού», είχε τον δικό του δάσκαλο, τον Ιμπραήμ, ή η Δρ Ε. Κιούμπλερ Ρος, είχε τον δικό της Σαλήμ, ή η Μαντάμ Μπλαβάτσκυ είχε τον δικό της βασιλιά Ιωάννη, είχαν δηλαδή όλοι τους πνεύματα ως «πνευματικούς Γκουρού», έτσι και ο Κάρολος Γκ. Γιούνγκ είχε, ταυτόχρονα, πολλούς τέτοιους δασκάλους. Π.χ. τον Φιλήμονα και τον ΚΑ. Αυτούς τους είχε ονομάσει «φιγούρες της φαντασίας». Και προκειμένου να συλλάβει αυτές τις «εικόνες της φαντασίας» σ’ εκείνα τα χρόνια (1912-1918), ο Γιούνγκ έκανε τις «καθόδους μέσα στο βάθος». Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας καθόδου, μέσα στο κοσμικό βάθος, ο Γιούνγκ συνάντησε τρεις μορφές: Το ζευγάρι, τη Σαλώμη και τον Ηλία, μαζί με τους οποίους ζούσε και ένα μαύρο φίδι, και το οποίο είπε ο Γιούνγκ έδειξε συμπάθεια προς εμένα (σελίδα 185).
Έπειτα, ο Γιούνγκ έκανε μια μακρά συζήτηση μ’ αυτόν τον Ηλία. Στη συνέχεια, είδε και κάτι άλλο ακόμα: «Ύστερα απ’ αυτή την οπτασία εμφανίστηκε μια άλλη μορφή μέσα από το υποσυνείδητο. Είχε αναδυθεί μέσα από τη φιγούρα τού Ηλία. Την ονόμασα Φιλήμονα. Ο Φιλήμονας ήταν ένας ειδωλολάτρης και έφερε μια διάθεση Αιγυπτιο-Ελληνική, με έναν τόνο Γνωστικισμού... Ο Φιλήμονας, και άλλες μορφές της φαντασίας, μου έφεραν την αποφασιστικής σημασίας γνώση ότι, μέσα στην ψυχή υπάρχουν πράγματα, που δεν τα έκανα εγώ, αλλά που γίνονται από μόνα τους και που έχουν τη δική τους ζωή. Ο Φιλήμονας παρουσίασε μια δύναμη, που δεν ήμουν εγώ. Έκανα συζητήσεις μαζί του σε κατάσταση οπτασίας, και έλεγα ο ίδιος πράγματα, που εγώ δεν είχα εν γνώσει μου σκεφθεί... Έτσι, μου έμαθε με τον καιρό την ψυχική αντικειμενικότητα, την πραγματικότητα της ψυχής. Διαμέσου των συζητήσεων με τον Φιλήμονα, μου έγινε ξεκάθαρη η διαφοροποίηση ανάμεσα σε μένα και στο αντικείμενο των σκέψεων μου. Κι εκείνος είχε, να πούμε, εμφανισθεί αντικειμενικά απέναντί μου, και κατάλαβα, ότι μέσα μου είναι κάτι, που μπορεί να εκφράσει πράγματα, που εγώ δεν τα ξέρω, και ούτε είναι δικά μου, πράγματα, που ίσως μάλιστα στρέφονται και εναντίον μου.
Στο ψυχολογικό μέρος, ο Φιλήμονας παρουσίαζε παρατηρήσεις υπέρτερης αξίας.  Ήταν για μένα μια μυστηριώδης μορφή. Ορισμένες φορές μου φαινόταν, ψυχικά, ως σχεδόν πραγματικές. Πήγαινα μαζί του πέρα-δώθε στον κήπο, και μου ήταν ό,τι οι Ινδοί χαρακτηρίζουν ως Γκουρού... Μου μετέδιδε στην πραγματικότητα διαφωτιστικές σκέψεις» (σελίδες 186-187).
 Ύστερα από 15 χρόνια, ο Γιούνγκ δέχεται την επίσκεψη ενός άλλου Ινδού, έναν φίλο τού ηλικιωμένου Γκάντι, ο οποίος τού εξήγησε: «Υπάρχουν και Γκουρού πνεύματα. Οι περισσότεροι έχουν ζωντανούς ανθρώπους ως Γκουρού. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο, κι εκείνοι που έχουν ως δάσκαλο ένα πνεύμα» (σελίδα 188).
