Ο άνθρωπος, το μόνο λογικό ον
της αισθητής κτίσεως, μέσα στην ωραιότητα και την αρμονία του
παραδείσου, υμνούσε, ευχαριστούσε και δοξολογούσε τον Θεό, μιμούμενος
τους Αγγέλους. Ο προφήτης Ησαΐας, που είδε σε όραμά του τα Σεραφείμ να
ψάλλουν αντιφωνικά και ασίγητα δοξολογικούς και ευχαριστιακούς ύμνους,
γράφει: «Και εγένετο του ενιαυτού, ού απέθανεν Οζίας ο Βασιλεύς, είδον
τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου και πλήρης ο οίκος
της δόξης αυτού. Και Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού… και εκέκραγεν
έτερος προς τον έτερον και έλεγον· “Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ,
πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού”».
Την ευχαριστιακή και δοξολογική αυτή
αρμονία, στην οποία μετείχε και ολόκληρη η δημιουργία, επιβουλεύθηκε ο
Εωσφόρος. Θέλησε να σφετεριστεί την δόξα του Θεού δημιουργού και να
δοξολογείται ο ίδιος ως δημιουργός. Και όταν κατόρθωσε να παρασύρει τον
άνθρωπο και να τον απομακρύνει από την κοινωνία του με τον Θεό, έφερε
στον κόσμο την σύγχυση και την δυσαρμονία.
Παρά
ταύτα ο άνθρωπος δεν έπαυσε να έχει τον πόθο για το κάλλος και την
αρμονία μέσα του. Και αισθανόταν πάντοτε την ανάγκη να εκφράζει τον πόθο
του αυτόν αναφερόμενος στην πηγή του κάλλους και της αρμονίας, τον Θεό.
Γι’ αυτό βλέπουμε ότι η τάση αυτή υπάρχει σε όλους τους λαούς όλων των
εποχών. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει· «η μεν ουν του δοξάζειν τον Θεόν
επιθυμία, πάσι τοις λογικοίς κατά φύσιν, ενέσπαρται». Και την αποτύπωση
της τάσεως αυτής την διαπιστώνουμε στις διάφορες τέχνες που καλλιεργεί ο
άνθρωπος.
Οι τέχνες γενικότερα, αλλά ειδικότερα η
ποίηση και η μουσική, χρησιμοποιήθηκαν πολύ νωρίς από τους ανθρώπους, ως
εκφραστικά μέσα για την αναφορά τους στον Θεό. Σε όσους γνωρίζουν τον
αληθινό Δημιουργό, αυτό το ίδιο το Άγιον Πνεύμα οδηγεί την καρδιά και τα
χείλη τους στην υμνωδία Του, διά μέσου του φωτισμού της διανοίας και
της αποκαλυπτικής Του δυνάμεως. Όσοι όμως δεν προσέγγισαν την αλήθεια ως
αποκάλυψη ανέπτυξαν διαφόρους τρόπους μουσικής τέχνης, είτε προς
ανθρώπινη τέρψη και ηδονή, είτε ως λατρευτική μουσική προς διάφορες
θεότητες, που αποτελεί κακέκτυπη ανάμνηση της ευχαριστιακής και
δοξολογικής υμνωδίας των πρωτοπλάστων στον παράδεισο.
Η πρώτη αποκαλυπτική και προφητική συνάμα
πράξη ψαλμωδίας που εμφανίζεται στην ιστορία του «περιουσίου» λαού του
Θεού αναφέρεται στην Έξοδο, όταν κατά την διάβαση της Ερυθράς Θαλάσσης
οι μεν Ισραηλίτες σώθηκαν διασχίζοντας θαυματουργικά την θάλασσα, οι δε
Αιγύπτιοι καταποντίστηκαν. Τότε «εφοβήθη… ο λαός τον Κύριον και
επίστευσαν τω Θεώ και Μωυσή τω θεράποντι αυτού…» και «ήσε Μωυσής και οι
υιοί Ισραήλ την ωδήν ταύτην τω Θεώ…». Και αντιστοίχως η Μαριάμ
δημιούργησε δεύτερο χορό από γυναίκες και έψαλλαν την ωδή «άσωμεν τω
Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται, ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν…»
και τα λοιπά της ωδής.
Η ψαλμωδία καθιερώθηκε εξαρχής ως τέχνη,
με την οποία εκφράζονται η δέηση, η ευχαριστία και η δοξολογία του
ανθρώπου προς τον Θεό. Στην συνέχεια η ψαλμωδία χρησιμοποιήθηκε και για
την διαπαιδαγώγηση του λαού. Έτσι ο ίδιος ο Θεός στο Δευτερονόμιο δίνει
εντολή στον Μωυσή να παρουσιάσει ως ωδή, ότι ο λαός θα «εκπορνεύση οπίσω
θεών αλλοτρίων» και ότι θα εγκαταλείψουν και θα «διασκεδάσουν» την
διαθήκη Του. Έπρεπε λοιπόν ο Μωυσής να γράψει ως ωδή τους προφητικούς
λόγους του Θεού, προκειμένου να καταστεί «η ωδή αύτη κατά πρόσωπον
μαρτυρούσα εν υιοίς Ισραήλ».
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει
σχετικά με αυτό το γεγονός, ότι «ωδήν και άσμα την ενθύμησιν των
αμαρτιών τους εποίησεν, ίνα από τον πόθον και ηδονήν της μελωδίας
ελκόμενοι, παρακινώνται να λέγουν συνεχώς την ωδήν και ακολούθως μαζί με
την ωδήν, να ενθυμώνται συνεχώς και τα αμαρτήματά των και να έχωσι
παντοτεινήν μεν διδασκαλίαν της αρετής, ενθύμησιν δε συνεχή των αμαρτιών
τους».
Στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλύπτεται κατ’
αρχάς στην εκπεσμένη ανθρωπότητα ο Θεός και ευλογεί την ψαλμωδία με
προσωπική Του προσταγή. Έτσι για πρώτη φορά η ανθρωπότητα κατανοεί την
μοναδική σχέση ψαλμωδίας και θείας αποκαλύψεως.
Οι ωδές, οι ψαλμοί, οι ύμνοι υπάρχουν ως
είδη της ψαλμωδίας όπως αποκαλύπτεται στην Παλαιά Διαθήκη. Οι ωδές κατά
τον Μ. Βασίλειο περιέχουν «όσα θεωρίας έχεται υψηλής και θεολογίας, και
εψάλλοντο “διά φωνής εμμελούς”». Οι ψαλμοί εισήχθησαν από τον Δαβίδ και
μάλιστα ψάλλονταν με διάφορα μουσικά όργανα. Είναι αναμφίβολο ότι οι
ψαλμοί αποτελούν ανυπέρβλητες υμνολογικές και ποιητικές δημιουργίες και
διαφέρουν από τις ωδές μόνο ως προς την χρήση των οργάνων. Μεταξύ των
ωδών και των ψαλμών υπήρχαν οι ύμνοι. Αυτοί ήταν περιγραφικοί και
αινετήριοι ψαλμοί με δογματικό χαρακτήρα και θεοκεντρική αναφορά και
ψάλλονταν κυρίως φωνητικά.
Έτσι αρχίζουν οι άνθρωποι από τους
ψαλμούς του Δαβίδ να μαθαίνουν ότι η εξύμνηση του ονόματος του Θεού
είναι καθήκον «καλόν», ο αίνος και η εξομολόγηση είναι έργον «αγαθόν».
Με την ψαλμωδία διακηρύσσεται ότι ο Κύριος είναι «αγαθός» και «χρηστός».
Με την υμνωδία εξαγγέλονται «πάντα τα θαυμάσια» και τα «ελέη» του Θεού:
«Ψάλατε τω ονόματι αυτού, ότι καλόν». Άινείτε τον Κύριον, ότι αγαθόν
ψαλμός». «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι αγαθός». «Άσατε αυτώ και ψάλατε
αυτώ». «Άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντί με».
Αυτές είναι προτροπές του Αγίου Πνεύματος
διά στόματος των προφητών και φανερώνεται ότι τον Θεόν δεν υμνούν μόνον
οι άγγελοι και «πάσαι αι δυνάμεις αυτού», αλλά και οι «δούλοι» και οι
«πένητες», οι «όσιοι και δίκαιοι», οι «εστώτες εν οίκω Κυρίου, εν αυλαίς
οίκου Θεού», «τα έθνη», «πάσα η γη και πάντα τα έργα Κυρίου», «πάσα
πνοή και πάσα κτίσις». Ολόκληρος ο άνθρωπος και ολόκληρη η δημιουργία.
«Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα
τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού», «πληρωθήτω το στόμα μου αινέσεώς
σου Κύριε». Το Πνεύμα του Θεού ενέπνεε την διά φωνής υμνωδία του Θεού,
ενώ η οργανική ψαλμωδία «εν ήχω σάλπιγγος», «εν ψαλτηρίω και κιθάρα»,
«εν κυμβάλοις ευήχοις» προσφερόταν προς τον Θεό «συνετώς» και «καλώς» με
όργανα μεν, αλλά με ευπρέπεια και όχι άσεμνα και άπρεπα, όπως συνέβαινε
στον τότε ειδωλολατρικό κόσμο.
Την πρόσληψη των ειδωλολατρικών δανείων
ανέχθηκε ο Θεός προκειμένου να αποσπάσει σιγά-σιγά από την κακή συνήθεια
τους λαούς και να τους οδηγήσει σε υψηλότερη φιλοσοφία, λέγει ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ο δη και επί των μάγων εποίησε δι’ όψεως άστρου
καλέσαι αυτούς ανασχόμενος, ίνα λοιπόν υψηλοτέρους εργάσηται». Αυτό που ο
Θεός θέλει διά της ψαλμωδίας είναι η πνευματική μας ανόρθωση και η
ένθεος βιοτή, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Τα όργανα στην
ψαλμωδία κατά την Παλαιά Διαθήκη επιτράπησαν από τον Θεό εξαιτίας του
νηπιώδους φρονήματος των Ιουδαίων, «το παχύ και φιλόσαρκον και προς την
ύλην επιρρεπές», όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Ο όρος ψαλμωδία, που προέρχεται από την
σύνδεση των λέξεων «ψαλμός» και «ωδή», ήταν άγνωστος στην Παλαιά
Διαθήκη. Ο όρος αυτός συναντάται κατ’ αρχάς στην χριστιανική γραμματεία
στα τέλη του 2ου και τις αρχές του 3ου αιώνα, και επικράτησε από τον
τέταρτο αιώνα.
Οι αναχωρητές μοναχοί και ασκητές των
πρώτων χριστιανικών χρόνων εξέφραζαν με τον καλύτερο τρόπο το
περιεχόμενο του όρου αυτού με την αναφορά τους στον Θεό, διότι η ζωή
τους ήταν διαρκής προσευχή και ψαλμωδία.
Με ποιόν όμως τρόπο μπορεί ο αδύνατος
άνθρωπος να υμνήσει, να λατρεύσει αληθινά τον Θεό; Οι άγιοι Πατέρες
γνωρίζουν ότι η ταπείνωση ελευθερώνει τον άνθρωπο, διότι είναι επίγνωση
της αληθείας, καθώς λέγει η Γραφή, «γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια
ελευθερώσει υμάς». «Ουδείς υμνήσαι τον Θεόν, ουδέ τα του Θεού, εάν μη
πληρωθή παρ᾿ αυτού σοφίας και αινέσεως», λέγει ο Ησύχιος Ιεροσολύμων.
Οι Πατέρες τονίζουν ότι ο άνθρωπος που
αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού μπορεί πραγματικά να
καθαρίζει διά της υμνωδίας και προσευχής την καρδιά του από τα ακάθαρτα
πάθη και να γίνεται δεκτικός θείας Χάριτος. Ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος, υπογραμμίζοντας την μεγάλη σπουδαιότητα της ψαλμωδίας για
την ηθική ζωή των πιστών, λέγει: «Ουδέν δε ούτως επιδιδόναι ποιεί εις
αρετήν ως το συνεχώς ομιλείν Θεώ και διηνεκώς ευχαριστείν και ψάλλειν τω
Θεώ».
Είναι σε όλους γνωστό ότι τα τρία κύρια
πάθη, που γεννούν όλα τα άλλα, είναι η υπερηφάνεια, η φιλαυτία και η
πλεονεξία. Αυτά, όταν κατοικούν στην ψυχή του ανθρώπου, την σκοτίζουν
και η θεία Χάρις δεν έχει την δυνατότητα να λειτουργήσει εντός του. Έτσι
η αμαρτία, κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, «πέφυκε την γλώσσαν δεσμείν,
εμφράττειν το στόμα, άγχειν και σιωπάν αναγκάζειν». Η προς Θεόν υμνωδία
αποτελεί «εκ Θεού λήψιν και προς Θεόν δόσιν».
Στην υμνολογία της Εκκλησίας διαβάζομε,
«άνοιξόν μου το στόμα, το νοερόν της καρδίας και τα χείλη τα ένυλα προς
αίνεσίν σου τρίφωτε… άδειν σοι ωδήν, φωτουργέ χαριστήριον». «Διέγειρόν
με Κύριε προς την σην υμνωδίαν». Ο Δημιουργός του κόσμου έχει μέσα Του
όλα τα στοιχεία της αρμονίας και της τάξεως, που αντικατοπτρίζονται και
στα έργα Του. Να τι αναφέρει ο σύγχρονός μας Γέροντας Πορφύριος. «Μες
στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχει αρμονία. Στην αρχέγονη ψυχική μας
κατάσταση υπήρχε αυτή η αρμονία, γι᾿ αυτό και ορισμένοι άνθρωποι που
λέμε ότι έχουν χάρισμα, συμβαίνει διότι είναι απλοί και βγαίνει το
αρχέγονον. Είμασταν στην αρμονία, τώρα έχομε πέσει στην δυσαρμονία και
ευχαριστιόμαστε σ᾿ αυτήν. Είδατε κάτι τεντζερέδες που παίζουν οι
άνθρωποι σήμερα; Προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποια αρμονία… Η βυζαντινή
μουσική είναι πάρα πολύ εύκολη, όταν την ερωτευθεί η ψυχή. Είναι τόση η
ωφέλεια της αρμονίας στην ψυχή! Η μουσική αγιάζει τον άνθρωπο
αναίμακτα. Χωρίς κόπο, αγαλλόμενος γίνεσαι άγιος». Και συνεχίζει, «αυτός
που ξέρει μουσικά και έχει ταπείνωση, έχει την Χάρη του Θεού. Πάει να
θυμώσει, να εκραγεί, αλλά φοβάται την δυσαρμονία, διότι ο θυμός και όλες
οι αμαρτωλές καταστάσεις δεν είναι μέσα στην αρμονία. Κι έτσι μισεί
σιγά-σιγά την κακία και εγκολπώνεται την αρετή, που είναι η αρμονία».
Συναντήσαμε την ψαλμωδία σαν εντολή του
Θεού στην Παλαιά Διαθήκη· όμως και οι ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος
κατέγραψαν στα Ευαγγέλιά τους ότι ο Κύριος και οι μαθητές Του μετά τον
Μυστικό Δείπνο και την παράδοση του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας
«υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των Ελαιών». Υμνεί ο Κύριος ως
Θεάνθρωπος τον Θεό και αποδέχεται τον προϋπάρχοντα θεσμό της ψαλμωδίας,
ενώ ταυτόχρονα τον παραδίδει και ως φωνητικό είδος προς τους Αποστόλους,
ως μέσο αναφοράς και επικοινωνίας του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο Κλήμης
Αλεξανδρεύς αναφέρει, «ο Κύριος απειλών νουθετεί· λοιδορούμενος
επιστρέφει· θρηνών ελεεί· ψάλλων παρακαλεί».
Ο Κύριος, ως Θεάνθρωπος, παραδειγμάτιζε
τους μαθητές και τα μέλη της Εκκλησίας Του, ώστε όλοι να προσεύχονται,
να υμνούν και να δοξάζουν τον Θεό. Και οι άγιοι Απόστολοι μετά την
Ανάληψη του Κυρίου, «ήσαν διά παντός εν τω Ιερώ αινούντες και
ευλογούντες τον Θεόν». Και οι πρώτοι χριστιανοί «κλώντες κατ᾿ οίκον
άρτον, μετελάμβανον… εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον
Θεόν». Η ταπείνωση και η απλότητα, που χρησιμοποίησε ο Κύριος στην
φωνητική ψαλμωδία μετά τον Μυστικό Δείπνο, χαράζουν τα πλαίσια και
συνιστούν τον κανόνα του πνευματικού χαρακτήρα της εν Χριστώ ψαλμωδίας.
Και ο ιερός Θεοφύλακτος Αχρίδος παρατηρεί, «η μεν ελληνική λατρεία ήτο
και σαρκική και πεπλανημένη· η Ιουδαϊκή απλανής μεν, αλλά σωματική· η δε
κατά Χριστόν λατρεία και αληθινή και πνευματική· ο και ο Κύριος τη
Σαμαρείτιδι φησίν, ότι οι αληθινοί προσκυνηταί, εν πνεύματι και αληθεία
προσκυνήσουσιν».
Ο λόγος του Ευαγγελίου είναι «καινόν
άσμα» και η Εκκλησία αναγνωρίζει τις ύψιστες ευεργεσίες του Θεανθρώπου,
και ως αντικείμενο υμνολογίας και δοξολογίας έχει το πρόσωπο, το όνομα
και το έργο του Ιησού Χριστού. Όμως κατά την ψαλμωδία, λέγει ο Γέροντας
Πορφύριος, «αν δεν έχεις Πνεύμα Θεού, έρχεται ο πειρασμός του εγωισμού
και σε στραπατσάρει. Δεν έρχεται αυτή η χαρά, αυτή η αγαλλίασις. Ενώ
αυτό το άγιο πράγμα, η μουσική, πρέπει να ειρηνεύει και να εναρμονίζει…
πολλοί εχάθηκαν απ᾿ την μουσική. Πολλές ψυχές έπαθαν, αρρώστησαν από την
υπερηφάνεια».
Αλλά θα πείτε, «να αποφεύγουμε την
μουσική, γιατί μας βάζει σε πειρασμό»; Όχι· να μάθουμε μουσικά, για να
μας βοηθήσουν και αυτά ώστε να αποκτήσουμε το Πνεύμα του Χριστού με
μεγαλύτερη επίγνωση και ταπείνωση. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
προτρέπει, «μάθε ψάλλειν, και όψει του πράγματος την ηδονήν· οι
ψάλλοντες γαρ Πνεύματος πληρούνται Αγίου, ώσπερ οι άδοντες τας σατανικάς
ωδάς πνεύματος ακαθάρτου».
Η ποιότητα του περιεχομένου του λόγου, το
είδος του μέλους, σε συνδυασμό με τον ρυθμό, δημιουργούν το καλό η το
κακό ήθος της μουσικής. Και οι αρχαίοι πρόγονοί μας εύστοχα παρατήρησαν
τον παιδαγωγικό και παιδευτικό χαρακτήρα της σεμνής μουσικής που
συνδυάζεται με τον ηθικό λόγο. Έχοντας οι άγιοι Πατέρες υπόψη τους τις
θέσεις των αρχαίων Ελλήνων, ανέπτυξαν την μουσική, προσθέτοντας υψηλή
ποιότητα υμνολογικού–εκκλησιαστικού λόγου, σεμνότητα στο μέλος και
αποκλείοντας από την λατρεία κάθε μουσικό όργανο, διότι τα όργανα είναι
ά-λογα και δεν έχουν θέση στην λογική λατρεία. Τα όργανα
χρησιμοποιήθηκαν στην λατρεία όλων των προ Χριστού λαών. Η Εκκλησία τα
απέκλεισε για να αποφύγει κάθε είδος μουσικής που υπενθυμίζει
ειδωλολατρία και Ιουδαϊσμό.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ως βασική αρχή
την υποταγή του μέλους στον λόγο, και την διά του μέλους απλή ένδυση και
ερμηνεία των θεολογικών εννοιών των ύμνων. Έτσι διατηρήθηκε η απλότητα,
το μέτρο, η κατάνυξη και η μυσταγωγία της ψαλμωδίας. Η οριστική
εισαγωγή του συστήματος της οκταηχίας στην ψαλμωδία της ορθόδοξης
Ανατολής, από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, καθόρισε τα όρια και το
πλαίσιο αναπτύξεως του εκκλησιαστικού μέλους, που έχει σχέση με την ανά
τους αιώνες συνεχή εξέλιξη της μουσικής σημειογραφίας.
Ειδικότερα για την Ψαλτική Τέχνη, θα
αναφέρουμε από το Χρονικό του Νέστορος την εντύπωση των Ρώσσων
εκπροσώπων, όταν, αναζητώντας νέα θρησκεία, ασπάστηκαν την Ορθοδοξία,
αφού βοηθήθηκαν στην απόφασή τους αυτή από την ορθόδοξη λατρεία που
επετελείτο στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Έγραφαν: «Μας οδήγησαν
σε οίκους που λάτρευαν τον Θεό τους και δεν γνωρίζαμε αν ήμασταν στον
ουρανό η στην γη… Το μόνο που καταλάβαμε είναι ότι εκεί κατοικεί ο Θεός
ανάμεσα στους ανθρώπους…».
Πως, πραγματικά, γνώριζαν ότι εκεί την
ώρα της ψαλμωδίας, της λατρείας, κατοικούσε ο Θεός; Ο Θεός είναι πρόσωπο
και σαν πρόσωπο επικοινωνεί με την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο τρόπος
αυτής της επικοινωνίας είναι επιστήμη καταγεγραμμένη στα πατερικά βιβλία
και ευτυχώς, σαν επιστήμη, δεν έπαψε να παραδίδεται ζωντανά ακόμη και
σήμερα, στην Ορθοδοξία γενικότερα και πολύ περισσότερο στο Άγιον Όρος.
Η Ψαλτική Τέχνη έχει ενσωματωθεί στην
θεία Λατρεία. Το μέλος στην ψαλμωδία αναδεικνύει τον λόγο και τα νοήματα
των ύμνων. Το μέλος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά βοηθητικό μέσο. Ο
Γέροντας Παΐσιος ερωτώμενος, τι βοηθάει στο να ψάλλει κάποιος
κατανυκτικά, απάντησε: «Να έχει κανείς τον νου του στα θεία νοήματα και
να έχει ευλάβεια… Άλλο η ευλάβεια και άλλο η τέχνη. Γι᾿ αυτό πρέπει να
είναι τακτοποιημένος κανείς εσωτερικά και να ψάλλει με την καρδιά του…
Αν έχει αριστερούς λογισμούς, τι ψαλτική θα κάνει; Ο άγιος Ιωάννης ο
Κουκουζέλης, όταν μιά φορά έψαλε, ενώ βοσκούσε τους τράγους, οι τράγοι
σηκώθηκαν και στάθηκαν όρθιοι». Ενώ ο ίδιος κάποτε, μιλώντας για τον
εαυτό του ανέφερε ότι, «στην έρημο του Σινά, όπου πήγαινα τα πουλιά με
ακολουθούσαν· όταν ανέβαινα πάνω στα βράχια και άρχιζα να ψάλλω,
μαζεύονταν εκεί… Άμα ήθελα ησυχία δεν έπρεπε να ψάλλω καθόλου, γιατί
μαζεύονταν όλα γύρω μου»!
Φαίνεται ότι ακόμη και στις ημέρες μας
υπάρχουν άνθρωποι που καθάρισαν τον εαυτό τους διά της προσευχής, της
ψαλμωδίας και των λοιπών αγίων αρετών, ώστε να είναι σκεύη Πνεύματος
Αγίου και να τους αναγνωρίζουν, όπως τον πρωτόπλαστο Αδάμ, ακόμη και τα
άγρια ζώα. «Θυμάμαι μιά φορά», συνέχισε ο Γέροντας, «που πιάστηκε η μέση
μου και έμεινα μερικές μέρες ξαπλωμένος, ένα πουλάκι μπήκε μέσα στο
κελλί μου και ήρθε πάνω στο στήθος μου. Στάθηκε εκεί, με κοιτούσε στο
πρόσωπο και κελαϊδούσε ώρες, πολύ γλυκά».
Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου συνεχίζοντας την
προσπάθειά της για την προβολή των ελληνορθόδοξων παραδόσεων στον
σύγχρονο άνθρωπο, αποφάσισε την έκδοση νέας μουσικής σειράς με τον τίτλο
«Βατοπαιδινή Μουσική Βίβλος – Μουσικολογικά Μελετήματα», που θα
περιλαμβάνει μουσικολογικές μελέτες και κριτικές εκδόσεις θεωρητικών
συγγραμμάτων της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Ψαλτικής Τέχνης. Η σειρά
αυτή εγκαινιάζεται με την κριτική έκδοση του θεμελιώδους για την
εκκλησιαστική μουσική έργου «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής» του εκ
Μαδύτων Χρυσάνθου.
Ευχαριστούμε τον μουσικολογιώτατο
διδάκτορα κ. Γεώργιο Κωνσταντίνου, ο οποίος εξεπόνησε την κριτική έκδοση
του έργου, καθώς και τον μουσικολογιώτατο καθηγητή του Πανεπιστημίου
Αθηνών κ. Γρηγόριο Στάθη για την εμβριθή εισήγησή του. Επίσης
ευχαριστούμε τον Χορό Ψαλτών «Οι Μαΐστορες της Ψαλτικής Τέχνης» και τον
χοράρχη καθηγητή κ. Αχιλλέα Χαλδαιάκη για την συμμετοχή τους στην
εκδήλωση με την παρουσίαση αντιπροσωπευτικών ύμνων του Χρυσάνθου. Θα
ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσουμε τον Πρόεδρο του ΚΕΟΠ κ. Φοίβο
Χριστοδουλίδη για την εξαίρετη διοργάνωση της εκδηλώσεως, καθώς και το
Δ.Σ. του Πολεμικού Μουσείου για την παραχώρηση της αίθουσας.
Ευχόμεθα σε όλους εσάς που βρίσκεστε
απόψε ανάμεσά μας, η αγάπη σας για την Ψαλτική Τέχνη να σας ανυψώνει
πάντοτε πνευματικά, και να λειτουργεί ως παράγοντας αρμονίας στον
εσωτερικό σας κόσμο και δοξολογίας του Θεού στις καρδιές σας «ύμνοις και
ωδαίς πνευματικαίς».
(Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο, Κυριακή 20 Μαΐου 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου