Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ο Σταυρός της Αγιότητας.



 
σταυρός του σύγχρονου
Καθηγητοῦ Ἀντωνίου Μάρκου
Στα πλαίσια του εορτασμού της Εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού….. έχουν αναπτυχθεί διάφορα θέματα, σχετικά με το Μυστήριο του Σταυρού…..
Σήμερα,θα προσπαθήσω να παρουσιάσω το θέμα “Αγιότητα -μετοχή στόν Σταυρό του Χριστού”. Θα μου επιτρέψετε να θέσω την πτωχή και ανεπαρκή παρουσία μου ενώπιόν σας, “υπό την σκέπην” του αγ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (το γιατί θα γίνει αντιληπτό προς το τέλος της εκδηλώσεως).
Το Ευαγγέλιο της ημέρας (“εκ του κατά Ιωάννην,” κεφ. ΙΘ’ 6-11, 13-20, 25-28 και 30), είναι εκείνο των Παθών της Μεγάλης Πέμπτης. Ο Κύριος, “βαστάζων τον σταυρόν αυτού, εξήλθεν εις τον λεγόμενον κρανίου τόπον, ος λέγεται εβραϊστί Γολγοθά, όπου αυτόν εσταύρωσαν”. Σε άλλο σημείο της διδασκαλίας Του λέγει: “Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος” (Ματθ.10). Και “όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μου” (Ματθ. 8, 34).
Ποιός είναι ο σταυρός κάθε πιστού, τον οποίο καλεί ο Χριστός να σηκώσει και να Τον ακολουθήσει; Μήπως είναι ο μικρός σταυρός που κρεμά η Εκκλησία στο στήθος των νεοφωτίστων; Ή μήπως ο σταυρός που η Ίδια η Εκκλησία τοποθετεί στούς τάφους των κεκοιμημένων μελών Της; Στην πρώτη περίπτωση, τι γνωρίζει ένα άωρο βρέφος περί Πίστεως και Σταυρού; Και στη δεύτερη, μήπως είναι πολύ αργά; Ποιό σταυρό, λοιπόν, εννοεί ο Κύριος;
“Σταυρόν – γράφει ο Θεοφάνης Κεραμεύς – λέγει των της σαρκός θελημάτων την εκούσιον νέκρωσιν και τον υπέρ Αυτού θάνατον” (Ομιλία ΜΑ’ στην Κυριακή των Αγίων Πάντων, P.G. 132, 796 Α).
Σταυρικό το πολίτευμα της ΕκκλησίαςΗ ζωή κάθε ανθρώπου μοιάζει με ταξείδι, με χιλιάδες οδούς και μονοπάτια, που καλούμαστε να περπατήσουμε κάνοντας χρήση του πιό σπουδαίου δώρου που μας χάρισε ο Δημιουργός, της ελευθερίας. Στο ταξείδι αυτό καθ’ ένας ελεύθερα κάνει μικρές ή μεγάλες στάσεις, γιά να διδαχθεί, να γνωρίσει, να πράξει. Και τελικά με μόνη περιουσία τις αναμνήσεις και εμπειρία φτάνει στόν προορισμό του πού – αλοίμονο – είναι ο τάφος για το σώμα και η αιωνιότητα γιά την ψυχή.
Ο εν Χριστώ ελεύθερος άνθρωπος έχει ένα και μοναδικό και συγκεκριμένο σκοπό στην παρούσα ζωή. Την ένταξή του στο Σώμα του Χριστού, “ο έστιν η Εκκλησία” κατά τον Απόστολο Παύλο (Κολ. 1, 24). Αυτό πραγματοποιείται εμπειρικά μέσα από την μετοχή του πιστού στο πάθος καί την δόξα του Χριστού. Χωρίς τον Σταυρό δεν υπάρχει Ανάσταση. Χωρίς την μετοχή στο Σταυρό Του, δεν υπάρχει μετοχή στην Ανάστασή Του (πρβλ. Α’ Πέτρου 1,11). Αυτός που μετέχει στο Σταυρό και το Πάθος του Χριστού, μετέχει και στην Ανάστασή Του, γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει: “Εμοί γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος” (Φιλ. 1,21).
Η μετοχή στο Σταυρό του Χριστού, είναι το κριτήριο της γνησιότητας των μαθητών Του. “Το ποτήριο ο εγώ πίνω, πίεσθε” (Μάρκ. 10, 39), δήλωσε ο Κύριος, τονίζοντας την αναγκαιότητα αυτής της εμπειρίας, σαν προϋπόθεση σωτηρίας. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, “η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός έστιν. Ουδείς γαρ εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως” (“Ασκητικά”, 1977, σελ. 17).
Το Μυστήριο του Σταυρού συνάπτεται με το Μυστήριο της Εκκλησίας. Ήδη από το εισαγωγικό Μυστήριο του Βαπτίσματος, ο πιστός μετέχει του θανάτου του Χριστού (Ρωμ. 6,3). Η κολυμβήθρα είναι τάφος στον οποίο συντελείται η νέκρωση του “παλαιού ανθρώπου” (Ρωμ.6,6). Γι’ αυτό και στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία, η κτιστή κολυμβήθρα είχε σχήμα σταυρού.
Η συσταύρωση, λοιπόν, του Χριστιανού με τον Χριστό και ο “θάνατός” του γιά την αμαρτία (πρβλ. Ρωμ. 8, 10 και Γαλ. 6, 14), είναι κεντρικό αίτημα της εν Χριστώ ζωής, γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος διακηρύσσει, “νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης” (Κολ. 3, 5).
Οι Άγιοι μιμηταί του Πάθους του Χριστού
Η εμπειρία της Εκκλησίας διδάσκει, ότι μόνον οι Άγιοι υπήρξαν και είναι σε κάθε εποχή γνήσιοι μαθητές του Κυρίου, ως μιμητές του Πάθους και του Σταυρού Του. Όπως γράφει σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, “αναρίθμηται ψυχαί ηκολούθησαν εις τα θριαμβευτικά ίχνη των παραδειγμάτων του Κυρίου” (“Γυμνάσματα Πνευματικά”, 1971, σελ. 208).
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει σχετικά: “Πάντα υπέρ του Λόγου δεχώμεθα, πάθεσι το Πάθος μιμώμεθα, αίματι το αίμα σεμνύνωμεν, επί τον Σταυρόν ανιώμεν πρόθυμοι. Γλυκείς οι ήλοι και ει λίαν οδυνηροί. Το γαρ μετά Χριστόν πάσχειν και υπέρ Χριστού, την μετ’ άλλων τρυφάν αιρετώτερον” (“Λόγος εις το Πάσχα”, P.G. 36, 656).
Κλασσική παραμένει η διατύπωση του αγίου Γρηγορίου Νύσσης: “Έλαμψεν ο μάρτυς της αληθείας και συνέλαμψαν οι μαρτυρες της μεγάλης οικονομίας. Ηκολούθησαν οι μαθηταί τω Διδασκάλω τοις Κυριακοίς ίχνεσιν οδεύοντες, μετά Χριστόν οι χριστο-φόροι” (PG 46, 721 Α).
Στο Δοξαστικό της Λιτής της Ακολουθίας των Αγίων Πάντων, η Εκκλησία ψάλλει: “Πάντες οι Άγιοι των του Χριστού παθημάτων κοινωνοί γεγόνασιν”.
Άγιοι σήμερα;Εφ’ όσον, λοιπόν, η Αγιότητα είναι ο προσωπικός σταυρός κάθε πιστού, τον οποίο ο Ίδιος ο Κύριος καλεί να σηκώσει και να Τον ακολουθήσει, τίθεται το κεφαλαιώδες ερώτημα: “Σ’ αυτή την πορεία μου πρός την αγιότητα, υπάρχουν σύγχρονοι Άγιοι γιά να με βοηθήσουν, με την ευχή τους και το παράδειγμά τους;”
“Σύγχρονος Άγιος”. Ας δούμε τον Άγιο και την Αγιότητα κάτω από το φως της εποχής μας. Οι ίδιες οι λέξεις παραπέμπουν σε καταστάσεις ξένες προς την εποχή μας και τον “πολιτισμό” μας.
· Ποιός γονέας φιλοδοξεί να κάνει το παιδί του Άγιο;
· Ποιό σχολείο και ποιό εκπαιδευτικό πρόγραμμα καλλιεργεί την αγιότητα ή την προβάλλει σαν όραμα και πρότυπο;
Εφ’ όσον το κυριώτερο πρόβλημα της κοινωνίας μας είναι η ανεργία, ο “επιτυχημένος” άνθρωπος της εποχής μας είναι αυτός που βγάζει πολλά χρήματα, που έχει ανέσεις και κοινωνική προβολή.
· Αυτό θέλουν οι γονείς γιά τα παιδιά τους.
· Σ’ αυτό αποβλέπει το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
· Αυτό καλλιεργούν τα ΜΜΕ.
· Αυτό ονειρεύεται η πλειοψηφία των νέων μας.
Και εφ’ όσον είμεθα πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ας δανεισθούμε μία διατύπωση του μεγάλου Σέρβου Θεολόγου του 20ου αι. π. Ιουστίνου Πόποβιτς: “Το πρότυπον του Ευρωπαίου ανθρώπου είναι σκέτος ο άνθρωπος, ενώ του Χριστιανού ο Θεάνθρωπος”. Αυτό μας μεταφέρει στην εποχή που οι Χριστιανοί ζούσαν με τους Αγίους, τους οποίους είχαν σαν μέτρο πολιτισμού. “Η Ευρώπη – έγραψε ο π. Ιουστίνος – μετράει την παραγωγή επιστημόνων, η Εκκλησία την “παραγωγή” – ανάδειξη Αγίων”. Τώρα την θέση των Αγίων πήραν:
Οι πολιτικοί, οι οποίοι σαν σύγχρονοι Ναβουχοδονόσορες υψώνουν τις “εικόνες” τους και καλούν τους λαούς να τους προσκυνήσουν, με το σκεπτικό “εγώ είμαι ο σωτήρας σας, εγώ με το πρόγραμμά μου θα λύσω όλα σας τα προβλήματα”.
Ας θυμηθούμε τον Λένιν που ταριχευμένος στο μαυσωλείο του, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, “ατένιζε” ευχαριστημένος τα εκατομμύρια των πιστών του να περνούν και να τον προσκυνούν, μέχρι που η κατάρρευση του καθεστώτος του έστειλε τον ίδιο στο νεκροταφείο και τα χιλιάδες αγάλματά του για ανακύκλωση.
Ας θυμηθούμε τον κομμουνιστή Δικτάτορα της Ρουμανίας Τσαουσέσκου, πού ξεκίνησε να φτιάξει τα Ανάκτορα του Νέρωνα στο Βουκουρέστι και τελικά εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά στίς τηλεοπτικές κάμερες.
Ας θυμηθούμε τον “Πλανητάρχη” Κλίντον και το παράδειγμα χρηστών ηθών που έδωσε στον Αμερικανικό λαό μοιχεύοντας με την γραμματέα του και ας μην ξεχάσουμε δικό μας Πρωθυπουργό, ο οποίος άφησε την σύζυγό του γιά τις… χάρες μιάς κατά πολύ νεώτερης κυρίας.
Την θέση των Αγίων πήραν οι ποδοσφαιριστές. Όχι οι αθλητές, διότι σε όλες τις εποχές όλοι οι λαοί τιμούσαν τους αθλητές και ο Απόστολος Παύλος δανείσθηκε από τον κοσμικό αθλητισμό εικόνες για να περιγράψει την πνευματική «εν Χριστώ» άθληση (όπως τον αθλητή, το στέφανο, το στάδιο). Τώρα, τι είδους αθλητισμός είναι το ποδόσφαιρο, ώστε να αξίζουν την ιδιάζουσα θέση που έχουν καταλάβει στην σύγχρονη ζωή όσοι εμπλέκονται σ’ αυτόν, ας αφήσουμε να μας πούν διαπρεπείς κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι. Την θέση των Αγίων πήραν οι διάφοροι «στάρ», μάλιστα υπάρχουν και σχολές που μπορούν να κάνουν ένα κοινό θνητό «αστέρι», να του δώσουν, δηλαδή, την δυνατότητα να λατρεύεται από τις μάζες και να τους «τα παίρνει χοντρά», όπως συνήθως λέγεται. Και οι Άγιοι; Τι απέγιναν οι Άγιοι; Περιορίσθηκαν στο περιθώριο της ζωής αφού λ.χ.:
· Ο «κολοβωμένος» Παναγιώτης – Τάκης, δεν παραπέμπει στην Παναγία μας ή στον Νεομάρτυρα Παναγιώτη από την Καισάρεια, αλλά παραπέμπει στο πουθενά και το τίποτα.
· Οι σύγχρονοι «Χριστιανοί» εορτάζουν τα γεννέθλιά τους που υποδηλώνουν κοσμικό φρόνημα και όχι την ονομαστική τους εορτή, που παραπέμπει στον προστάτη Άγιο, φύλακα της ζωής και ήρωα της Πίστεως.
Αν μου επιτρέπεται να επιμείνω λίγο σ’ αυτό, γεννέθλια εορτάζουν οι λαοί της Δύσεως (Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής), ακριβώς διότι δεν βίωσαν ποτέ το Μυστήριο της Εκκλησίας και οι Άγιοι της Εκκλησίας δεν έχουν θέση και ρόλο στη ζωή τους.
Ακόμη, αν μας ρωτήσει κάποιος «τι είναι Άγιος» (αφού αναζητούμε έναν Άγιο για οδηγητικό πρότυπο στη ζωή μας), θα δώσουμε μάλλον μία λανθασμένη απάντηση. Θα πούμε, «Άγιος είναι αυτός που τηρεί τον Νόμο του Θεού, που δεν κάνει αμαρτίες, ο δίκαιος». Και ίσως προχωρήσουμε λίγο ακόμη και πούμε «αυτός που έχει υπερφυσικές εμπειρίες, που κάνει υπερφυσικές πράξεις, δηλαδή θαύματα».
Αυτή είναι η κοινή αντίληψη για την Αγιότητα, η οποία όμως αν τεθεί κάτω από το φως της Ορθοδόξου Θεολογίας, αποδεικνύεται λανθασμένη. 1.Αν Αγιότητα είναι απλά η τήρηση των εντολών του Θεού, τότε γιατί κατακρίθηκε ο Φαρισαίος και ο νεανίας του Ευαγγελίου «απήλθε λυπούμενος»; Άρα, ο τηρητής μόνο των εντολών του Θεού, δεν μπορεί να ονομασθεί Άγιος.
2. Ο Απόστολος Παύλος συχνά απευθύνει τις Επιστολές του στους «αγίους», δηλαδή στους πιστούς των τοπικών Εκκλησιών. Στην συνέχεια όμως των Επιστολών του κατονομάζει μύρια όσα ηθικά ελαττώματα των Χριστιανών αυτών, τους οποίους και ελέγχει δριμύτατα. Λ.χ. στους Γαλάτες γράφει: «Ει γαρ αλλήλους δάκνετε και κατεσθίετε, βλέπετε μη υπ’ αλλήλων αναλωθήτε». Άρα, ούτε ο απλός πιστός, το απλό μέλος της Εκκλησίας, μπορεί να ονομασθεί Άγιος.
3. Ας έλθουμε στα θαύματα. Οι Άγιοι δεν είναι μάντεις και φακίρηδες για να κάνουν «θαύματα». Υπάρχουν Άγιοι που δεν θαυματούργησαν ποτέ και βεβαίως η Εκκλησία δεν ονόμασε ποτέ τους θαυματοποιούς Αγίους. Γιατί; Διότι τα περισσότερα «θαύματα» τα κάνουν τα πονηρά πνεύματα και τα όργανά τους, για να πλανήσουν τους ανθρώπους. Πως άλλωστε εξηγείται η απάντηση του Χριστού σε κάποιους θαυματοποιους που θα του πουν στη Δευτέρα Παρουσία, «Κύριε, ου τω σω ονόματι προεφητεύσαμεν; και τω σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν και τω σω ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Και τότε ομολογήσω αυτοίς – λέγει ο Κύριος – ότι ουδέποτε έγνων υμάς, αποχωρείτε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ματθ. 7, 22).
Μέχρι τώρα δεν δόθηκε απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχουν Άγιοι στην εποχή μας και ποιος τελικά είναι Άγιος. Όμως πρέπει να δοθεί μία απάντηση και την απάντηση την δίνει η ίδια η Εκκλησία σε κάθε Θεία Λειτουργία. Όταν ο Λειτουργός μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, υψώνει το Σώμα του Χριστού και εκφωνεί, «τά Άγια τοις Αγίοις», η Εκκλησία απαντά και ομολογεί, «εις Αγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Δηλαδή, ένας μόνον είναι Άγιος, ο Χριστός, και εμείς οι αμαρτωλοί καλούμεθα να κοινωνήσουμε της αγιότητάς Του, «εις δόξαν Θεού Πατρός».
Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν σημαίνει προσεύλευση στην Θεία Κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς την απαραίτητη σωματική και πνευματική προετοιμασία. Σημαίνει, ότι όσο και αν προετοιμασθούμε δεν γινόμεθα Άγιοι πρίν κοινωνήσουμε – μετάσχουμε της αγιότητος του Χριστού. Η Αγιότητα δεν προηγείται, αλλά έπεται της Θείας Κοινωνίας. Αν είμαστε Άγιοι πριν κοινωνήσουμε, τότε προς τι η κοινωνία – μετοχή στην ευχαριστακή τράπεζα του Χριστού;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οσία Μαρία η Αιγυπτία. 46 χρόνια στην έρημο ασκήθηκε σκληρά για να καθαρθεί από τα πάθη της, προετοιμαζόμενη για την μία και μοναδική στιγμή της ζωής της, την Θεία Κοινωνία των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων. Και μόνον αφού κοινώνησε, τελείωσε την ζωή της έχοντας αγιασθεί.
Συμπεράσματα· «Εις Άγιος, εις Κύριος Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός».
· Άγιος γίνεται κανείς μόνο μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, μετέχοντας στη μυστηριακή Της ζωή και κυρίως στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, προετοιμαζόμενος κατάλληλα, όπως η Εκκλησία διατάσσει και προβλέπει, με την άσκηση των αρετών, κάτω από την πνευματική καθοδήγηση και την ποιμαντική ευθύνη εμπείρου Πνευ-ματικού Πατρός.
· Ο προσωπικός αγώνας της Αγιότητας για κάθε πιστό, περιλαμβάνει κόπο και αγώνα. Για άλλους Αγίους ήταν εμβάσανος και αιματηρός. Για άλλους ήταν οι ασκητικοί ιδρώτες και το μαρτύριο της συνειδήσεως. Για άλλους η διακονία του Σώματος της Εκκλησίας από ιεραρχική θέση. Για άλλους η διακονία του ανθρωπίνου πόνου μέσα στην κοινωνία. Κανείς, πάντως, δεν ανήλθε στον ουρανό «μετ’ ανέσεως», όπως διδάσκει ο Αββάς Ισαάκ.
Και εμείς οι σημερινοί πιστοί, οι απλοί, οι αγράμματοι ή ολιγογράμματοι, οι χωρίς παραδείγματα, πως θα βαδίσουμε τον δρόμο της Αγιότητας; Πως θα σηκώσουμε τον προσωπικό μας σταυρό χωρίς Κυρηναίο; Γι’ αυτό είναι πάντα επίκαιρος ο όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ…
Ας στραφούμε, λοιπόν στους Αγίους μας, ας μελετήσουμε τη ζωή τους, ας πάρουμε από εκεί οδηγητικό παράδειγμα σωτηρίας και ας ζητήσουμε με την προσευχή μας την πρεσβείας τους προς τον Άγιο Θεό.
ΠΗΓΗ.ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον · Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α Τιμ. γ´ 16)

«Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον · Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α Τιμ. γ´ 16)



Σεβ. Δρυϊνουπόλεως και Κονίτσης κ. Κονίτσης 
Αγαπητοί μου Χριστιανοί, 
Αυτόν τον καιρό, όλοι μας, όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, ζούμε ένα μεγάλο μυστήριο. Ένα μυστήριο, που η περιωρισμένη διάνοιά μας και η σκέψη μας δεν μπορεί να το καταλάβη και να το εννοήση. Ο Θεός έγινε άνθρωπος. Ο ιερός υμνογράφος θα διερωτηθή : «Ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί ;» Δηλαδή, αυτός που δεν τον χωράνε τα σύμπαντα, πως χώρεσε στην γαστέρα της Θεοτόκου ; Και ο απόστολος Παύλος, που στέκεται κατάπληκτος μπροστά στην ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού, θα γράψη στον νεαρό Τιμόθεο : «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α Τιμ. γ 16). Πράγματι, κατά την ομολογία όλων των πιστών, μέγα είναι το μυστήριο της αληθινής θρησκείας, που αποκαλύφθηκε και σαν θησαυρός αιώνιος παραδόθηκε από τον Θεό στην Εκκλησία. Δηλαδή, ο Θεός φανερώθηκε και ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους.

-Β-

Το είχε ήδη πη στην Παρθένο Μαρία ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ότι θα γίνη η Μητέρα του Υιού του Θεού με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Άρά γε, όμως, τι κατάλαβε η Μαριάμ από τα λόγια του Αγγέλου ; Το μόνο βέβαιο είναι, ότι βρισκόταν μπροστά σ' ένα μυστήριο. Γι' αυτό σκύβει το κεφάλι, υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού και λέει ταπεινά: «ιδού η δούλη Κυρίου · γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» (Λουκά α 38). Δεν το καταλαβαίνω και δεν το χωράει το μυαλό μου αυτό που μου ανήγγειλες. Είναι το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού. Όμως, να, είμαι η δούλη του Κυρίου, η πρόθυμη να υπηρετήσω το θέλημά Του. Είθε να γίνη σε μένα σύμφωνα μ' αυτό που είπες.

-Γ-

Αλλά αυτό το μυστήριο της σαρκώσεως του Υιού του Θεού είναι η ασύγκριτα μεγάλη ευλογία του Ουρανού προς τον άνθρωπο, που περιπλανιόταν στα άγρια και απόκρημνα μονοπάτια της ειδωλολατρείας και των ποικίλων παθών της «ευπερίστατης» αμαρτίας. Στην περίφημη ωδή της η Θεοτόκος θα το διαλαλήση : «Το έλεος αυτού (του Θεού) εις γενεάς γενεών τοις φοβουμένοις αυτόν. Εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού, διεσκόρπισεν υπερηφάνους διανοία καρδίας αυτών · καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς, πεινώντας ενέπλησεν αγαθών ...» ) Λουκά α 50-53). Ο ερμηνευτής θα σημειώση χαρακτηριστικά, ότι ο Θεός έδωσε άφθονες τις πνευματικές δωρεές της σωτηρίας σε όσους τις επόθησαν πολύ.

-Δ-

Έτσι, οι άγγελοι την μοναδική εκείνη νύχτα της Γεννήσεως, δικαιολογημένα δοξολογούσαν τον Θεό και έλεγαν : «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκά β 14). Στην γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία και τα βίαια πάθη της, ας βασιλεύση η θεϊκή ειρήνη · διότι ο Θεός εξεδήλωσε τώρα λαμπρά την εύνοια και την ευαρέσκειά του στους ανθρώπους με την ενανθρώπιση του Υιού Του. Γι' αυτό και ο άγγελος έφερε στους άδολους ποιμένες το μήνυμα της μεγάλης χαράς, η οποία θα ήταν και ολόκληρου του λαού χαρά, γιατί γεννήθηκε σήμερα ο Σωτήρας του κόσμου. «Ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυΐδ» (Λουκά β 10-11).

-Ε-

Ναι, αγαπητοί αδελφοί ! Μυστήριο είναι η Γέννηση του Σωτήρος. Μυστήριο, που, όπως είπαμε, δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε. Όμως, εμείς ας κάνουμε την καρδιά μας φάτνη. Φάτνη καθαρή με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Φάτνη ζεστή από την αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας και από την πίστη μας προς τον Χριστό, ο Οποίος - και μόνον Αυτός - μπορεί να μας βγάλη από τα σημερινά αδιέξοδα. Χαιρετίζω, πατρικώς και αδελφικώς τους Βορειοηπειρώτες και τους Κυπρίους αδελφούς. Και εύχομαι σε όλους πλούσια την χάρη και την ευλογία του Γεννηθέντος Κυρίου και για το επί θύραις Νέον Έτος και για πάντα.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

«῎Ω τρισμακάριστον Ξύλον!»

 


 
 
Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει την παγκόσμια  ύψωση του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Η γιορτή είναι αρχαιότατη και  μια από τις Δεσποτικές γιορτές, τις γιορτές δηλαδή τις αφιερωμένες στο  Δεσπότη Χριστό. Η γιορτή συνδέεται με μεγάλα ιστορικά γεγονότα της  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό έχει πανηγυρικό χαρακτήρα. Συγχρόνως  όμως αναφέρεται στη σταύρωση και το θάνατο του Κυρίου, γι΄ αυτό και  τιμάται με αυστηρή νηστεία, όπως η Μεγάλη Παρασκευή. Το Ευαγγέλιο, που  διαβάζεται στη θεία Λειτουργία, είναι το ίδιο που διαβάζεται και τη Μεγ.  Παρασκευή. Μέχρι πριν λίγα χρόνια η εορτή της Υψώσεως του τιμίου  Σταυρού ήταν ημέρα γενικής αργίας, αλλά μετά τον πόλεμο οι εργάσιμες  ημέρες της εβδομάδας, ενώ από έξη έγιναν πέντε, η εορτή του Σταυρού  είναι εργάσιμη ημέρα. 

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ



Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Αρχιμ. Ιερόθεος Σ. Βλάχος
(Νυν Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου) 

Την εποχή που ήμουν φοιτητής γινόταν πολύς λόγος για τον Καζαντζάκη και τα έργα του, που κυκλοφορού­σαν πάρα πολύ και διαβάζονταν από τους νέους. Επει­δή άκουγα πολλά για τον Καζαντζάκη και για τις περι­πέτειες της ζωής του, ήθελα να έχω προσωπική γνώμη. Γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω προσεκτικά και, κατά το δυνατόν, απροκατάληπτα τα έργα του.
Το πρώτο βιβλίο που επέλεξα να διαβάσω ήταν «ο φτωχούλης του Θεού», που ήταν συγγενέστερο στις χρι­στιανικές απόψεις. Διαπίστωνα ότι περιέγραφε θαυμάσια τα γεγονότα, είχε πραγματικά ένα υπέροχο λογοτεχνικό ταλέντο, αφού διατύπωνε τις απόψεις του με ωραίο τρό­πο, δυνατές λέξεις και κυρίως με λεπτότητα εκφράσεων. Όμως κατάλαβα ότι, εν πολλοίς, εξέφραζε έναν μονα­χισμό ξένο προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Δεν μπόρε­σε ποτέ να καταλάβη την ορθόδοξο μοναχισμό. Αυτό ση­μαίνει ότι παρουσίαζε τον μοναχισμό μέσα στα δυτικά πλαίσια, αφού στην Δύση ο μοναχισμός αναπτύχθηκε στην προσπάθεια να σωθή η Εκκλησία. Αντίθετα, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο μοναχός αγωνίζεται να σωθή ο ίδιος και όχι να σώση την Εκκλησία. Πέρα από αυτό η παρουσίαση του μοναχού ως αντίθετο προς την ανθρώπινη γνώση, ως επιθετικόν προς την κοινωνία και τα γράμματα, η συναισθηματική έξαρση, η πορεία μέχρι την συναισθηματική βίωση του Σταυρού, χωρίς να καταλήγη και στην Ανάσταση, η άγνωστη για την Ορθοδοξία ταύτιση των πληγών του Χριστού με τις σωματικές πλη­γές του ανθρώπου, παρουσιάζουν μια ξένη κατάσταση προς την Ορθοδοξία, είναι ουσιαστικά ξένο σώμα στην Παράδοσή μας. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης έφθασε μέ­χρι την βίωση (αρρωστημένα) του Σταυρού του Χριστού, ενώ ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έφθασε στην εμπειρία της Αναστάσεως, όπως εκφραζόταν στον χαιρετισμό του, «Χριστός Ανέστη, χαρά μου».
Το δεύτερο βιβλίο του Καζαντζάκη που διάβασα ήταν «ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Στο βιβλίο αυτό φαινό­ταν καθαρά η σοσιαλιστική αντίληψη του συγγραφέα. Δεν πρόκειται εδώ να παρουσιάσω τις απόψεις μου για το βι­βλίο και τις ιδέες που περικλείονται σ’ αυτό. Θα αρκεσθώ στην παρουσίαση μερικών εντυπώσεών μου από την ανάγνωση. Πρώτον, διέκρινα μια λογοτεχνία ξεπερασμέ­νη για την εποχή μας. Ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί ωραίες εκφράσεις, περιπεπλεγμένες προτάσεις, ενώ η σύγ­χρονη λογοτεχνία αρκείται στην παρουσίαση της εικόνας με λίγες, λιτές και απλές λέξεις. Δεύτερον, διακρίνεται ο Καζαντζάκης για τον παθολογικό ηδονισμό της περι­γραφής διαφόρων ερωτικών σκηνών, φυσικών και ανωμάλων. Η σύγχρονη ψυχολογία μπορεί να κάνη αναλύ­σεις πάνω στο σημείο αυτό. Τρίτον, ο Καζαντζάκης ου­σιαστικά είναι πουριτανός, εκφράζει το δυτικό πνεύμα. Από την μια επαινεί υπερβολικά τον Παπά-Φώτη, χρη­σιμοποιώντας εκφραστικότατα κοσμητικά επίθετα, από την άλλη κατεβάζει μέχρι τα «τάρταρα» της Κολάσεως τον Παπά-Γρηγόρη. Ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς με ανάλογα δικά του αισθήματα. Αυτό συνιστά δυτική και κυρίως πουριτανική αντίληψη, όπως το περιγράφει πολύ ωραία ο Παπά-Φιλόθεος Φάρος, και διαφέρει πολύ από ανάλογες περιγραφές του Παπαδιαμάντη, ο οποίος παρουσιάζει και τα λάθη των Κληρικών, ό­πως και όλων των ανθρώπων, αλλά στέκεται με αγάπη, σεβασμό, περιμένοντας την τελική κρίση από τον Θεό. Ο Παπαδιαμάντης δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε κα­λούς και κακούς με κριτήρια ηθικολογικά, αλλά βλέπει την τρεπτότητά τους τόσο προς το κακό όσο και προς το καλό και κυρίως αφήνει τον Θεό να τους κρίνη.
Μελέτησα και άλλα έργα του Καζαντζάκη. Αλλά ε­κείνο που με εντυπωσίασε ήταν η αλληλογραφία που εί­χε με έναν ιερέα που υπηρετούσε στην Αμερική και Ονο­μαζόταν Εμμανουήλ Παπαστεφάνου. Μου έκαναν τερά­στια εντύπωση οι επιστολές του Καζαντζάκη γιατί είναι αρκετά εκφραστικές. Στην αλληλογραφία αυτή διατύπω­νε τις σκέψεις του για τα βιβλία που έγραφε τότε, ζητού­σε την γνώμη του Παπαστεφάνου και γενικά φαίνεται ό­λος ο χαρακτήρας και οι σκέψεις του. Σε μια επιστολή του ο Καζαντζάκης έγραφε στον Παπαστεφάνου: «Γρά­φε μου ταχτικά και μεγάλα γράμματα. Αν αργώ λίγο, μη στενοχωράσαι. Είμαι πνιγμένος σε αγωνία. Η φωνή σου, απ’ την άλλην άκρα του Ωκεανού, με σώζει». Τον παρακαλεί να του στείλη τις σκέψεις του, την «θεογονία» του, για να την περιλάβη στο βιβλίο του «Συμπόσιο». Με­ταξύ των άλλων του γράφει: «Γι’ αφτό σε παρακαλώ θερ­μότατα γράψε μου όσο μπορείς λεπτομερέστερα τη θεο­γονία σου, έτσι θα με βοηθήσεις πολύ να βάλω στο στό­μα σου τα λόγια ακριβώς που σου ταιριάζουν».
Τον καιρό που έγραφε την «ασκητική» του, είχε τα­κτική αλληλογραφία με τον Ιερέα Εμμανουήλ Παπαστε­φάνου, ο οποίος, όπως φαίνεται, διαπνεόταν από τις ί­διες αντιλήψεις. Από το Βερολίνο που βρισκόταν εκείνη την εποχή (1922-1923) ο Καζαντζάκης του έστειλε επιστο­λή με την εξής αρχή: «Άρχισα, αδερφέ Παπαστεφάνου, ένα νέο βιβλίο, μυστικό τέλειο. Salvatores Dei», δηλαδή σωτήρες του Θεού. Στα γράμματά του παρουσιάζει όλο το περιεχόμενό της «ασκητικής του» και τα κεντρικά ση­μεία. Κάπου γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες κι δράματα. Δεν είναι ο αγνός, άσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος πα­νάγαθος. Δεν είναι φως. Με αγώνα, με κάματο μετουσιόνει τη νύχτα μέσα στα σωθικά του και την κάνει φως. Ανηφορίζει αγκομαχώντας τον ανήφορο της αρετής. Φωνάζει βοήθεια. Δεν μα σώζει. Εμείς τονε σώζομε. Salvatores Dei! Τι θα πει τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα απ’ την εφήμερη πήλινη ύπαρξή μας την πνοή την αιώνια, μετουσιόνουμε τη σάρκα, τον αέρα, το νερό και τα κάνομε πνέμα». Και μεταξύ των άλλων συνιστά: «Πρέπει χωρίς άλο να Ιδρύσομε Εκκλησίες στα διάφορα μέρη».
Στην αλληλογραφία αυτή φαίνεται η αγωνία του Κα­ζαντζάκη να δημιουργήση έναν δικό του Θεό. Ο Καζαν­τζάκης πραγματικά πέρασε από πολλά στάδια στην ζωή του. Αυτό φαίνεται εκφραστικότατα σε μια από τις τε­λευταίες επιστολές του, που την έγραψε την 25-4-54. Με­ταξύ των άλλων γράφει:
«Τρία τα μεγάλα θεολογικά στάδια που πέρασα: 
1   - Θεέ μου, εσύ θα με σώσης· 
2    - Θεέ μου, εγώ θα σε σώσω· 
3    - Μαζί θα συνεργαστούμε μαζί θα σωθούμε, Θεέ μου». 
Μόνο μέσα από τα πλαίσια αυτά πρέπει να δούμε όλο το έργο του Καζαντζάκη. Έτσι ακριβώς το είδα διαβά­ζοντας κείμενά του, πριν από πολλά χρόνια. Ανέφερα όλα αυτά γιατί τα συνδέω αναπόσπαστα με το βιβλίο του «ο τελευταίος πειρασμός». Πρέπει να ομολογήσω ότι προσπάθησα να διαβάσω και αυτό το βιβλίο, για το οποίο είχε γίνει πολύς λόγος. Πραγματικά, άρχισα να δια­βάσω τις πρώτες σχεδόν 100 σελίδες, αλλά δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ήταν γραμμένο με τέτοια εμπάθεια, διαστρέβλωνε τόσο πολύ τα πράγματα, ώστε παρά την επιθυμία μου να το διαβάσω ολόκληρο, χάρη περιεργείας, ως αντικειμενικός αναγνώστης, δεν το άντεξα. Απλώς αρκέστηκα να διαβάσω αποσπασματικά μερικές σελίδες του. Με την ανάγνωση των πρώτων σελίδων και την α­ποσπασματική ανάγνωση τμημάτων του βιβλίου, αφού η συνείδησή μου διαμαρτυρόταν να το τελειώσω ολόκλη­ρο, συνέλαβα το νόημα και τις «βλασφημίες» του βιβλίου αυτού.
Αργότερα το έτος 1988, το βιβλίο «ο τελευταίος πει­ρασμός» έγινε κινηματογραφική ταινία από τον Σκορτσέζε και παιζόταν σε κινηματογράφους των Αθηνών. Τότε έγινε πολύς λόγος. Υπήρξε και αντίδραση από πλευράς Εκκλησίας και διαφόρων Χριστιανών. Την εποχή εκείνη με παρεκάλεσαν από την Ιερά Σύνοδο να γράψω τις απόψεις μου. Στην συνέχεια το καταχωρώ ολόκληρο το κείμενο, όπως ακριβώς γράφτηκε τότε.
Η προβολή της ταινίας που αναφέρεται στο ψευτο­πρόβλημα του «τελευταίου πειρασμού» του Χριστού δεί­χνει ότι δεν είναι ο πρώτος και τελευταίος πειρασμός του Χριστού και της Εκκλησίας, δείχνει, δηλαδή, ότι ούτε τώρα άρχισε, αλλά ούτε και πρόκειται να τελειώση η αν­τίδραση εναντίον του Χριστού. Ο Συμεών ο Θεοδόχος το έχει προφητεύσει: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγό­μενον» (Λουκ. β, 34). Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι πειρασμός του Χριστού, γιατί Αυτός δεν υφίσταται καμμία προσβολή από την προβολή, όπως ο ήλιος δεν υφίσταται φθορά από την οποιαδήποτε αμφισβήτηση, αλλά είναι σημαντικός πειρασμός του ίδιου του ανθρώπου. Άλλωστε κάθε Χριστολογικό θέμα αναφέρεται και επεκτείνεται στον άνθρωπο και άρα είναι ανθρωπολογικό και σωτηριολογικό πρόβλημα.
Έτσι με την ταινία αυτή, όπως και με άλλες που έ­χουν παραπλήσιο περιεχόμενο οι άνθρωποι προβάλλουν τον ίδιο τον αρρωστημένο εαυτό τους και τον καθορίζουν αρνητικά. Εάν κάθε κίνηση σκέψεως και κάθε ενέργεια θελήσεως μεταφέρει στον γύρω κόσμο και γνωστοποιεί τα κρυπτογραφημένα μηνύματα του εσωτερικού κόσμου, αυτό πολύ περισσότερο ισχύει για την ταινία του «τελευ­ταίου πειρασμού». Και εάν κάθε εχθρική κίνηση εναντίον του Θεού έχει σημαντικές συνέπειες για την ζωή του αν­θρώπου αυτό το ίδιο συμβαίνει και με την εχθρική κίνη­ση εναντίον του Χριστού, αφού είναι Θεός αληθινός.
Επομένως, δεν αισθανόμασθε τόσο την ανάγκη να υπερασπίσουμε τον Χριστό, τον οποίο φυσικά ομολογού­με, αλλά κυρίως αισθανόμαστε την ανάγκη να υπερασπίσουμε τον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί κάθε υποτίμηση του Χριστού έχει συνταρακτικές συνέπειες για την σωτηρία του ανθρώπου και γενικά για τον ίδιο τον άνθρωπο. Άλ­λωστε Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός παραδόθηκε στον θά­νατο χωρίς να αντισταθή, ούτε ζήτησε, αλλά και ούτε ά­φησε τους Μαθητάς Του να τον υπερασπίσουν ή να αντισταθούν. Στον Απόστολο Πέτρο που επεχείρησε να Τον υποστηρίξη είπε χαρακτηριστικά: «βάλε την μάχαιραν εις την θήκην» (Ιω. ιη, 11). Αυτός παραδόθηκε «εις χείρας ανθρώπων αμαρτωλών», αλλά στην πραγματικότητα αυτή η παράδοση είναι ζωή για τον άνθρωπο, αφού ο Χρι­στός δοξάσθηκε, αλλά και δόξασε τους ανθρώπους. Ο Χριστός έχει μια ζωή που είναι πέρα από τον θάνατο, εί­ναι στην πραγματικότητα υπέρβαση του θανάτου, αλλά και αυτής της βιολογικής ζωής. Άλλωστε, το εσφαγμένον Αρνίον της Αποκαλύψεως, που είναι ο Ίδιος ο Χρι­στός νικά τελικά το θηρίο της Αποκαλύψεως. Υπάρχει, λοιπόν, ένας διωγμός που είναι δόξα. Και υπάρχει ένας θάνατος που είναι ανάσταση. Άρα το ψευτοπρόβλημα του «τελευταίου πειρασμού» του Χριστού είναι στην πραγματικότητα ένα υπαρκτό πρόβλημα του ίδιου του αν­θρώπου.
Η Εκκλησία και ο σκοπός της
Αυτή μέσα σε γενικές γραμμές είναι και η ατμόσφαι­ρα της Εκκλησίας, που δεν είναι ένας κατεστημένος θε­σμός, αλλά το Σώμα του Χριστού. Σήμερα πολλοί άνθρω­ποι μιλούν για έναν Χριστιανισμό που έφερε έναν καινού­ριο πολιτισμό και άλλαξε ριζικά τις κοινωνικές συνθή­κες ζωής. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθή αυτήν την πραγ­ματικότητα. Αλλά πρέπει να τονισθή ότι πολλοί από μας προσδίδουμε στον Χριστιανισμό μια ιδεολογική νοο­τροπία. 
Η λέξη Χριστιανισμός χρησιμοποιείται για να δηλώση μια ιδιαίτερη ιδεολογία που είναι έτοιμη να αντιπαραταχθή σε άλλες ανθρωποκεντρικές ιδεολογίες και να δώση και τον δικό της λόγο. Όμως πρέπει να νοιώθουμε τον Χριστιανισμό κυρίως και προ παντός ως Εκκλησία, που δεν υποτάσσεται, αλλά και ούτε συγκαταλέγεται σε καμμιά ιδεολογία. Η ιδεολογία διακρίνεται για τις αν­θρωποκεντρικές και ουμανιστικές ιδέες που δεν έχουν στενή σχέση με την πραγματική ζωή, διαποτίζεται από την διάθεση της επιβολής με κάθε τρόπο και μέσο, χω­ρίς αγάπη και ελευθερία, που αποβλέπει στην απόκτηση οπαδών που θα διαδίδουν τις ιδέες αυτές, που θυσιάζει τους οπαδούς της και καταφέρεται, όταν χρειασθή, ανελέητα εναντίον των εχθρών της. Όμως η Εκκλησία δεν υποτάσσεται σε τέτοια απάνθρωπη νοοτροπία, αλλά εί­ναι η μάνα των ανθρώπων.
Άλλωστε η λέξη Εκκλησία σημαίνει την σύναξη, την συνάθροιση των διεσκορπισμένων. Είναι σημαντικό ότι κατά την διάρκεια της Λειτουργίας στην αποστολική ε­ποχή και μάλιστα κατά την προσφορά του άρτου γιά να γίνη Σώμα Χριστού υπήρχε η εξής προσευχή: «Ώσπερ ην τούτο το κλάσμα διεσκορπισμένον επάνω των ορέων και συναχθέν εγένετο εν, ούτω συναχθήτω σου η Εκκλη­σία από των περάτων της γης εις την σην βασιλείαν».
Αυτό δείχνει και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία έχει την πλήρη και ολοκληρωμένη αλήθεια για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στην Εκκλησία δεν υπάρχουν διαστάσεις και μεμονομένες απολυτοποιήσεις της ζωής. Η Εκκλησία διαθέτει ολόκληρη την αλήθεια, ενώ η αίρεση διακρίνεται για την μερικότητα και την αποσπασματικότητα. Και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι κάθε αποσπασματικότητα και κάθε υπερτονισμός ενός μέρους της αλήθειας σε βάρος της καθολικότητος όχι μό­νο συνιστά αιρετικό τρόπο ζωής, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και ένα σχιζοφρενικό τρόπο ζωής. Άλλωστε, αφού η αίρεση ορίζεται ως επιλογή ενός μέρους της αλήθειας και η σχιζοφρένεια ορίζεται ως υπερτονισμός ενός μέρους και παραθεώρηση ενός άλλου, ή του πληρώμα­τος της καθολικότητος, αυτό σημαίνει ότι κάθε αίρεση συνδέεται στενά με την σχιζοφρένεια, δηλαδή την απομονωμένη λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητος.
Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία έχουσα όλη την αλήθεια που είναι στην πραγματικότητα όχι αφηρημένη, αλλά υπαρξιακή, αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και αγωνίζεται να τους οδηγήση στην θέωση, που συνιστά την πνευ­ματική ολοκλήρωση του ανθρώπου. Αντίθετα, πολλές ανθρώπινες επιδιώξεις, που εκφράζονται με τις ιδεολο­γίες και την τέχνη είναι αποσπασματικές, γι’ αυτό και καταλυτικές για την αλήθεια και τον άνθρωπο. Η ται­νία αυτή που τώρα άρχισε να προβάλλεται είναι αποσπασματική, γιατί δείχνει μια πλευρά του Χριστού και μάλι­στα κακοποιημένη.
Το διδασκαλικό έργο της Εκκλησίας
Αφού η Εκκλησία ως Θεανθρώπινο Σώμα και όχι ως ένα ανθρώπινο σωματείο, ως Θεανθρώπινος Οργανισμός και όχι ως μια ανθρώπινη οργάνωση διαθέτει την αλή­θεια και την σωτηρία, επιδιώκει δια των Ποιμένων της να καθοδηγήσει το λαό στη βίωση αυτής της αλήθειας.
Κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος ένα από τα βασι­κά καθήκοντα του Ποιμένος είναι το διδασκαλικό, αφού «διδάσκαλος έστιν όντως». Αν η διδασκαλία είναι απαραίτητη σε όλες τις εποχές, πολύ περισσότερο χρειάζε­ται στην δική μας εποχή, στην οποία επικρατεί ένας θα­νάσιμος συγκρητισμός. Συμβιβάζουμε όλα τα ασυμβίβαστα, λατρεύουμε πολλές θεότητες, καταλήγουμε στην ειδωλολατρεία, απομονώνουμε τις ανθρώπινες λειτουργίες από την ολότητα της ψυχοσωματικής μας υπάρξεως και γενικά διαταράσσουμε την υπάρχουσα ισορροπία.
Είναι λυπηρό να ονομάζεται κάποιος Χριστιανός και μάλιστα να θίγεται όταν αποκληθή διαφορετικά, ενώ αρνείται ή αγνοεί βασικές διδασκαλίες της πίστεως. Και το χειρότερο είναι όταν το κάνη αυτό εν ονόματι μιας κα­κώς νοουμένης τέχνης, μιας επιδερμικής κουλτούρας και μιας ψευδούς ελευθερίας. Βέβαια, η αληθινή τέχνη δεν υπερτονίζει ένα μέρος της ζωής σε βάρος του άλλου, η πραγματική κουλτούρα δεν απορρίπτει βασικές πλευρές της ανθρώπινης ζωής και η ουσιαστική ελευθερία δεν απομονώνεται ή αποξενώνεται από την αληθινή αγάπη. Σε αντίθετη περίπτωση η τέχνη υποβαθμίζει τον άνθρωπο, η κουλτούρα τον νεκρώνει και η ελευθερία οδηγεί την αν­θρώπινη ύπαρξη στο μηδέν.
Γι’ αυτό οι Ποιμένες της Εκκλησίας πρέπει να προ­σφέρουν την Ευαγγελική και εκκλησιαστική αλήθεια στους πιστούς της και να τους αναγεννούν καθημερινά. 
Αυτό είναι αναγκαίο και απαραίτητο γιατί αυτή η διδα­σκαλία, επειδή συνδέεται με τις εντολές του Χριστού, εί­ναι θέμα ζωής. Ο Ίδιος ο Χριστός είπε: «ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει ζωήν αιώ­νιον, και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ιω. ε’ 24). Άρα ο λόγος του Θεού δεν είναι ένας κενός, φλύαρος, ανθρώπινος λόγος, αλλά θεία Χάρη και θεία ενέργεια και επομένως αναγεν­νά τον άνθρωπο.
Βέβαια, μερικοί σήμερα αισθάνονται ώριμοι και πεπληρωμένοι και δεν θέλουν να δέχωνται πνευματική κα­θοδήγηση από τους Ποιμένας της Εκκλησίας. Ισχυρί­ζονται ότι οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι για την ζωή τους και ότι μόνοι τους θέλουν να αναζητήσουν να βρούν την α­λήθεια, γι’ αυτό και αρνούνται κάθε είδους υπευθυνότητα και αρμοδιότητα στους Ποιμένες της Εκκλησίας. Αλλά η πνευματική ωριμότητα έγκειται στην ταπείνω­ση του πνεύματος και στην έλευση της θείας Χάριτος. Ώριμοι δεν είναι εκείνοι που κλείονται ερμητικά στον ε­αυτό τους και τον θέτουν κριτήριο και κέντρο όλου του κόσμου, αλλά όσοι ταπεινώνονται, εξέρχονται από την φρικτή φυλακή του εαυτού τους και αναζητούν την πλη­ρότητα στον Χριστό και την Εκκλησία Του. Και η προ­σφορά της αλήθειας γίνεται δια των γνησίων Ποιμένων.
Ο Χριστός, μιλώντας προς τους Μαθητάς Του είπε: «ο ακούων υμών εμού ακούει και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί· ο δε εμέ αθετών αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. ι, 16). Οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν είναι α­πλώς οι αντιπρόσωποι του Χριστού, ωσάν ο Χριστός να κατοική απλώς στους ουρανούς και έχει εκχωρήσει τα καθήκοντα της διακυβερνήσεως της Εκκλησίας στους Ποιμένες, αλλά το μυστήριο της αισθητής παρουσίας του Χριστού πάνω στην γη. Γι αυτό και οι Ποιμένες της Εκ­κλησίας είναι εις τύπον και τόπον της Κεφαλής της Εκκλησίας, δηλαδή του Χριστού. Ο ιερός Χρυσόστομος δι­δάσκει ότι έργο του ιερέως είναι να παρακολουθή τις αι­ρετικές διδασκαλίες και ιδέες που κυκλοφορούν, και στην συνέχεια να διδάσκη τον λαό, ώστε να προφυλαχθή από αυτές. Έτσι, πνευματική ωριμότητα διαθέτει ο άνθρω­πος εκείνος, που καθοδηγούμενος από τους Ποιμένες της Εκκλησίας, όπως ο Ισραηλιτικός λαός από τον Μωυσή, εξέρχεται από την γη της Αιγύπτου και πορεύεται προς την γη της επαγγελίας.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός
Και ερχόμαστε στο βασικό σημείο το οποίο, δυστυ­χώς, διαστρεβλώνεται στην ταινία στην οποία αναφερόμαστε. Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, δηλαδή τέλειος Θεός και τέ­λειος άνθρωπος. Η θεία με την ανθρώπινη φύση ενώθηκαν ατρέπτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως και αδιαιρέτως στο Πρόσωπο του Λόγου. Αυτή η πίστη είναι το θεμέλιο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν πρόκειται για μια λεπτο­μέρεια, που αν κλονισθή ίσως δεν επιφέρει καμμία αλλοίωση στον εκκλησιαστικό Οργανισμό, αλλά για το κεντρικό θεμέλιο της πίστεως. Γιατί, εφ’ όσον ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι αν κλονισθή αυτή η διδασκαλία, τότε αυτομάτως και η Εκκλη­σία συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρωποκεντρικών συ­στημάτων και άρα ο άνθρωπος παραμένει αιωνίως αλύτρωτος.
Είναι χαρακτηριστικός ένας διάλογος που έγινε με­ταξύ του Χριστού και των Μαθητών Του. Τους ερώτησε: «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον υιόν του ανθρώπου;». Εκείνοι τον πληροφόρησαν ότι τον θεωρούν ως τον Ηλίαν, τον Ιερεμίαν ή έναν από τους άλλους Προφήτας. Και όταν ο Χριστός επανήλθε και ζήτησε την προ­σωπική τους άποψη πάνω στο θέμα αυτό, ο Απόστολος Πέτρος εξ ονόματος όλων απήντησε: «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος». Με αφορμή αυτήν την ο­μολογία ο Χριστός διεκήρυξε: «μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, άλλ ο πα­τήρ μου ο εν τοίς ουρανοίς, καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκ­κλησίαν» (Ματθ. ιστ, 13-18). Η πέτρα πάνω στην οποία στηρίζεται η Εκκλησία είναι η ομολογία ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι όταν κλονίζεται αυτή η πίστη και ομολογία, τότε κλονίζονται τα θεμέλια της Εκκλησίας.
Ο Χριστός, εκτός του ότι είναι αληθινός Θεός, είναι και αληθινός άνθρωπος, δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ενηνθρώπησε, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση. Όμως υπάρχουν μερικοί σήμερα οι οποίοι όχι μόνον δεν μπορούν να καταλάβουν την θεότητα του Χρι­στού, αλλά ούτε μπορούν να ερμηνεύσουν και την ανθρωπότητα του Χριστού. Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός ως άν­θρωπος είχε όλα τα προβλήματα εκείνα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι, κυρίως τα σαρκικά, και έτσι θέλουν να τον ερμηνεύσουν, όπως γίνεται στην ταινία στην οποία αναφερόμαστε.
Το θέμα είναι αρκετά μεγάλο και δεν θέλουμε να κου­ράσουμε τον αναγνώστη με την ανάπτυξη της ορθόδοξης διδασκαλίας πάνω στο κρίσιμο αυτό σημείο. Εκείνο ό­μως που θέλουμε ιδιαιτέρως να υπογραμμίσουμε είναι ότι, ενώ ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση με όλα τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, εν τούτοις δεν προσέλαβε τα λεγόμενα διαβλητά και αμαρτωλά πάθη, που είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του Αδάμ, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Τα αδιάβλητα πάθη τα οποία προσέλαβε ο Χριστός, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό είναι «η πείνα, η δίψα, ο κόπος, ο πόνος, το δάκρυον, η φθορά, η του θανάτου παραίτησις, η δει­λία, η αγωνία, εξ ης οι ίδρωτες, οι θρόμβοι του αίματος, η δια το ασθενές της φύσεως υπό των αγγέλων βοήθεια και τα τοιαύτα, άτινα πάσι τοίς ανθρώποις φυσικώς ενυπάρχουσι». Παρά ταύτα ο Κύριος δεν προσέλαβε τα δια­βλητά πάθη, τα οποία συνιστούν την αμαρτία, γι’ αυτό είναι τελείως αναμάρτητος. Ο Απόστολος Πέτρος έγρα­φε στην Καθολική του επιστολή: «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α, Πετρ. β, 22). Και ο Ίδιος ο Χριστός προκαλούσε τους συγχρό­νους Του: «Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιω. η, 46).
Επομένως, ο Χριστός δεν είχε τις σαρκικές επιθυμίες και τις επαναστάσεις του σώματος, αφού, όπως λέγει πά­λι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μεγάλος δογματικός θεολόγος της Εκκλησίας,, «ουδέ το σπερματικόν και γεννητικόν είχε ο Κύριος». Και ξέρουμε καλά από την διδα­σκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, ότι το σπερ­ματικό και γεννητικό είναι αποτέλεσμα του προπατορι­κού αμαρτήματος και είναι βλασφημία να υποστηρίζουμε ότι ο Χριστός είχε τέτοια προβλήματα. Ο Χριστός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και δεν εί­ναι κατά φαντασία άνθρωπος, αλλά όμως την προσέλα­βε χωρίς την αμαρτία. Άρα, η αγωνία και ο εσωτερικός πειρασμός για την διάπραξη της αμαρτίας, η αμφιταλάντευση γύρω από το θέμα αυτό, η αποδοχή της αμαρτίας στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής, η αγωνιώδης κατάστα­ση του συνδυασμού, πολύ δε περισσότερο η πραγματο­ποίηση της αμαρτίας είναι ξένα προς τον Χριστό και ε­πομένως καθαρά αίρεση και βλασφημία.
Αυτός ο προβληματισμός είναι καρπός και αποτέλεσμα του προβληματισμού του συγγραφέα του βιβλίου πά­νω στο οποίο στηρίχθηκε η ταινία (δηλαδή του Καζαντζάκη), ο οποίος προς το τέλος της ζωής του ομολόγησε: «Τρία τα μεγάλα θεολογικά στάδια που πέρασα. 1. Θεέ μου, εσύ θα με σώσης. 2. Θεέ μου, εγώ θα σε σώσω· 3. Μαζί θα συνεργασθούμε μαζί θα σωθούμε Θεέ μου». Σ’ αυτήν την πορεία φαίνεται η αγωνία του «Θεού» του συγγραφέως, αλλά και η αγωνία του συγγραφέως να σώ- ση τον δικό του «Θεό». Αυτή η αγωνία έχει περάσει και στην ταινία.
Αλλά όλο αυτό το περιεχόμενο είναι άγνωστο στον αληθινό Θεό της Εκκλησίας, δηλαδή τον Θεάνθρωπο Χριστό. Στις φράσεις που αναφέραμε πιο πάνω φαίνεται άφ’ ενός μεν η ανθρωποκεντρικότητα του «θεού», αφ’ ετέρου δε η παντοδυναμία του ανθρώπου και η αυτοθέωσή μας, αφού και εμείς μπορούμε να γίνουμε «Salvatores Dei» δηλαδή «σωτήρες του Θεού»! Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθή ότι στην ταινία παρουσιάζεται η αγωνία του Χρι­στού πάνω στον Σταυρό και η απόδοση σ’ Αυτόν κατα­στάσεων που είναι έξω από το αληθινό Πρόσωπο και το πραγματικό έργο του Θεανθρώπου Χριστού.
Βέβαια, μερικοί ισχυρίζονται ότι χρειάζεται στις ημέ­ρες μας να γίνη μια απομύθευση του Χριστού. Εκτός του ότι αυτή η απομύθευση  πρέπει να στραφή και σε άλλες κατευθύνσεις μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι αυτό το έρ­γο είναι στην πραγματικότητα άρνηση της πίστεως, αλλά και αυτής της ίδιας της επιστήμης. Γιατί γνωρίζουμε ότι επιστημονικά κάθε απομύθευση στηρίζεται στην ανακάλυψη νέων κειμένων, νέων χειρογράφων, βάσει των οποίων αναθεωρείται η εικόνα που έχουμε για κάποιο πρό­σωπο και γεγονός. Αλλά στο θέμα του Χριστού δεν έ­χουμε τέτοια κείμενα και χειρόγραφα. Επομένως, η λεγομένη απομύθευση του Χριστού δεν στηρίζεται και επι­στημονικά. Όσοι ισχυρίζονται τέτοιες ιδέες είναι ψευδείς επιστήμονες, αφού στηρίζουν και προσανατολίζουν την επιστήμη τους πάνω σε ιδεολογικές σκοπιμότητες.
Εχθροί και άρρωστοι
Χρειάζεται όμως να τονισθή και μια άλλη αλήθεια, που είναι βασική για την Εκκλησία. Καίτοι υπάρχουν με­ρικοί εχθροί που πολεμούν τον Χριστό και αντιστρατεύονται το έργο της Εκκλησίας, δηλαδή είναι «οι εχθροί του σταυρού του Χριστού», η Εκκλησία δεν τους αντιμετωπίζει ως εχθρούς, άλλ’ ως αρρώστους πνευματικά, αφού έχουν μια περιορισμένη και αποσπασματική θεώ­ρηση της ζωής, και αυτής ακόμη της πίστεως της Εκ­κλησίας. Ένας άρρωστος δεν είναι ποτέ εχθρός. Και έ­χουμε παραδείγματα μέσα στην εκκλησιαστική ζωή, σύμ­φωνα με τα οποία λεγόμενοι εχθροί σε μια δεδομένη στιγ­μή μετεστράφησαν, απέκτησαν καθολική όραση της αλήθειας και έγιναν ομολογητές του Χριστού. Χαρακτη­ριστικό παράδειγμα είναι του αγίου Πορφυρίου του από μίμων, ο οποίος ως μίμος διακωμωδούσε το Βάπτισμα των Χριστιανών. Όταν όμως, κατόπιν θαύματος, αισθάνθηκε την ώρα εκείνη ότι δέχθηκε την Χάρη του Χριστού, ομολόγησε τον Χριστό και υπέστη το μαρτύριο για την δόξα Του, οπότε θεωρείται από την Εκκλησία μάρτυς Ιησού Χριστού. Άλλωστε, όπως αναφέραμε στην αρχή, η Εκκλησία δεν είναι μια ανθρώπινη ιδεολογία, αλλά κυ­ρίως και προ παντός οικογένεια, και μάλιστα πνευματι­κό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο.
Έτσι και εμείς μιμούμενοι τον Χριστό, αντιμετωπίζουμε όλους τους ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση. Γιατί, ενώ τώρα μπορεί να φαίνονται εχθροί, μπορεί να υπάρξη περίπτωση που να αποδειχθούν ομολογητές και μάρτυρες του Χριστού. Επομένως για όλους τους ανθρώπους η Εκκλησία περιμένει την ημέρα εκείνη κατά την οποία οι άρρωστοι, λόγω μιας αποσπασματικότητος, θα αποκτήσουν την καθολική θεώρηση της ζωής. Και αν καμμιά φορά η Εκκλησία φαίνεται λίγο αυστηρή στην αντιμετώπιση μερικών προβλημάτων, αυτό το κάνει από αγάπη, γιατί βλέπει την αίρεση σαν αρρώστεια που κα­ταστρέφει τον ίδιο τον άνθρωπο που την διαθέτει, αλλά αρρωσταίνει και τα υπόλοιπα μέλη της.
Επομένως, η ενδεχομένη «σκληρή» αντιμετώπιση με­ρικών περιπτώσεων δεν πρέπει να τεθή μέσα σε δικανικά σχήματα, αλλά σε θεραπευτικά, ιατρικά. Είναι και­ρός να δούμε την Εκκλησία σαν Νοσοκομείο που θερα­πεύει την μερικώς λειτουργούσα ανθρώπινη προσωπικό­τητα, και τους Κληρικούς ως ιατρούς που θεραπεύουν τον άνθρωπο με την δύναμη του κατ’ εξοχήν θεραπευτού, δη­λαδή του Χριστού.
Η ευθύνη της πολιτείας
Πέρα από όλα αυτά νομίζουμε ότι και η κάθε λογής εξουσία έχει την ευθύνη της πάνω στο θέμα αυτό που ανέκυψε. Και πάλιν θέλουμε να υπογραμμίσουμε εμφαντικά ότι δεν ενδιαφερόμαστε για την προστασία του Χρι­στού, αφού ο Ίδιος είναι ο Κύριος του ουρανού και της γης και επομένως η αυτοζωή, που διακυβερνά τα σύμπαντα και ζωοποιεί όλη την κτίση με τις άκτιστες ενέρ­γειές Του, μαζί με τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά για την προστασία του ανθρώπου και ταυτό­χρονα την προστασία της ίδιας της πολιτείας. Για την προστασία του ανθρώπου τονίσαμε τα δέοντα πιο πάνω. Για την προστασία της πολιτείας θέλουμε να υπογραμμί­σουμε ότι η εξουσία υπάρχει για να υπηρετή τον λαό και όχι ο λαός για να υπηρετή την εξουσία. Και επειδή ο ορ­θόδοξος λαός στην πλειοψηφία του είναι θρησκευτικός η πολιτεία πρέπει να σέβεται αυτήν την θρησκευτικότη­τα του λαού. Και αυτός ο σεβασμός είναι τιμή και υποχρέωση της πολιτείας.
Άλλωστε το ίδιο το ισχύον Σύνταγμα της χώρας συνετάγη στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Η επίκληση έχει ως εξής: «Σύνταγμα εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος». Και βεβαίως ο Χριστός, που διαστρέφεται από την ταινία που μελετάμε, είναι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αυτή δε η επί­κληση του Τριαδικού Θεού από το Σύνταγμα πιστεύουμε πως δεν είναι τυπική, αλλά έκφραση της διαχρονικής ευσέβειας του ελληνικού έθνους, αλλά και έκφραση της επιθυμίας να διευθύνεται αυτός ο λαός βάσει του θελήμα­τος του Τριαδικού Θεού.
Η πολιτεία ενδιαφέρεται για την υγεία των πολιτών της. Δεν χρειάζεται εγρήγορση και προσοχή και σε θέ­ματα πνευματικής υγείας του λαού; Έχουμε την βεβαιό­τητα ότι αυτό είναι απαραίτητο, γιατί σήμερα γίνεται από όλους παραδεκτό ότι τα προβλήματα που μαστίζουν τους ανθρώπους δεν είναι τόσο πολιτικά, κοινωνικά, οικονο­μικά, όσο κυρίως και προ παντός πνευματικά. Και η ύ­παρξη τέτοιων πνευματικών προβλημάτων είναι εκείνη που ναρκοθετεί την υγεία και την ακεραιότητα της κοι­νωνίας. Γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προστατεύση την πνευματική υγεία του λαού, αλλά να σεβασθή και τον ίδιο τον εαυτό της.
Η ταινία «ο τελευταίος πειρασμός» μας υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα πειρασμός του Χρι­στού, όπως εννοείται κακώς, αλλά πειρασμός των ανθρώπων. Και πραγματικά πάνω στον Γολγοθά, ενώ ο Χρι­στός δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα σαρκικού πει­ρασμού, αφού ο ίδιος ήταν αναμάρτητος, προσφέρθηκε από αγάπη προς το ανθρώπινο γένος να θυσιασθή, ώστε να ζήση ο κόσμος. Παρά ταύτα το γεγονός της σταυρώσεως υπήρξε πειρασμός για όλο τον κόσμο, για τους άρχοντας του Ισραήλ που σταύρωσαν τον Χριστό, για ό­λους εκείνους που συμμετείχαν στο μεγαλύτερο έγκλη­μα των αιώνων, αλλά και για τους δύο ληστές που σταυ­ρώθηκαν μαζί με τον Χριστό.
Αν δούμε την περίπτωση των δύο ληστών θα διαπι­στώσουμε ότι ο εκ δεξιών ληστής σώθηκε όχι για τα κα­λά του έργα, αφού ήταν εγκληματίας και ληστής, αλλά γιατί ομολόγησε στην θεότητα του Χριστού. Και ο εξ αριστερών ληστής καταδικάστηκε όχι για τα κακά του έρ­γα, αφού δεν ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο, αλλά γιατί βλασφημούσε τον Χριστό. Έτσι η θετική ή αρ­νητική αναφορά τους προς τον Χριστό καθόρισε την ζωή τους αιώνια.
Νομίζουμε ότι η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται δια μέ­σου των αιώνων, επομένως και στις ημέρες μας. Εξα­κολουθεί να υπάρχη ένας διαρκής πειρασμός των ανθρώπων σε σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού. Άλλοι ομο­λογούν την θεότητα του Χριστού και την αναμαρτησία του ως ανθρώπου και άλλοι βλασφημούν τον Χριστό. Οι πρώτοι σώζονται και οι δεύτεροι καταδικάζονται. Ουσιαστικά δεν καταδικάζονται από τον Χριστό, αλλά αυτοκαταδικάζονται, αφού δεν δέχονται την Χάρη Του.
Ο φόβος μας είναι μήπως η προβολή της ταινίας «ο τελευταίος πειρασμός» γίνει ένας διαρκής και αιώνιος πειρασμός για τον άνθρωπο. Με αυτήν την έννοια στρε­φόμαστε στον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και σε κάθε υπεύθυνο και ζητούμε νηφαλιότητα, ψυχραιμία και προ παντός σοβαρότητα.
Σεπτέμβριος 1987
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: 
"Παρεμβάσεις στην σύγχρονη κοινωνία" - Τόμος Α’ 
Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας)

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/teleftaios_peirasmos.el.aspx#ixzz2sF0VmOss

Ο ΤΕΚΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΟΦΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

Ο ΤΕΚΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΟΦΟΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ



 Ο ΤΕΚΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΟΦΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ
Νομικός με σπουδές Φιλοσοφίας-Θεολογίας και συγγραφέας


Η Μεταφυσική της Ανταρσίας 
   Από την πλευρά των μελετητών τώρα, και πέρα από φανατισμούς, ενώ ο Κα­ζαντζάκης αναγνωρίζεται ως «διανοού­μενος που θεολογεί περισσότερο από ό­λους τους Έλληνες διανοούμενους» (Μ. Αυγέρης), «μοναδικός Έλληνας λογο­τέχνης που έδωσε στο έργο του τόση θέ­ση στον Θεό και τον Χριστό που ούτε ο Παπαδιαμάντης δεν έδωσε» (Π. Χάρης) και «ο θρησκευτικώτερος όλων των συγγραφέων» (Κ. Τσάτσος), ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί με τους επί μέρους φι­λοσοφικούς και μεταφυσικούς προβλη­ματισμούς του, όπως η ιδέα της επικρά­τησης του κοινωνικού Χριστιανισμού, το πρόβλημα συνύπαρξης καλού και κακού, η αλληλενέργεια Θεού και κό­σμου, το πρόβλημα της θεοδικίας κ.ά. Οι περισσότεροι ασχολήθηκαν κυρίως με τη χριστολογία του Καζαντζάκη, ο­ίκος αυτή εμφανίζεται στα μυθιστορήματά του, είτε για να την επικρίνουν εί­τε για να την επικροτήσουν. Ακόμη περισσότερο, λίγοι έκαναν τον κόπο να μπουν πιο βαθιά και να αναζητήσουν τις ρίζες των θρησκευτικών του ιδεών που αντανακλώνται στα έργα του. Βέ­βαια, η θρησκευτική εικονοκλασία του, ο αντικληρικαλισμός ή η μετα-χριστιανικότητα του Καζαντζάκη, όπως τη χαρακτήρισαν μερικοί, έχουν ήδη επισημανθεί από πολλούς, όπως επίσης οι επιδράσεις που δέχτηκε από το έργο του Δαρβίνου, του Φρόιντ, του Μπερξόν και φυσικά του Νίτσε, που οι σκέψεις τους χάραξαν βαθιά τη ζωή του.
Έλληνες μελετητές του έργου του, όπως ο Ν. Ματσούκας (Η Ελληνική Παρόδους τον Καζαντζάκη, 1989) και ο Θ. Δετοράκης (Ο Καζαντζάκης και το Βυζάντιο, περιο­δικό Παλίμψηστο τ. 4) ορθά επεσήμαναν ότι στα βιβλία του παρουσιάζονται πολλά στοιχεία της ελληνορθόδοξης παράδοσης, ενώ ξένοι όπως οι D. Middleton και P. Bien (Gods Struggler: Religion in the Writings of N. Kazantzakis, 1996) έχουν να πουν ίσως περισσότερα αφενός για τη θρησκευτικότητά του και τη «θεολογία της πάλης», αφετέρου για το θρησκευτικό αντικομφορμισμό και τη «μεταφυσική της ανταρσίας», όπως χαρακτηρίζουν τη σκέψη του.
Ωστόσο, οι μέχρι σήμερα μελέτες γενι­κά είναι ανεπαρκείς, γιατί δεν εξηγούν από πού αντλεί ο Καζαντζάκης ένα με­γάλο μέρος των ετερόκλητων και φαι­νομενικά αντιφατικών και προκλητι­κών ιδεών του. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι καθαρά «καζαντζικής» προέλευσης, δηλαδή προσωπικές πεποιθήσεις. Και πράγμα­τι είναι.
Η μεταφυσική του σχεδία είναι πολυφωνική αλλά οι ρίζες των ιδεών του θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού και κυ­ρίως στις επιδράσεις που δέχτηκε από την ένταξή του στον Ελευθεροτεκτονισμό και τις μελέτες του στη Θεοσοφία, ένα πεδίο που, όπως ορθά επισημαίνει ο μελετητής του έργου του Βρασίδας Καραλής, παραμένει μέχρι σήμερα ανεξε­ρεύνητο.
Η Επαφή με τον Τεκτονισμό 
Η φιλοσοφική αναζήτηση του Καζαντζάκη ξεκίνησε πολύ νωρίς, όταν σε η­λικία 26 ετών, έχοντας πάρει το πτυχίο της Νομικής Σχολής, φεύγει από την Ελλάδα και πηγαίνει στο Παρίσι, το 1907, για να παρακολουθήσει μαθήμα­τα φιλοσοφίας από τον Μπερξόν. Ταυ­τόχρονα μελετά το έργο του Νίτσε και λίγα χρόνια μετά γράφει τη διδακτορι­κή του διατριβή Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη φιλοσοφία τον Δικαίου και της Πολιτείας, για να ονομαστεί υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην έδρα της Φιλοσο­φίας του Δικαίου.
Στο Παρίσι μένει μέχρι το 1909 και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Εδώ ξεκινάει μια περιπλάνηση με σκοπό να γνωρίσει όλες τις γωνιές της ελληνικής γης και το 1914 επισκέπτεται με τον Άγγελο Σικελιανό το Άγιον Όρος. Η γνωριμία του με τον Σικελιανό θα στα­θεί καθοριστική, αφού έτσι έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τις θεοσοφικές ιδέες, που είχαν μεγάλη απήχηση σε πολ­λούς διανοούμενους εκείνης της εποχής. Μέσα από το Σικελιανό, που ήταν βαθύς γνώστης της Θεοσοφίας, ο Καζαντζάκης ανακαλύπτει έναν καινούριο κόσμο, νέες ιδέες (κυρίως το θεοσοφικό συγκρητισμό), οι οποίες και είχαν άμεση επίδραση στο έργο του. Έτσι, το 1921 πηγαίνει στη Βιέννη και μελετά τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου και ιδιαίτερα το Βουδισμό. Η ενασχόλησή του αυτή, σε συνδυασμό με τη γνωριμία του με τον Κομμουνισμό, την περίοδο 1922-24 που Βρισκόταν στο Βερολίνο, είχε ως αποτέλεσμα η μέχρι τότε ιδεο­λογία του, που ήταν κατά βάση ελληνο­κεντρική, να αποκτήσει πλέον έναν πιο οικουμενικό χαρακτήρα.
Σ’ αυτό το κλίμα αναζήτησης το 1926 ε­πισκέπτεται τους μοναχούς του Σινά και του Θιβέτ, όπως επίσης την Κίνα και την Ιαπωνία, για να γνωρίσει από κο­ντά αυτούς τους μεγάλους πανάρχαιους πολιτισμούς.
Την ίδια περίοδο πηγαίνει για λίγο στη Γαλλία και σύμφωνα με ορισμένα στοι­χεία μυείται στον Τεκτονισμό. Το ότι ο Καζαντζάκης υπήρξε τέκτονας είναι γνωστό από τα λεγόμενα του φίλου του, συγγραφέα Παντελή Πρεβελάκη, ο ο­ποίος όμως λανθασμένα αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης είχε μυηθεί σε Στοά της Αθήνας το 1907. Την ίδια πληροφορία μεταφέρει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης (Ο Καζαντζάκης μιλεί για τον Θεό, σελ. 53) με την παρατήρηση ότι «δεν γνωρίζου­με τίποτε άλλο για την τεκτονική του σταδιοδρομία, αν ανέβηκε σε ανώτερα δηλαδή στάδια και αν παρακολουθούσε τεκτονικές εργασίες για πολλά χρόνια». Για το ίδιο θέμα, η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη στο γνωστό της βι­βλίο Για να Γίνει Μεγάλος. Επίσης είναι γνωστό ότι σε επιστολόχαρτά του ο Καζαντζάκης είχε τυπώσει τον ουροβόρο όφι, ένα από τα σύμβολα της Θεοσοφίας και μέσα στον κύκλο το ψευδώνυμό του Πέτρος Ψηλορείτης με τη φράση «εν το παν», ενώ στην Οδύσσειά του (Β' στιχ. 811-813) μνημονεύει τη σβάστικα, γνωστό αποκρυφιστικό σύμβολο που έ­χει την καταγωγή της στην αρχαία ινδι­κή θρησκεία.
Τη δεκαετία του ’30, ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα, ο Καζαντζάκης υπέβαλε αίτηση μύησης στη Στοά της Θεσσαλο­νίκης Μέγας Αλέξανδρος, η οποία όμως απορρίφθηκε, γιατί ο ίδιος δήλωνε άθεος, κάτι που αντιβαίνει μια από τις θεμε­λιώδεις αρχές του Τεκτονισμού, που εί­ναι η πίστη στον Θεό. Βέβαια, η άποψή του αυτή δεν είχε αποτελέσει εμπόδιο για την ένταξή του πριν λίγα χρόνια σε γαλλική Στοά, γιατί ο γαλλικός Τεκτο­νισμός στη συντριπτική του πλειοψηφία έχει διαγράψει από τις βασικές του αρχές την πίστη στον Θεό.
Το γεγονός αυτό είχε -από πολύ παλιά- ως αποτέλεσμα οι τεκτονικές δυνάμεις των άλλων κρατών να μην αναγνωρί­ζουν πλέον το γαλλικό δόγμα και να θεωρούν τις Στοές που εργάζονται υπό την αιγίδα του όχι κανονικές αλλά «άτα­κτες», δηλαδή εκτός κανονικής τάξης. Έτσι εξηγείται γιατί δεν αναγνώρισε η ελληνική Στοά την τεκτονική ιδιότητα του Καζαντζάκη που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και φυσικά ο λόγος που αρνήθηκε να τον δεχθεί έστω εξαρχής, ως νέο μέλος, λόγω των πεποιθήσεών του. Παρά τη μικρή του εμπλοκή με τον Τε­κτονισμό -δεν πρέπει να ξεπέρασε το βαθμό του Εταίρου- οι ιδέες του Τεκτο­νισμού και κυρίως ο ουμανιστικός του χαρακτήρας επηρέασαν βαθιά τη ζωή και το έργο του Καζαντζάκη.
...η Έλλη Αλεξίου μνη­μονεύει τις τρεις τελείες στην υπογρα­φή του Καζαντζάκη...
Η Επίδραση της Θεοσοφίας 
Τι αποκόμισε λοιπόν ο Καζαντζάκης από τη θητεία του στον Τεκτονισμό και το συγχρωτισμό του με τη θεοσοφική σκέψη;
Πρώτα απ’ όλα την τάση του για το θρησκευτικό συγκρητισμό, όπως φαί­νεται στην Ασκητική, αλλά κυρίως την αντί­ληψη ότι ο Θεός εμφα­νίζεται με διάφορα πρόσωπα, ανάλογα τις τοποχρονικές συνθή­κες, άλλοτε ως Αλλάχ, άλλοτε ως Βούδας, Θεός, Βράχμα, Ρα, Διόνυ­σος, Δίας, Γιαχβέ κ.ά., όπως και τον παρου­σιάζει στα βιβλία του. Για τον Καζαντζάκη δεν έχει σημασία η μορφή αλλά το ότι υπάρχει Θεός και εμφανίζεται με διάφορα πρόσωπα. Ακόμη, για τον ίδιο, Θεός είναι η ζωτική ορ­μή του Ηράκλειτου ή το elan vital του Μπερξόν. Ο Θεός βρίσκεται μέσα στη ζωή, στον άνθρωπο, και μάχεται για τη δική του σωτηρία.
Η σχέση του με τη θεοσοφία τον οδήγη­σε στη μελέτη του Βουδισμού και των ανατολικών θρησκειών. Χαρακτηριστικό αυτής της επίδρασης είναι το γεγονός πως δημοσίευσε το πρωτόλειο έργο του Όφις και Κρίνος με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή, όπου σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση Κάρμα είναι ο νόμος της σχέσης του αιτίου και του αιτιατού (ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος αυτό θερίζει) και Νιρβάνα η κατάσταση της απόλυτης ανά­παυσης στην οποία φθάνει ο άνθρωπος ύστερα από συνεχείς μετενσαρκώσεις με σκοπό την τελειοποίησή του. Επίσης στα μυθιστορήματά του συχνά παρεμβάλει μικρές ιστορίες και παραμύθια ανατο­λίτικης προέλευσης, στα οποία μάλιστα φαίνεται και η υιοθέτηση κάποιων από­ψεων σούφικης προέλευσης.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι σι αντιλήψεις του περί καλού και κακού και για τα στάδια ενοποίησης και συγ­χώνευσης καλού-κακού. Το κακό, όπως συνήθως το εννοούμε, δεν υπάρχει. Για την άποψή του αυτή είναι χαρακτηρι­στικό το εξής απόσπασμα από την Ασκητική: «Δεν πολεμούμε τα σκοτεινά μας πάθη με νηφάλια, ανεμικιά, ουδέ­τερη, πάνω από τα πάθη αρετή. Παρά με άλλα σφοδρότερα πάθη. Αφήνουμε τη θύρα μας ανοιχτή στην αμαρτία». Πίστευε ότι ο άνθρωπος αγωνιζόμενος μεταστοιχειώνει την ύλη σε πνεύμα και αυτομυούμενος φτάνει στο ανώτατο σημείο τελειοποίησης. Συχνή είναι η α­ναφορά στα έργα του της φράσης: «Θεέ μου, κάνε με Θεό» (Οδύσσεια Ξ' στιχ. 210-212, Συμπόσιο σελ. 48, Ο Τελευταίος Πειρασμός σελ. 152,273).
Όπως και οι θεοσοφιστές, αρνιόταν να δεχτεί ότι υπάρχει κόλαση, άσχετα αν τη μνημονεύει συχνά στα μυθιστομήματά του, βάζοντας τους ήρωές του να λένε φράσεις για τον παράδεισο και την κόλαση. Παράλληλα ο Καζαντζάκης πίστευε ότι ο Θεός «κρατάει σφουγγάρι και ότι όλοι οι αμαρτωλοί θα σωθούν και ο Σατανάς ο ίδιος» (Ο Φτωχούλης τον Θεού, σελ. 318).
Από γράμμα του Νίκου Καζαντζάκη στον Π. Τζελέπη, όπου διακρίνονται οι τρεις τεκτονικές τελείες κάτω από τη λέξη «Θεός».
Ο Ιούδας και οι Άλλοι Αντιήρωες 
Μια αξιοσημείωτη παράμετρος στο έρ­γο του είναι ότι πρόσωπα ανταρτών και επαναστατών τα παρουσιάζει ως ήρωες ή άγιους, κάτι που και η Θεοσοφία ανα­γνωρίζει σε μυθικές μορφές όπως ο Δαθάν, ο Αβιρών, ο Κάιν, ο Ιούδας κ.ά. Ειδικά τον Κάιν, ο Καζαντζάκης, όπως και ο πολύ παλαιότερός του Λόρδος Μπάιρον, τον εκθειάζει: «Ο Κάιν, αυτός ο απελπισμένος και περήφανος. Τον αγαπώ, ως αγαπούμε ό,τι μας μοιάζει» (Ε. Αλεξίου, Για να Γίνει Μεγάλος, σελ. 138). Όσον αφορά τον Ιούδα, είναι γνωστό ότι παίζει ηγεμονικό ρόλο στα μυ­θιστορήματά του και ιδι­αίτερα στον Τελευταίο Πειρασμό. Όπως και οι αρχαίοι Γνωστικοί, ο Κα­ζαντζάκης ισχυρίζεται ό­τι η προδοσία του Ιούδα είναι μια θεϊκή αποστολή. Τον θεωρεί συνεργάτη του Ιησού στη σωτηρία του κόσμου και εμ­φανίζει τον Χριστό να παρακαλεί τον Ιούδα να πάει στους Φαρισαίους να τον προδώσει, έργο που για τον συγγραφέα είναι πολύ βαρύτερο από τη σταύρωση του ίδιου του Ιησού (Ο Τελευταίος Πειρα­σμός, σελ. 423. 437).
Από επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη. Πάνω δεξιά υπάρχει τυπωμένο το ταοϊστικό σύμβολο Γιν-Γιανγκ με τις γραμμές ακτινωτά του Ι-Τσινγκ.
Όπως και η ιδρύτρια της Θεοσοφίας Ε. Μπλαβάτσκι, ο Καζαντζάκης πίστευε ότι τα Ευαγγέλια είναι παραποιημένα και έπρεπε κάποιος να τα αποκαταστήσει. Ο ίδιος έγραφε ότι προσπαθούσε «να ξανασαρκώσει την ουσία του Χρι­στού, παραμερίζοντας τις σκουριές, τις ψευτιές και τις μικρότητες που τον φόρτωσαν και τον παραμόρφωσαν όλες οι Εκκλησίες και όλοι οι ρασοφόροι της Χριστιανοσύνης».
Στην προσπάθειά του αυτή μελέτησε πολλά απόκρυφα Βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, απ' όπου άντλησε πολ­λά στοιχεία που τα θεωρούσε αν όχι πε­ρισσότερο, τουλάχιστον εξίσου αξιόπι­στα με αυτά της Βίβλου. Για τον Τελευταίο Πειρασμό, το πολύκροτο αυτό έργο, η σύζυγός του Ελένη Καζαντζάκη σε συ­νέντευξή της στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (21.1.96) αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης άντλησε το υλικό του από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Καζαντζάκης ασπαζόταν την άποψη -διαδεδομένη στους κύκλους των τε­κτόνων και θεοσοφιστών- ότι ο Ιησούς είχε μαθητεύσει κοντά στους Εσσαίους. Τέλος, πίστευε ότι ο Ιησούς ήταν άνθρωπος που είχε μέσα του τον Θεό, ακριβώς όπως όλοι οι άνθρωποι.
Για τον Καζαντζάκη όλοι είμαστε εν δυνάμει θεάνθρωποι, όλοι έχουμε μέσα μας το θείο και με τον αγώνα και την προσωπική άσκηση υπάρχει η δυνατό­τητα να αποκτήσουμε ίσως κάποτε τη θεία υπόσταση του Χριστού και να φτάσουμε στη θέωση. Την ίδια άποψη υπογραμμίζει και ο Ρούντολφ Στάινερ, ο ιδρυτής της Ανθρωποσοφίας, που α­ναφέρει: «Για εκείνους που έχουν ανα­γνωρίσει τη θεία τους φύση, ο Ιησούς και ο Βούδας είναι μυημένοι με την πλέον υψηλή έννοια. Ο Ιησούς είναι έ­νας μυημένος μέσω της εγκατοίκησης της ύπαρξης του Χριστού μέσα του...» (Αρχαία Σοφία και Χριστιανισμός, σελ. 108-110).
Έτσι και στον Καζαντζάκη. Ο άνθρω­πος έχει μέσα του τον Θεό αλλά πρέπει να αγωνιστεί για να τον σώσει. Ο ίδιος ο Θεός χρειάζεται βοήθεια. Γι' αυτό και η Ασκητική του έχει τον υπότιτλο Salvatores Dei, δηλαδή Σωτήρες του Θεού.


Απόσπασμα από το άρθρο «Ο Τέκτονας και Θεόσοφος ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ»  του ΔΗΜΗΤΡΗ ΤΣΙΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ στο περιοδικό ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ τεύχος 1ο


ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ
 Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον     www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/kazantzakis_8eosofia.el.aspx#ixzz2sF05I9BU

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΣΜΟΣ
ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ*
Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιερόθεος
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

   Το θέμα το οποίο πρόκειται να εισηγηθώ είναι πολύ μεγάλο και έχει πολλές προεκτάσεις, ήτοι θεολογικές, κοινωνικές και λογοτεχνικές, αφού άλλωστε μέσα από τα κείμενα των λογοτε­χνών μας περνούν όλοι οι καϋμοί, τα οράματα και τα βιώματα του λαού μας. Ωστόσο όμως 0ά επιδιώξω να παρουσιάσω, με συντομία, μερικές από τις κρίσιμες απόψεις του θέματος και κυρίως θα εντοπίσω το θέμα Ορθοδοξίας και Πουριτανισμού σε δύο έργα, στο έργο του Παπαδιαμάντη «Εξοχική λαμπρή» και στο έργο του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Και πάλι τονίζω ότι δεν θα εξετάσω όλες τις πλευρές που θα μπορούσα να κάνω, αλλά μερικά από όσα νομίζω ότι είναι εκθέσιμα.
Ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδος
Πριν προχωρήσω όμως στην καθ’ εαυτό ανάπτυξη του θέματός μου, θα ήθελα να δούμε για λίγο τον «χώρο» στον οποίο μεγάλωσε ο Παπαδιαμάντης και βέβαια και τον τρόπο ζωής του κληρονόμησε ο Καζαντζάκης.
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για τον ελληνισμό, ήτοι το 1851, και βέβαια μεγάλωσε σε μια εποχή κατά την οποία γινόταν επίσημες διεργασίες για τον πολιτιστικό Εκσυγχρονισμό της Ελλάδος, που ταυτίζεται με τον εξευρωπαϊσμό, και αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα είναι και προδοσία έναντι όλου του πολιτιστικού πλούτου του Γένους.
Τελευταία διάβασα δύο καταπληκτικά κείμενα, ήτοι το βι­βλίο της Έλλης Σκοπετέα με τίτλο «Το “Πρότυπο Βασίλειοκαι η Μεγάλη Ιδέα (1820-1880)», που είναι από τα εγκυρό­τερα επιστημονικά βιβλία πάνω στο θέμα αυτό, και ένα κείμε­νο της Ευθυμίας Μαυρομιχάλη με τίτλο «Οι καλλιτεχνικοί σύλ­λογοι και οι στόχοι τους (1880-1910)». Και τα δύο αυτά κεί­μενα, χωρίς να αναφέρονται στον Παπαδιαμάντη, παρουσιά­ζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία έζησε και μεγάλωσε, αλλά και κοιμήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και νομίζω δεί­χνουν την μεγαλωσύνη αυτού του ανθρώπου.
Η Έλλη Σκοπετέα στο βιβλίο της εκθέτει διεξοδικά το γε­γονός ότι μετά την Επανάσταση του 1821 παρατηρείται στον ελληνικό χώρο μια προσπάθεια απογαλακτισμού της Ελλάδος από την έως τότε παράδοσή της και την προσάρτησή της στην Ευρώπη. Οπότε με όλες τις διεργασίες που έγιναν προσπά­θησαν οι Ευρωπαίοι να αναπτύξουν μια καινούρια ιδεολογία και μια νέα συνείδηση στους Έλληνες πολίτες του Ελληνικού Κράτους. Η διεξοδική ανάπτυξη της διαφοράς μεταξύ των Ελ­λήνων και των Ελλαδιτών, η προσπάθεια ορισμού των συνό­ρων του νέου Κράτους, οι διαμάχες μεταξύ των αυτοχθόνων και των ετεροχθόνων και η τελική νίκη των αυτοχθόνων, η διά­κριση μεταξύ «των μέσα και έξω Ελλήνων» και η διαφορά μεταξύ Επτανησίων και Φαναριωτών δείχνει την διπολικότητα των κατοίκων που ζούσαν στο Ελληνικό Βασίλειο. Παρατηρείται μια προσπάθεια να αποκτήσουν οι Έλληνες ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα από την γλώσσα, την θρησκεία και την Παι­δεία. Με πολλές προσπάθειες κατασκευαζόταν ένα «πρότυπο Βασίλειο», το ελληνικό Κράτος, το οποίο ταυτιζόταν με το εθνικό Κράτος, και το οποίο «άρχιζε στην ουσία από το ση­μείο μηδέν»1. Το κενό που άφηνε η απομάκρυνση του Τούρκου καταχτητή έπρεπε να καλυφθή. «Επείγε η ανάγκη της αυτοτελούς πλέον επεξεργασίας μιας νέας συνείδησης, στο νέο πλαίσιο αναφοράς που ήταν το εθνικό κράτος»2. Μάλιστα ο Σπυρίδων Τρικούπης ως εξής καταγράφει το διπλό χαρακτηρισμό της Επανάστασης του 1821: «επανάστασις και αποστασία»3. Και βέβαια «η κατεύθυνση την οποία ακολούθησε το Βασίλειο ήταν δεδομένη: εξομοίωση με την Ευρώπη»4 και μάλιστα την Ευρώπη του διαφωτισμού, που σαφώς απομακρυνόταν από τον ορθόδοξο φωτισμό.
 […]
 Ορθοδοξία και Πουριτανισμός 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ιστορική Εκκλησία, που αποτελεί συνέχεια του πρώτου Χριστιανισμού, όπως τον διέ­σωσαν οι Απόστολοι, οι Αποστολικοί Πατέρες, οι μεγάλοι Πατέρες, οι Μάρτυρες και Ομολογητές, οι Όσιοι και ασκη­τές. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο άνθρωπος είναι το αντι­κείμενο της αγάπης του Θεού. Ο Θεός αγαπά όλους τους αν­θρώπους, δικαίους και αδίκους, με την διαφορά ότι οι άνθρω­ποι ανάλογα με την πνευματική τους κατάσταση εκλαμβάνουν και βιώνουν την αγάπη του Θεού κατά διαφορετικό τρόπο, είτε ως Κόλαση είτε ως Παράδεισο. Η αμαρτία εκλαμβάνεται ως ασθένεια της ανθρώπινης φύσεως, και επομένως η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού έγινε για να θεραπεύση τον άν­θρωπο και να τον ελευθερώση από τα συμπτώματα της αμαρ­τίας που είναι ο θάνατος και η φθορά. Επίσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύουμε ότι η τελική κρίση θα γίνη κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, ότι ο Θεός έδωσε την κρίση στον Χριστό που θα την εξασκήση κατά την Δευτέρα Παρου­σία. Έτσι η Εκκλησία δεν εκλαμβάνεται ως νομικό κατασκεύα­σμα, ούτε ως ιδεολογικό σωματείο για τους καθαρούς και άγιους, αλλά ως το πνευματικό νοσοκομείο θεραπείας των αμαρτωλών και μετανοούντων. Τα κύρια χαρακτηριστικά γνω­ρίσματα των μελών της Εκκλησίας είναι η αγάπη, η ταπείνω­ση, η μετάνοια και η αυτομεμψία.
Η Μεταρρύθμιση που παρατηρείται στην Δύση ως αντίδραση στο σκληρό πνεύμα του Παπισμού δημιούργησε μια καινούρια επανάσταση και βέβαια είχε σχέση με την Αναγέννηση που είχε προηγηθή από αυτήν και τον Διαφωτισμό που ακολούθησε την Μεταρρύθμιση. Οι Προτεστάντες απέρριψαν ολόκληρη την Παράδοση, ήτοι τα μυστήρια, τις λειτουργικές τέχνες και κράτησαν μόνον την Αγία Γραφή. Καλλιέργησαν τον Ορθολογισμό και βεβαίως εξέφρασαν τον απόλυτο προορισμό, σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως προορισμένοι ή για την σωτηρία ή για την καταδίκη. Μέσα στα πλαίσια αυτά ανα­πτύχθηκε ο ευσεβισμός, ως προσπάθεια της καθαρότητος των αισθήσεων, χωρίς άλλη προσπάθεια καθάρσεως της καρδιάς, και ο Πουριτανισμός.
Με τον όρο Πουριτανισμό εννοούμε τους Καλβινιστές της Αγγλίας που παρουσιάσθηκαν εκεί όταν βασίλευε η Ελισά­βετ (1558-1603). Την εποχή εκείνη εισήχθησαν στην Αγγλία τα καθολικά στοιχεία και τότε οι Καλβινιστές της Αγγλίας αντέδρασαν και έτσι κατήργησαν τον επισκοπικό βαθμό, γενόμενοι «πρεσβυτεριανοί» και διαμόρφωσαν την διδασκαλία τους και την λατρεία τους κατά τα καλβινιστικά πρότυπα, απέκτη­σαν σιωπηλό, σκυθρωπό και πεισματώδη χαρακτήρα7.
Φαίνεται στα όσα συνοπτικώς εξέθεσα πιο πάνω η διαφο­ρά μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Πουριτανισμού. Κυρίως θα ήθελα να επικεντρώσω αυτήν την διαφορά σε δύο σημεία, γιατί αυτό θα μας βοηθήση στα όσα θα εκτεθούν πιο κάτω σχετικά με τον Παπαδιαμάντη και τον Καζαντζάκη. Το ένα εί­ναι ότι οι Προτεστάντες Πουριτανοί στηρίζονται στον Σταυρό του Χριστού, ενώ η Ορθοδοξία είναι Εκκλησία της Αναστάσεως δια του Σταυρού. Και το δεύτερο στοιχείο είναι ότι οι Πουριτανοί χωρίζουν τους ανθρώπους διαλεκτικώς σε καλούς και κακούς, απορρίπτοντας τους μεν και εκθειάζοντας τους δε, ενώ οι Ορθόδοξοι, επειδή δεν δέχονται τον απόλυτο προο­ρισμό, θεωρούν την αμαρτία ως ασθένεια που ενυπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, και ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο μέσα στο οποίο κατά διαφόρους βαθμούς δεχόμα­στε, με την ελεύθερη θέλησή μας, την θεραπεία, δια της ακτίστου Χάριτος του Θεού.
«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η «Εξοχική Λαμπρή»
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στους δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Εξοχική λαμπρή», Θα μπο­ρούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά. 
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην ανα­παράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της δι­δασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του «Ο φτωχούλης του Θεού», όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν «ο φτερωτός Σταυρωμένος» τον άγγιξε σαν μια αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: «Ακόμα! Ακό­μα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μη ζητάς παραπέρα. εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση». Και όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: «Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση», η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: «Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίτα­ξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα». Και όταν έφυγε ο φτε­ρωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, «και στο πλευρό του έτρεχε μια ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη»8.
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Εξοχική λαμπρή» περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Κα­λύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα «ήναψαν τας λαμπάδας κ εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτιχήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών άνθεων της αγραμπελιάς»9. Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια «περί την μεσημβρίαν, μετά την Β Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν»10. Έφαγαν και ήπιαν. «Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο»11. Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας «ουδείς ποτέ έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού»12. Και «περί την δείλην είχεν άρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος»13.
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μια πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαί­νεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην «Ασκητική» του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και την χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στα κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας πα­ρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιο πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τους ανθρώπους σε κα­λούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζε­ται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δεν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δεν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στον Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δε Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τους ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στον Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται «φαταούλας»14, «τραγογένης»15, «θεομπαίχτης», «ψεύτης»16, είναι παπάς «με την γεμάτη κοιλιά... με τα διπλά προγούλια»17. Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον παπα-Γρηγόρη. Το ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στους άλλους χωριανούς, όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζή - Νικολή, τον γερο-Λαδά18, την Κατερίνα, την χήρα19 κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για το ποίμνιό του που πεινούσε. «Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω από τα’ άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά.  Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι του»20. Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μη καθαρών ιερέων. Πρόκειται για ένα καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στον Παπαδιαμάντη, όμως, δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην «Εξοχική λαμπρή», στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργίες, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, «πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος». Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά «ανοικτόκαρδος»21. Με την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και «ποιήσας το σημείον του σταυρού «ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μη με συνερισθής»22. Και στην συνέχεια: «ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. «Ω, Κύριε, είπεν ολοφύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης δια τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα»23. Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως «αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα»24.
Στον Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τους Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και, με την απόλυτη σημασία της λέξεως, άγιος. «Εις μόνος άγιος, εις μόνος Κύριος. Ιησούς Χριστός». Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο «Έρωτας στα χιόνια» και «Χωρίς στεφάνι».
Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τους φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης. γιατί βλέπει τον κόσμο με φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι, αν έβαζαν τον Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού. Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.
Μάϊος 2002


* Εισήγηση στην ημερίδα για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που οργάνωσε ο Δήμος Ναυπάκτου στην Παπαχαραλάμπειο αίθουσα
1.    Έλλης Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η «Μεγάλη Ιδέα», όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα, 1830- 1880 Aθήνα 1988. σελ. 30-31
2.    ένθ. ανωτ. σελ. 31
3.    ένθ. ανωτ. σελ. 39
4.    ένθ. ανωτ. σελ. 44
5.    ένθ. ανωτ. σελ. 274
6.    βλ. Ευθυμίας Μαυρομιχάλη, Ο Γλύπτης Δημήτριος Ζ. Φιλιππότης, εκδ. Στρατή Γ. Φιλιππότη, Αθήνα 2003
7.   Αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, σελ. 633
8      Νίκου Καζαντζάκη, Ο φτωχούλης του Θεού, εκδ. Ε. Καζαντζάκη. Αθήνα 1964. Ε1 εκδ. σελ. 311
9.    Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Τριανταφυλλόπουλος, έκδ. Δόμος, Αθήνα 1997, τόμ. Β, σελ. 127
10.  ένθ. ανωτ. σελ. 130
11.   ένθ. ανωτ. σελ. 132
12.  ένθ. ανωτ. σελ. 133
13.  ένθ. ανωτ.
14.  Νίκου Καζαντζάκη, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, έκδ. Ε. Καζαντζάκη, Αθήνα 1965, Θ’ έκδ. σελ. 66
15.  ένθ. ανωτ. σελ. 50
16.  ένθ. ανωτ.
17.  ένθ. ανωτ. σελ. 51
Ι8.  ένθ. ανωτ. σελ. 28-29
19.  ενθ. ανωτ. σελ. 38
20. ένθ. ανωτ. σελ. 36
21. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ένθ. ανωτ. σελ. 126
22. ένθ. ανωτ. σελ. 130
23. ένθ. ανωτ.
24. ένθ. ανωτ.



 
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου
«Εκκλησιαστικοί αναβαθμοί προκλήσεις και προσκλήσεις στην νέα χιλιετία»
Εκδόσεις: Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου 321 00 ΛΕΒΑΔΕΙΑ, Τ.Θ. 107 Τηλ.: 2261035135, 6944 504297 πρωινές ώρες Fax: 22610 39201 http://www.pelagia.org e-mail: pelagia@pelagia.org 

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον       www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/kazantzakis_papadiamantis.el.aspx#ixzz2sEzfRJHY