 Αυτοί οι άμεσοι «δάσκαλοι πνεύματα» του Γιούνγκ, οι οποίοι του μετέδιδαν «διαφωτιστικές σκέψεις» για την «ανθρώπινη ψυχή», είναι φανερό ότι ήσαν δαιμόνια. Κι αυτό, φυσικά, δεν έχει σε τίποτε να κάνει με την επιστήμη! Η δαιμονική καθοδήγηση και η παροδήγηση/παραπλάνηση είναι αποτελέσματα υψίστου κινδύνου, όταν κάποιος παραδίδε­ται παθητικά σε δαιμονικές εμπνεύσεις. Ο Γιούνγκ, όμως, συνεχίζει τις παρατηρήσεις του: «Αυτή η είδηση ήταν για μένα εξίσου παρηγορητική όσο και διαφωτιστική... Αργότερα, ο Φιλήμονας σχετικοποιήθηκε με την ανάδυση μιας άλλης μορφής, που εγώ χαρακτήρισα ως ΚΑ. Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν σε ισχύ ο "ΚΑ τού βασιλιά", ως η γήινη μορφή εκείνου, ως η μορφή της ψυχής... Η έκφραση του ΚΑ έχει κάτι το δαιμονικό, μπορούσε κάποιος να πει: Μεμφιστοφελικό... Λέει για τον εαυτό του: "Είμαι εκείνος, που βάζει στον τάφο τούς θεούς με χρυσάφι και πολύτιμους λίθους". Ο Φιλήμονας είχε ένα παράλυτο πόδι, ήταν όμως ένα φτερωτό πνεύμα, ενώ ο ΚΑ παρουσίαζε ένα είδος γήινου και μεταλλικού δαιμονίου... Με τον καιρό, μπόρεσα να ενώσω και τις δύο μορφές. Η μελέτη της αλχημείας με βοήθησε σ’ αυτό το σημείο» (σελίδα 188).
 Η τηλεπαθητική επικοινωνία τού Γιούνγκ με μια ασθενή του
 Την ίδια εποχή, καθώς ο Γιούνγκ ασχολείτο με τις δαιμονικές του παρατηρήσεις και υποβολές και έπαιρνε διδασκαλίες από δασκάλους-πνεύματα, βρισκόταν επίσης σε τηλεπαθητική επικοινωνία με μια από τις ασθενείς του, που ήταν «ψυχοπαθής». Ο ίδιος ο Γιούνγκ αφηγείται: «Καθώς εγώ βρισκόμουν μέσα στην καταγραφή των οπτασιών (Phantasien), ρώτησα κάποτε τον εαυτό μου: Αραγε, τι κάνω; Σίγουρα, αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την επιστήμη(!). Επομένως, τι λοιπόν;».
«Τότε, μια φωνή μέσα μου μού είπε: "Αυτό είναι Τέχνη...". Γνώριζα ότι η φωνή αυτή προερχόταν από μια γυναίκα, και τη γνώρισα· ήταν η φωνή μιας ασθενούς, μιας ταλαντούχας ψυχοπαθούς, η οποία είχε επάνω μου ισχυρή επιρροή μεταβίβασης. Είχε γίνει μια ζωντανή μορφή μέσα στον εσωτερικό μου κόσμο. Βέβαια, αυτό που έκανα δεν ήταν επιστήμη (!)...».
 Ύστερα από μια διαμάχη που ο Γιούνγκ εσωτερικά είχε μαζί της, κάτι που, επίσης, δεν είναι τέχνη για εκείνο που ο Γιούνγκ θα έφερνε στην επιφάνεια, εκείνη δεν αντέδρασε πλέον σχετικά με το σημείο αυτό. Ο Γιούνγκ διηγείται στη συνέχεια: «Καθώς δεν επακολούθησε τίποτε, σκέφθηκα ότι η γυναίκα μέσα μου σίγουρα δεν κατείχε κανένα κέντρο ομιλίας, και της πρότεινα να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα μου. Αποδέχθηκε την πρόταση και εξήγησε τη θέση της με μια μακρά ομιλία. Με ενδιέφερε υπερβολικά, το ότι μια γυναίκα από τον δικό μου εσωτερικό κόσμο αναμιγνυόταν μέσα στις σκέψεις μου... Αργότερα είδα ότι, με τη γυναικεία μορφή μέσα μου σχετιζόταν μια πρότυπη ή αρχέτυπη μορφή του ασυνειδήτου τού άνδρα, και τη χαρακτήρισα ως Anima. Την αντίστοιχη μορφή μέσα στο ασυνείδητο της γυναίκας ονόμασα Animus... Έπειτα... κοίταξα τους χαρακτηρισμούς των οπτασιών μου ως επιστολές που απευθύνονταν σ’ αυτή... και έλαβα εκπληκτικές και ασυνήθιστες απαντήσεις. Έβλεπα τον εαυτό μου ως έναν ασθενή σε ανάλυση από ένα θηλυκό πνεύμα!... Εκείνο για το οποίο προπαντός πρόκειται, είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στη συνείδηση και το περιεχόμενο του ασυνειδήτου. Τούτα πρέπει κάποιος, ας πούμε, να τα απομονώσει, κι αυτό συμβαίνει ευκολότατα, καθώς κανείς τα προσωποποιεί, και έπειτα, από τη συνείδηση δημιουργεί μαζί τους μια επικοινωνία. Μονάχα έτσι μπορεί κανείς να τους αφαιρέσει τη δύναμη, την οποία διαφορετικά ασκούν επάνω στη συνείδηση... Στην πραγματικότητα, η ασθενής αυτή, της οποίας η φωνή μίλησε μέσα μου, ασκούσε μια εξαιρετικά μοιραία επιρροή επάνω στους άνδρες. Κατάφερε να πείσει έναν συνάδελφο μου, ότι τάχα είναι ένας παρεξηγημένος καλλιτέχνης. Εκείνος το πίστεψε κι επάνω σ’ αυτό συντρίφτηκε ολοκληρωτικά η ζωή του... Ό,τι εκείνη λέει περιέχει συχνά μια παραπλανητική δύναμη και μια αβυσσαλέα πονηριά... Αλλά, η Anima έχει, επίσης, και μια θετική πλευρά. Είναι αυτή, που τις εικόνες τού ασυνειδήτου τις διοχετεύει στη συνείδηση... Μέσα σε διάστημα δεκαετιών στρεφόμουν πάντοτε προς την Anima, όταν αισθανόμουν ότι η κατάσταση των εξάψεων μου ήταν διαταραγμένη και είχα περιέλθει σε ανησυχία... Τότε μιλούσα με την Anima για τις εικόνες, επειδή έπρεπε όσο γινόταν καλύτερα να με καταλάβει, εξίσου και ένα όνειρο. Σήμερα, δεν χρειάζομαι πλέον τις συζητήσεις με την Anima... Σήμερα, οι ιδέες μου είναι άμεσα γνωστές, επειδή έχω μάθει να δέχομαι και να καταλαβαίνω τα περιεχόμενα του ασυνειδήτου... Μπορώ το νόημα των εικόνων να το διαβάζω άμεσα μέσα από τα όνειρα μου και γι’ αυτό δεν χρειάζομαι πλέον καμιά μεσίτρια» (σελίδες 188-191).
 Για τον Γιούνγκ, λοιπόν, η «Anima», ήταν μεσίτρια και εξηγήτρια δαιμονικών παρατηρήσεων! Κι αυτό, επίσης, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την επιστήμη! Από τον κλάδο της Συμβουλευτικής είναι γνωστό ότι, γυναικείες φωνές από δαιμονισμένους ανθρώπους, καθώς και ανδρικές φωνές από δαιμονισμένες γυναίκες, μπορούν και μιλούν. Είναι, θα το ξαναπούμε, καταστρεπτικό, ότι ο Γιούνγκ προσκολλάται σε ένα τέτοιο φαινόμενο δαιμονικής κατάληψης, το αποκαλούμενο Συλλογική Συνείδηση όλων των ανθρώπων. Μέσω της δαιμονικά εμπνευσμένης κατασκευής των αρχετύπων Anima και Animus προσπαθεί, ψευδο-επιστημονικά, το φαινόμενο της διαμεσότητας (των μέντιουμ) να το ομαλοποιήσει, να το νομιμοποιήσει και βαθμιαία να το προσεγγίσει. Για έναν πιστό Χριστιανό, τον τελευταίο λόγο δεν έχει ο Γιούνγκ με την «Ψυχολογία» του, αλλά η Βίβλος.
 Ο Λόγος τού Θεού, η Αγία Γραφή, είναι το μόνο μέσον, με το οποίο μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το δαιμονικό στοιχείο και το στοιχείο της διαμεσότητας (τα μέντιουμ), από το ένα μέρος, κι από το άλλο μέρος τη δημιουργημένη, αλλά ξεπεσμένη, ανθρώπινη φύση! Εκείνο που ανήκει στη δαιμονολογία, δεν μπορεί ο (αμαρτωλός) άνθρωπος με κανέναν τρόπο να το μεταμορφώσει, για να λειτουργεί ως κάτι που ανήκει στην Ψυχολογία! Σε σχέση μ’ αυτό, πρέπει να αναφερθεί ακόμα ότι ο Γιούνγκ το 1918 διέκοψε τις σχέσεις του με την ασθενή του. 
 Οι δαιμονικές εμπνεύσεις του Γιούνγκ
 Αν η διδακτορική εργασία τού Γιούνγκ (1902) ήταν κατά κάποιον τρόπο το αποτέλεσμα περισσότερο της επεξεργασίας των σκέψεων των πνευματιστικών του βιωμάτων κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων, το σύγγραμμα του, όμως, το «Σχήμα Τάξης και η Ερμηνεία των Γενικών Περιεχομένων τού Υποσυνειδήτου» το οφείλουμε στις συνομιλίες τού Γιούνγκ με «νεκρούς» (1916). Οι συνομιλίες αυτές βασίζονται σε πνευματιστικές (δαιμονικές) εμπνεύσεις. Ακούμε ξανά τον Γιούνγκ να λέει γύρω από το θέμα αυτό:  «Με εντελώς αργό τρόπο γινόταν μέσα μου μια μεταβολή. Κατά το 1916 αισθάνθηκα μια ώθηση προς διαμόρφωση: Αναγκάστηκα, δηλαδή, από μέσα μου, αυτό να το διαμορφώσω και να το εκφράσω, αυτό που θα μπορούσε να είχε λεχθεί κατά κάποιον τρόπο από τον Φιλήμονα. Έτσι, πραγματοποιήθηκαν οι «Septem Sermones ad Mortuos» («Οι Επτά Λόγοι προς τους Νεκρούς».). Άρχιζε ως εξής: Υπήρχε μια ανησυχία μέσα μου... Ήταν μια ατμόσφαιρα ολόγυρα μου, παράξενα φορτισμένη, και είχα την αίσθηση, σαν ο αέρας να είχε γεμίσει από δαιμονικά όντα. Έπειτα, ξεκίνησε με το να γεμίζει το σπίτι από αόρατα πνεύματα... Ο αέρας ήταν παχύς σας λέω! Τότε, ήξερα ότι: Τώρα πρέπει κάτι να συμβεί. Ολόκληρο το σπίτι είχε γεμίσει σαν από ένα πλήθος λαού, πυκνογεμάτο από πνεύματα... Βέβαια, άναψε μέσα μου το ερώτημα: "Τι να είναι, λοιπόν, αυτό;". Τότε, όλα μαζί φώναζαν δυνατά, σαν από μια χορωδία: "Ερχόμαστε πίσω από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν βρήκαμε εκείνο που ζητούσαμε". Έπειτα, άρχισε αυτό να ξεχύνεται μέσα από μένα και μέσα σε 3 βραδιές είχε γραφτεί το θέμα. Η εμφάνιση των πνευμάτων τελείωσε... Μέχρι την επόμενη βραδιά, κατά την οποία είχε και πάλι κάτι συγκεντρωθεί, και έπειτα συνεχίστηκε το ίδιο από την αρχή. Αυτό έλαβε χώρα το 1916... Τότε, και έκτοτε, οι νεκροί γίνονταν απέναντί μου όλο και πιο σαφείς, ως φωνές τού Αναπάντητου, του άλυτου και του Αλύτρωτου· επειδή, τα ερωτήματα και οι απαιτήσεις, στα οποία, από τη μοίρα, έπρεπε εγώ να δώσω τις απαντήσεις, δεν έρχονταν προς εμένα απέξω, αλλά έρχονταν ακριβώς από τον εσωτερικό μου κόσμο. Έτσι σχηματίστηκαν οι συνομιλίες με τους νεκρούς, οι «Septem Sermones», ένα είδος προαγγέλματος των όσων είχα αργότερα να ανακοινώσω προς τον κόσμο σχετικά με το Ασυνείδητο: Ένα είδος Σχήματος Τάξης και Ερμηνείας των Γενικών Περιεχομένων του Ασυνειδήτου» (σελίδες 193-195).
 Είναι πάρα πολύ σημαντικό, να δοθεί επιτέλους κάποτε η εξήγηση, από ποιες πηγές, στ’ αλήθεια, προέρχονται τα έργα τού Γιούνγκ, όπως «Το Συλλογικό Ασυνείδητο», ένα από τα κύρια Μέρη της «Ψυχολογίας» του: Εφόσον η ιδέα ενός Συλλογικού Ασυνειδήτου προήλθε σ’ αυτόν από ένα (αποκρυφιστικό) όνειρο, επομένως το περιεχόμενο του είναι διαποτισμένο, αναγκαστικά, από τον δαιμονικό κόσμο.
 Οι εμπνεύσεις τού Γιούνγκ μέσω πολλών αποκρυφιστικών ονείρων
 Από τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο Γιούνγκ είχε αυτά τα αποκρυφιστικό όνειρα. Τον απασχολούσαν και τον επηρέαζαν. Το πρώτο όνειρο, που ο Γιούνγκ θυμόταν, ήταν το όνειρο που είχε ως περιεχόμενο του: «Τη Μύηση στο Βασίλειο του Σκότους». Αυτό το όνειρο το έζησε έντονα, όπως έχουμε ήδη προαναφέρει στην αρχή αυτής της μελέτης μας, όταν ο Γιούνγκ ήταν ηλικίας 3 έως 4 χρόνων.
 Κατά τα χρόνια 1912-1928, τα όνειρα και οι οράσεις έγιναν για τον Γιούνγκ το σημαντικότερο υλικό για τη δική του «ΑυτοΑνάλυση», με την οποία άρχισε όταν έγινε 37 χρόνων. Υπήρξε γι’ αυτόν η αναφερόμενη ως αντιπαράσταση με το δικό του Ασυνείδητο. Βρέθηκε την εποχή εκείνη σε μια πολύ σοβαρή κρίση. Έχουμε ήδη περιγράψει, με ποιον τρόπο, από μόνος του, ο ίδιος ο Γιούνγκ δίνει μαρτυρία για όλα αυτά. Ότι, δηλαδή, όλα όσα πέτυχε στον πνευματικό χώρο, προέρχονται απ’ αυτές τις «αρχικές παραστάσεις» δηλαδή, τα «αρχικά όνειρα» που είχε. (Δες σελίδα 196).
 Ένα όνειρο που είχε δει ο Γιούνγκ το 1909 τον οδήγησε για πρώτη φορά στην ιδέα μιας «Συλλογικής-Apriori» ανθρώπινης ψυχής. Αυτό το όνειρο συνέβαλε στο να γράψει το βιβλίο του «Μεταβολές και Σύμβολα του Λίμπιντο» (1912). Διάφορα άλλα αποκρυφιστικά όνειρα, με τα ίδια κίνητρα, αποτέλεσαν για τον Γιούνγκ το προστάδιο της ανακάλυψης της Αλχημείας και της απασχόλησης του μ’ αυτή σε βαθμό έντονο. Το αποφασιστικής σημασίας όνειρο, όμως, ήρθε κατόπιν, γύρω στο 1926. Η Αλχημεία, έπειτα από το όνειρο αυτό, έγινε η «ιστορική βάση» της Αναλυτικής Ψυχολογίας του Κάρολου Γκ. Γιούνγκ, την οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει ως την «Αλχημιστική Ψυχολογία». Πάνω σε όλα αυτά, ο Γιούνγκ λέει, ανάμεσα σε άλλα, και τα ακόλουθα: «Πολύ γρήγορα είδα ότι η Αναλυτική Ψυχολογία συμφωνεί απόλυτα με την Αλχημεία. Τα βιώματα των Αλχημιστών ήσαν και δικά μου βιώματα, και ο δικός τους κόσμος ήταν κατά κάποιον τρόπο και ο δικός μου κόσμος. Αυτό, βέβαια, ήταν για μένα μια ιδεώδης ανακάλυψη, επειδή είχα βρει έτσι το ιστορικό αντικείμενο της δικής μου Ψυχολογίας τού Ασυνειδήτου. Έπαιρνε τώρα πλέον ένα ιστορικό έδαφος... Στις ενασχολήσεις μου με την Αλχημεία βλέπω τη σχέση μου με τον Γκαίτε...» (σελίδα 209).
 «Ήταν η ενασχόληση μου με τον Παράκελσο, που με προέτρεψε τελικά, να παρουσιάσω την ουσία της Αλχημείας, και μάλιστα στη σχέση της με τη Θρησκεία και την Ψυχολογία... Αυτή την παρουσίαση την έκανα στο έργο μου Ψυχολογία και Αλχημεία» 1944). Με τούτο έφτασα επάνω στο έδαφος, που βασίζονταν τα δικά μου βιώματα κατά τα χρόνια 1913-1917. Έπειτα, η διαδικασία την οποία τότε ακολούθησα αντιστοιχούσε με την αλχημιστική διαδικασία της μεταβολής, για την οποία γίνεται λόγος στο έργο μου Ψυχολογία και Αλχημεία» (σελίδα 213).
 Έχουμε ήδη αναφέρει, με ποιον τρόπο, εκείνη την εποχή της έντονης ενασχόλησης του με την Αλχημεία, ο Γιούνγκ είχε μια «αλχημιστική όραση για τον Χριστό» (1939). Ο ίδιος γράφει στη συνέχεια: «Επειδή, αυτό ήταν ο σκοπός μου, να δείξω σε όλο το μέγεθος, μέχρι ποίου σημείου η Ψυχολογία μου αποτελεί μια αντιστοιχία προς την Αλχημεία  ή και αντίστροφα  με ενδιέφερε, παράλληλα με τα θρησκευτικά ερωτήματα, να αναζητήσω και τα ειδικά προβλήματα της ψυχοθεραπείας στο αλχημιστικό έργο. Το κεντρικό ερώτημα, το κύριο πρόβλημα της ιατρικής ψυχοθεραπείας, είναι η μεταβίβαση... Επίσης, εδώ μπόρεσα να αποδείξω μια αντιστοιχία μέσα στον χώρο της Αλχημείας, δηλαδή μια αντιστοιχία στην παρουσίαση του conjunctio (της ένωσης)... Πόσο γρήγορα όλα τα προβλήματα, που με απασχολούσαν, τόσο ανθρώπινα όσο και επιστημονικά, συνοδεύονταν από όνειρα ή και προλαμβάνονταν, έτσι κι εκείνο της μεταβίβασης» (σελίδα 216).
  Ήδη, στον πρόλογο του, ο Γιούνγκ λέει: «Κατά βάθος, άξια διήγησης για μένα είναι μονάχα τα συμβάντα της ζωής μου, στα οποία ο αιώνιος κόσμος μπήκε μέσα στον εφήμερο. Πάνω σ’ αυτό μιλάω κυρίως για τα εσωτερικά βιώματα. Σ’ αυτά ανήκουν τα όνειρα μου και οι παραστάσεις της φαντασίας. Δημιουργούν, ταυτόχρονα, το αρχαίο υλικό της επιστημονικής μου εργασίας. Ήταν σαν ένα ρευστό φλεγόμενο πέτρωμα από βασάλτη, μέσα από το οποίο η πέτρα που ήταν για επεξεργασία έπαιρνε τη μορφή τού κρυστάλλου» (σελίδα 11). Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί η μυστική τέχνη των εναλλαγών της Αλχημείας να αποτελεί την «ιστορική βάση» της Ψυχολογίας τού Γιούνγκ. Όλο αυτό, όμως, φανερώνει την κοινή αποκρυφιστική πηγή προέλευσης. Τα αποκρυφιστικά όνειρα του Γιούνγκ, οι παρατηρήσεις του και οι εμπειρίες του είναι φανερώσεις τού δαιμονικού κόσμου. Δεν ανήκουν, και γι’ αυτό μπορούμε να ευχαριστούμε τον Θεό, στον αιώνιο κόσμο.
 Ο Παράκελσος, δηλαδή, ο Θεόφραστος φον Χόενχάιμ (Theophrastus von Hohenheim, 1493-1541), όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν γιατρός φυσικής ιατρικής. Μυήθηκε στον αποκρυφισμό από τον Ηγούμενο Johann Trittheim, που ήταν Καββαλιστής και Πνευματιστής. Πέρα απ’ αυτά, ήταν μάντης (αστρολόγος· διάβαζε τις γραμμές της παλάμης και διέβλεπε το μέλλον μέσα από κρύσταλλα) και μπορούσε, όσο κανένας άλλος, να αναμίξει την επιστήμη με τη μαγεία. Ο Παράκελσος, ανάμεσα σε άλλα, ασκούσε αποκρυφιστικές μεταβιβάσεις μιας αρρώστιας επάνω σε ένα ζώο ή επάνω σε ένα φυτό, και το φαινόμενο αυτό το ονόμαζε «θεραπεία συμπάθειας». Με τον Παράκελσο, για τον οποίο ο Γιούνγκ είχε μεγάλη εκτίμηση, είχε αναζητήσει έναν κακό σύμβουλο και οδηγό.
 Οι οράσεις τού Γιούνγκ και τα Εξω-Σωματικά του βιώματα
 Στις αρχές του 1944, ο Γιούνγκ έσπασε το πόδι του, ταυτόχρονα δε υπέστη και ένα καρδιακό έμφραγμα. Η ζωή του διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο. Μετά τα περιστατικά αυτά, έκανε περιγραφές για τις οράσεις του και για τις «Εξω-Σωματικές του Εμπειρίες» (ΕΣΕ), τις οποίες έζησε και πειραματίστηκε, και τις οποίες καταγράφει στο κεφάλαιο «Οράσεις». «Σε κατάσταση αναισθησίας έζησα μέσα σε παραληρήματα και οράσεις... Βρισκόμουν στο απώτατο όριο, και δεν γνωρίζω αν βρισκόμουν σε κατάσταση ονείρου ή έκστασης. Εν πάση περιπτώσει, άρχισαν να συμβαίνουν εξαιρετικώς εντυπωσιακά για μένα πράγματα...» (σελίδα 293).
 «Στην πραγματικότητα διήρκεσαν 3 εβδομάδες, μέχρις ότου μπόρεσα να αποφασίσω, να ζήσω ξανά... Κατά τις εβδομάδες αυτές ζούσα μέσα σε ένα παράξενο ρυθμό. Κατά την ημέρα ήμουν συνήθως καταπιεσμένος. Ένιωθα ταλαίπωρος και αδύνατος, και δεν τολμούσα καν να κινηθώ... Προς το βράδυ αποκοιμόμουν, και ο ύπνος μου διαρκούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Τότε, ερχόμουν στον εαυτό μου, και ήμουν μία ώρα ξύπνιος, αλλά σε μια εντελώς μεταλλαγμένη κατάσταση. Βρισκόμουν σαν μέσα σε μια έκσταση ή σε μια κατάσταση πολύ μεγάλης ευφορίας. Αισθανόμουν σαν να ήμουν αιωρούμενος μέσα στον χώρο, ωσάν να βρισκόμουν κρυμμένος μέσα στην αγκαλιά τού σύμπαντος μέσα σε ένα τρομερά μεγάλο κενό, αλλά πλημμυρισμένος με κάθε δυνατό αίσθημα ευτυχίας. Αυτή είναι η αιώνια μακαριότητα, που κανένας δεν μπορεί να περιγράψει· ήταν πολύ, υπέρ το δέον θαυμαστή...» (σελί­δες 296-297).
 Ο Γιούνγκ ένιωσε μέσα στον «κήπο των ροδιών» και πειραματίστηκε εκεί μια τελετή γάμου. Αυτό περιγράφεται λεπτομερέστερα σε ένα φυλλάδιο καββαλιστικού περιεχομένου. Μια άλλη καββαλιστική, μυστικιστική πλευρά τελετής γάμου, μετατράπηκε σε «γάμον τού Αρνίου, με την Ιερουσαλήμ στολισμένη γιορτινά... Εγώ ο ίδιος ήμουν ο γάμος τού Αρνίου». Κι αυτή η όραση, επίσης, εξαφανίστηκε και ο Γιούνγκ πειραματίστηκε τον «Ιερό Γάμο» τού πατέρα των πάντων, του Δία με την Ήρα, όπως αυτός περιγράφεται στην Ιλιάδα του Ομήρου».
 Θα πει ακόμα: «Όλα αυτά τα βιώματα ήσαν υπέροχα..., κι εγώ ήμουν τη μια νύχτα ύστερα από την άλλη βουτηγμένος μέσα σε μια πέρα για πέρα καθαρή μακαριότητα... Κατά το μέτρο που πλησίαζα έπειτα ξανά τη ζωή, σχεδόν 3 εβδομάδες μετά την πρώτη όραση, οι οραματικές καταστάσεις σταμάτησαν... Τότε, κατάλαβα γιατί μιλούν για την πλημμυρίζουσα "οσμή" του Αγίου Πνεύματος. Αυτό ήταν. Υπήρχε μέσα στον χώρο ένα πνεύμα μιας ανείπωτης δόξας, του οποίου η εξήγηση ήταν το μυστήριο της ένωσης. Ποτέ δεν θα σκεφτόμουν, ότι μπορούσε κάποιος να πειραματιστεί κάτι τέτοιο, ότι μια συνεχής μακαριότητα είναι γενικά δυνατή. Οι οράσεις και τα βιώματα ήσαν καθ’ ολοκληρίαν πραγματικά. Τίποτε δεν ήταν πλαστό, αλλά όλα ήσαν μιας απόλυτης αντικειμενικότη­τας... Όλα, όσα συμβαίνουν μέσα στον χρόνο, ήσαν εκεί με μια αντικειμενική ολότητα συγκεντρωμένα... Το μόνο, που μπορούσε να συλλάβει το συναίσθημα, θα ήταν μια εναλλασσόμενη από χρώματα ολότητα... Η αντικειμενικότητα, την οποία εγώ πειραματίστηκα σ’ αυτό το όνειρο (στο οποίο ο Γιούνγκ είδε την αποθανούσα σύζυγο του) και σ’ αυτές τις οράσεις, ανήκει στην τελείωση της ατομικοποίησης. Σημαίνει μια απελευθέρωση από αξίες, και από εκείνο, που εμείς χαρακτηρίζουμε ως συναισθηματικό σύνδεσμο.... Η αντικειμενική γνώση βρίσκεται πίσω από τη συναισθηματική συσχέτιση. Φαίνεται να είναι το κεντρικό μυστικό. Μόνον διαμέσου αυτής είναι δυνατή μια πραγματική ένωση» (σελίδες 297-300).
 Η πηγή εκείνων των Εξω-Σωματικών Εμπειριών και ορά­σεων, του ύψιστου δυνατού συναισθήματος της αιώνιας μα­καριότητας είναι στον Γιούνγκ ξεκάθαρα και πέρα από κάθε αμφιβολία αποκρυφιστική.  Παράλληλες εξιστορήσεις βρίσκονται στα «βιώματα ευτυχίας» των εξαρτώμενων από ναρκωτικά, επίσης και στους πνευματιστές, αλλά και ανάμεσα σ’ εκείνους που κάνουν ασκήσεις αποκρυφιστικές με την Υπερβατική Αυτοσυγκέντρωση. Πέρα απ’ αυτά, υπάρχουν αναλογίες με τους αποκρυφιστές Γιόγκι, κι εκείνους που ασχολούνται με τη μετενσάρκωση. Αυτά περιγράφονται στο Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών. Το ίδιο ισχύει και με τους φαινομενικά νεκρούς, όπως περιγράφονται στα βιβλία των τριών συγγραφέων Ε. Kuebler-Ross, R. Monroe και R. Moody.
 Πριν τελειώσουμε, όμως, πρέπει να τονίσουμε ότι η διακήρυξη του Γιούνγκ σχετικά με τον εαυτό του, αποτελεί καθαρή βλασφημία ενάντια στον Θεό. Ο Γιούνγκ, όπως είδαμε, διακήρυξε: «Εγώ ήμουν ο γάμος τού Αρνίου». Πολλά από τα συγγράμματα του Γιούνγκ προέκυψαν μετά από την πιο πάνω περιγραφόμενη ασθένεια του, κατά την οποία είχε αποκρυφιστικά βιώματα και οράσεις. Αλλ’ επίσης, από τη γνωστή ήδη «Σύγκρουση με το Ασυνείδητο» προήλθαν «σημαντικά» συγγράμματά του, όπως π.χ. το γνωστό βιβλίο του «Ψυχολογικοί Τύποι» (Ί921).
 

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ - Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΔΡ ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΙΟΥΝΓΚ (1875-1961) – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΓΑΜΟΣ [σ.σ:ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ]
 
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ   www.egolpion.com
17  ΙΟΥΝΙΟΥ  2011


Read more: http://www.egolpion.com/jung_apocrifismos.el.aspx#ixzz2lNvKUYUs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου