Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

«Ένας από τους τελευταίους» Γέροντας Ευθύμιος Αγιορείτης.(Ι.Μ.Κωσταμoνίτου, Βίγλα - Ι.Μ.Μ.Λαύρας) 1915 -2004 Ιβ ' Μέρος με φωτογραφίες

«Ένας από τους τελευταίους» Γέροντας Ευθύμιος Αγιορείτης.(Ι.Μ.Κωσταμoνίτου, Βίγλα - Ι.Μ.Μ.Λαύρας) 1915 -2004 Ιβ ' Μέρος με φωτογραφίες ( τελευταίο)

ΤΟ ΤΕΛΟΣ – ΑΡΧΗ ΤΗΣ «ΑΒΡΑΔΥΑΣΤΗΣ ΜΕΡΑΣ» ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.



(Εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου,ἱδρυτοῦ τῆς Ἱ. Μ. Μ. Λαύρας)

Οἱ τελευταῖες του ἡμέρες «Βάζει  μετάνοια» σέ ὅλους καί ἐξομολογεῖται.

Τό τελευταῖο διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, τόν εἶχαν μεταφέρει δύο-τρία κελλιά, πιό δίπλα ἀπό τό νοσοκομεῖο. Ὁ διακονητής κοιμόταν κάπου ἀνάμεσα.
Λίγες ἡμέρες πρίν τήν «ἔξοδό» του ἐκάλεσε ὅλους τούς πατέρες ἀπό τό Μοναστήρι, καθώς καί τούς παλιούς συμμοναστές του ἀπό τήν Βίγλα. Ἐνώπιον τοῦ Ἡγουμένου π. Προδρόμου «ἔβαλε μετάνοια», ζήτησε συγγνώμη ἀπό ὅλους καί τοῦ διαβάστηκε συγχωρητική εὐχή.



Εἰρηνική κοίμηση

Λίγο πρίν τήν κοίμησή του ἔπαθε κάτι σάν ἐγκεφαλικό καί δέν ἐπικοινωνοῦσε μέ τό περιβάλλον, γιά δύο ἡμέρες. Τά μάτια του ἦταν ἀνοικτά ἀλλά ἀκίνητα. Ὁ γιατρός, πού ἦλθε καί τόν ἐξέτασε, δέν εἶχε τίποτε νά τοῦ κάνει. Ἦταν ὁ Γέροντας μόνο φλέβες καί κόκκαλα. Ὡστόσο τοῦ ἔκανε μία ἔνεση.
Μετά τίς δύο ἡμέρες πάλι συνῆλθε.Τήν τελευταία νύχτα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἔμεινε ὡς συνήθως μόνος ἀφοῦ, τόν περιποιήθηκε τό βράδυ ὁ διακονητής του. Εἶχε κοινωνήσει τό προηγούμενο Σάββατο. Τό πρωί ὅταν ξαναπῆγε ὁ διακονητής, ὅπως ἦταν ἡ τάξη, τόν βρῆκε νά ἔχει κοιμηθεῖ «ἐν εἰρήνῃ» τόν αἰώνιο ὕπνο καί μάλιστα ἐκτός τῆς κλίνης του. Ἦταν μία ἑβδομάδα μετά ἀπό τήν ἀλληλοσυγχώρηση
μέ τούς Πατέρες...
Ἔφυγε ἀναπαυμένος, φορτωμένος μέ πλῆθος ἀσκητικῶν κόπων καί συγχωρημένος ἀπό ὅλους.
Μετέβη ἀπ’ αὐτήν τήν πρόσκαιρη, πολύκλαυστη ζωή, στήν «ἀβράδυαστη μέρα» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού τόσο ἀγάπησε καί γιά τήν Ὁποία τόσο μόχθησε, στίς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.


Ἡ νίκη κατά τῶν παθῶν

Ὁ Γερο-Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἀληθινά ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Ἐλεύθερος ἀπό τά κτήματα, τά χρήματα, τά «βρώματα»[1], τήν φιλαυτία, τήν καλοπέραση, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ραθυμία, τήν λήθη, τήν ἄγνοια, τήν φιλαργυρία, τήν φιλοδοξία, τήν ἀνθρωπαρέσκεια.
Ὁ Γέροντας εἶχε δώσει τό κύριο βάρος στήν ἡσυχία, στήν μόνωση, στήν σιωπή καί στήν περιεκτική ἐγκράτεια (ἐγκράτεια ὄχι μόνο ἀπό τίς πολλές καί ἡδονικές τροφές ἀλλά καί ἀπό τίς μετακινήσεις, τά λόγια, τούς λογισμούς, τίς φαντασίες).
Τό κλειδί τῆς ἐπιτυχίας στήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ ἐσωτερική ζωή καί ἐργασία, πού κάνει ὁ χριστιανός μέσα στά βάθη τῆς καρδίας του.
Ὁ Κύριος μᾶς τό τόνισε: «Καθάρισε τό ἐσωτερικό τοῦ ποτηρίου καί τότε καί τό ἐξωτερικό θά εἶναι καθαρό»[2].
Ὁ Γέροντας ἀγωνιζόταν νά ἐφαρμόσει τό ὑπέροχο ἐκεῖνο ρητό τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου: «Ὅλην σου τήν προσπάθεια κατεύθυνέ την ἔτσι, ὥστε ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία νά εἶναι κατά Θεόν, καί ἔτσι θά νικήσεις καί τά ἐξωτερικά πάθη»[3].
Ἡ μέ πολλή προσοχή καί βία ἐσωτερική ζωή, συνεργαζομένη μέ τήν Θεία Χάρη, ἔφερε τήν ποθητή κάθαρση ἀπό τά πάθη, τά ἐξωτερικά καί τά ἐσωτερικά.

Ὑπόταξε ὁ Γέροντας τούς τρεῖς κορυφαίους γίγαντες τῶν παθῶν:
α)  τήν ραθυμία (σωματική καί πνευματική τεμπελιά),
β)   τήν λήθη (λησμοσύνη τοῦ Θείου ὀνόματος, λησμοσύνη τῆς ἀδιάλειπτης ἐπίκλησης «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με») καί
γ)   τήν ἄγνοια (ἀγνωσία τῆς κατά Χριστόν ζωῆς καί τελειώσεως).

Τά κατάφερε μέ:
α)  τήν «ἀνένδοτο», ἀνυποχώρητη νηστεία πού ἔκανε,
β)   τήν ἀδιάλειπτη - ἀέναη προσευχή ἡ ὁποία συνοδευόταν μέ καρδιακά πενθικά δάκρυα καί
γ)   τήν δαψιλῆ, σέ βάθος πνευματική μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων ( Κλίμακας, Εὐεργετινοῦ καί Φιλοκαλίας).

Νίκησε τήν μητέρα τῶν παθῶν πού εἶναι ἡ φιλαυτία καί τά τρία ἀπαιχθῆ τέκνα της:
 α)  τήν φιληδονία,
 β)  τήν φιλοδοξία καί
 γ) τήν φιλαργυρία.

Ἀπό αὐτά σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, στή συνέχεια γεννιοῦνται ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη. Ἄν κανείς νικήσει αὐτά ἔχει νικήσει καί ὅσα γεννιοῦνται ἀπό αὐτά, δηλ. ὅλα τά πάθη.

Ὁ Γέροντας:
α)Νίκησε τήν φιληδονία:
·         μέ τόν πολύ σωματικό κόπο-πόνο,
·         μέ τήν ἄκρα «περιεκτική»[4] ἐγκράτεια, ἰδιαίτερα δέ μέ τήν νηστεία-ἀσιτία καθώς καί μέ τήν ἀγρυπνία του, πού ἐπίσης ἦταν ἐξαντλητική.
β)Νίκησε τήν φιλαργυρία μέ:
·         τήν ἄκρα ἀκτημοσύνη καί
·         τήν ἀγάπη στήν εὐτέλεια. Τά ἐλάχιστα προσωπικά του εἴδη ἦταν εὐτελῆ.
Ἐφάρμοζε τό τοῦ Γεροντικοῦ: «Ὁφείλει ὁ Μοναχός νά ἔχει τόσο εὐτελῆ πράγματα ὥστε καί ἄν ἀκόμη τά ἀφήσει στό δρόμο γιά ἡμέρες, νά μήν τά παίρνει κανείς».
γ) Νίκησε τήν φιλοδοξία:
·         μέ τό «ἀπρόϊτον» (δέν ἔβγαινε συχνά ἀπό τό κελλί του γιά νά ἐπισκεφθεῖ ἄλλα μοναστήρια ἤ τόν «κόσμο»). Ὅταν ἔμπαινε στό κελλί του, δύσκολα τόν ξαναέβλεπες. καί
·         μέ τίς διά Χριστόν τρέλες του, οἱ ὁποῖες ἔκαναν τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀποφεύγουν.
Ἀπολάμβανε ἔτσι ἡσυχία, ἀμεριμνία καί ζοῦσε ὡς ἄγνωστος στούς πολλούς, ἀκόμη καί στούς Ἁγιορεῖτες.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Ὁ Γέροντας Εὐθύμιος ἦταν ἕνας ἀπό τούς τελευταίους μεγάλους ἀσκητές τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
 Ἦταν ἴσως ἀπό τούς μεγαλύτερους νηστευτές τοῦ Ἁγίου Ὄρους πού πέρασαν.
Ἡ ἀγωνιστικότητά του εἶναι πρότυπο γιά ἐμᾶς τούς ράθυμους.
Ἡ σταθερότητά του παράδειγμα γιά ἐμᾶς τούς ἀσταθεῖς.
Ἡ πτωχεία καί ἡ ἀκτημοσύνη του μᾶς δείχνει τόν ἀληθινό μοναχικό δρόμο.
Ἡ ξενιτεία καί ἡ ἀπροσπάθεια του στούς συγγενεῖς, μᾶς παρακινεῖ στήν ὁλοκληρωτική ἀποξένωση ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἀπάρνηση τῆς φιλοσυγγένειας.
Ἡ πίστη του καί οἱ κατά Θεόν ἐμπειρίες του, τονώνουν τή δική μας χλιαρή καί ἀναιμική πίστη, πού μᾶλλον μέ ἀπιστία μοιάζει.
Ἡ ἐνεργητικότης, ἡ ζωντάνια, ἡ εὐαγγελική βία καί ἡ πολύ δυνατή προαίρεσή του γιά τόν Θεό, μᾶς ξεσηκώνουν σέ μία πλήρη ἀφιέρωση καί ἕνα ὁλοκληρωτικό δόσιμο στόν Κύριο.
Ἡ ἀγαπῶσα καρδία του, τό ἐνδιαφέρον του γιά τούς ἄλλους καί οἱ θερμές προσευχές του μᾶς δείχνουν τήν ἀληθινή κοινωνικότητα.
Ἡ ἐγκράτειά του εἶναι πρότυπο γιά τήν δική μας ἀκρατή ζωή.
Εἴθε νά ἔχουμε τήν εὐχή του. Εἴθε νά παρακαλεῖ γιά ὅλους τούς μοναχούς ἀλλά καί γιά ὅλα τά μέλη τῆς ἐπί γῆς καί ἐν πορείᾳ εὑρισκομένης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἴθε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι μέ τίς εὐχές τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τίς εὐχές ὅλων τῶν Ἁγίων και τοῦ μακαριστοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Γέροντος Εὐθυμίου νά ἀξιωθοῦμε τῆς σωτηρίας· νά μᾶς δοθεῖ «μετάνοια ὁλόκληρη» καί  νά ζήσουμε μαζί του στήν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ Μας!

 Ἀμήν!

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!


http://vatopaidi.files.wordpress.com/2009/02/agion_oros_panagia.jpg?w=162&h=300

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


    TLG, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.
–   Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Β΄ ἔκδοση, Λεβαδειά 2007.
–   Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τόμος Γ΄, Συναξάρι τῆς 8ης Μαΐου, Ἐκδόσεις δόμος, 2005.
–   Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, « Κλῖμαξ».
–    Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πόθος καί χάρις στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2000.
–    Ἐπισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πρόσωπα καί δρώμενα στόν Ἄθωνα, Ἅγιον Ὄρος 2001.
–   Ἀποφθέγματα, Ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
–   Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Α΄ Ἑκατοντάς περί Ἀγάπης.
–    Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ», Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Β΄ ἔκδοση, Λεβαδειά 2007.
–   Ἀβ. Σιλουανοῦ  P.G. 65.
–    Ε΄ Τόμος τῆς Φιλοκαλίας, ἔκδοση Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1976.


[1] Φαγητά
[2] Πρβλ.Ματθ. 23, 26: «Φαρισαῖε τυφλέ͵ καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου͵ ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτοῦ καθαρόν».
[3] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, Τόμος Γ΄, Συναξάρι τῆς 8ης Μαΐου, Ἐκδόσεις δόμος, 2005.
[4] Περιεκτική ἐγκράτεια σημαίνει ἐγκράτεια ἀπό ὅλα τά γήϊνα καί ἐν πολλοῖς περιττά: τροφές, σωματική ἀνάπαυση, ὕπνος, συνομιλίες, συναναστροφές, κινήσεις, σκέψεις, φαντασίες, ἐρεθισμούς τῶν αἰσθήσεων.
-«...»


hristospanagia.blogspot.com

ΔΡΥΪΔΙΣΜΟΣ

ΔΡΥΪΔΙΣΜΟΣ

 
Στο εξωτερικό, ο νεοπαγανισμός συνήθως εκφράζεται ως συνέχεια της Κέλτικης θρησκείας των Δρυίδων. Η σύχρονη θρησκεία Wicca, που αποτελείται κυρίως από ελαφρόμυαλες φεμινίστριες, επιδιώκει την επιστροφή στην ειδωλολατρεία των Κελτων, ιδίως εκείνων της Μεγάλης Βρεττανίας. Σύγχρονοι Δρυίδες είναι και η κεφαλή της Αγγλικανικής «Εκκλησίας», η βασίλισσα Ελισάβετ η Β’ , αλλά και ο αρχιεπίσκοπος του Καντερμπούρυ...
 Να όμως το πραγματικό πρόσωπο αυτής της αρχαίας θρησκείας που, σύμφωνα με τα λεγόμενα των οπαδών της, υποστηρίζει την επιστορφή στη «μητέρα φύση»...
«Και αυτοί οι Γαλάτες που εξευμενίζουν με ανθρωποθυσίες τους ανελέητους θεούς Τεύτα, Έσο και Τάρανη...» (Πηγή: Λουκανός, Φαρσάλια Ι, 422-465)
«Και αυτοί που με καταραμένο αίμα ειρηνεύουν τον άγριο Τευτάτη, τα φριχτά ιερά του Έσου, και οι βωμοί του Τάρανη στυγεροί όπως εκείνοι που αγαπήθηκαν από την Άρτεμη... Και εσείς, ω Δρυίδες, όταν τελείωσε αυτός ο πόλεμος, σε περίεργα μυστήρια και μισητές τελετές γυρίσατε...» (Πηγή: Λουκανός, Φαρσάλια Ι, 495-510)
«Ήταν εκεί ένα άλσος [στη Γαλατία] που από την αρχαιότερη εποχή κανένας άνθρωπος δεν τόλμησε να συλήσει, κρυμμένο από τον ήλιο, με κρύα ανοίγματα... Καμιά συλβανή νύμφη δεν βρήκε κατοικία εδώ, ούτε ο Πάνας, παρά μόνο άγριες τελετές και βάρβαρη λατρεία, απαίσιοι βωμοί... Κάθε δέντρο είχε καθαγιαστεί με αίματα ανδρών... Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον αρχαίο θρύλο, κανένα πουλί δεν τόλμησε ποτέ να καθήσει πάνω σε αυτά τα κλαδιά, και κανένα θηρίο δεν έφτιαξε από κάτω φωλιά...» (Πηγή: Λουκανός, Φαρσάλια ΙΙΙ, 453-464)
Οι Δρυίδες στη Βρεττανία θυσίαζαν στη «θεά» Ανδράστη τις γυναίκες αιχμάλωτες ως εξής. Έκοβαν τα στήθη τους, τα έβαζαν στα στόματά τους επάνω, τις διαπερνούσαν με πασσάλους και κρεμούσαν τα άψυχα κορμιά τους σε δέντρα του ιερού άλσους (Πηγή: Διών ο Κάσσιος, LXII 6)
Τις ανθρωποθυσίες των Δρυίδων αναφέρουν και οι Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Historia Naturalis XXX) και Τάκιτος (Annales XIV.28-30, Germania IX και ΧΧΧΙΧ), μεταξύ πολλών συγγραφέων.
Άραγε τι το φεμινιστικό βρίσκουν τόσες γυναίκες σε αυτή τη φρικτή θρησκεία; Θα μπορούσε να υπάρξει πιο κραυγελέα απόδειξη ότι οι θεοί αυτοί ήταν στην πραγματικότητα δαίμονες;
 

Οι Κέλτες μετά την παρέλευση λίγου καιρού από την ημέρα της ανθρωποθυσίας τοποθετούσαν τα θύματα σε τάξη πάνω στην γη π.χ. κρανίο γυναίκας είχε κάτω γνάθο ανδρικού σκελετού. Πολλές φορές σκελετοί ανθρώπων τοποθετούνταν μαζί με σκελετούς από ζώα, που φέρουν ίχνη σφαγής και τεμαχισμού, όπως γίνονταν κατά τον Νοέμβριο, εορτασμό του «Samhain», του κελτικού «Χάλογουιν» (βλέπε αμερικάνικη εορτή προς αντικατάσταση Καρναβαλιών). Τέτοια ήσαν χοίροι, σκύλοι και όνοι. Στην φωτογραφία 2 σκελετοί γυναικών. Ο ένας έχει σπασμένο λαιμό και ραγισμένο κρανίο, ενώ ο άλλος έχει καταπλακωθεί από 2 μυλόπετρες. Οι Κέλτες ήσαν γνωστοί για την προσφορά του μυελού των οστών προς εξευμενισμό των πνευμάτων. (Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών «Corpus», τεύχος 43, Άρθρο «Κελτικές ανθρωποθυσίες στο Γόρδιο», της Ελισάβετ Παπατσαρούχα, αρχαιολόγου, σελίδα 17 - 19)
 

Οι βάλτοι της κεντρικής Ευρώπης και της Βρετανίας έχουν αποκαλύψει πολλά αρχαία πτώματα σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης. Στη φωτογραφία διακρίνεται ο άνθρωπος από τον βάλτο του Lindow στην κατάσταση που ήταν όταν βρέθηκε. Η χημική διεργασία που συντελέσθηκε μέσα στο βάλτο μαλάκωσε όλα τα οστά, ενώ το δέρμα σκούρυνε και ζάρωσε σε βαθμό που να μην είναι αναγνωρίσιμη η σορός (Making Faces) (Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών «Corpus», τεύχος 52, Άρθρο «Τα πρόσωπα των αρχαίων, Αναπλάσεις Προσώπων», Δημήτριος Μπαζίνας, αρχαιολόγος σελίδα 26)
 

Αυτή την εικόνα θεωρείται ότι είχε ο άνθρωπος του Lindow όταν ζούσε. Ήταν κελτικής καταγωγής, με μπλε μάτια και σκούρα μαλλιά. Έζησε κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. και πιθανότατα θυσιάστηκε - εκούσια ή όχι - για να βοηθήσουν οι θεοί να εκδιωχθούν οι Ρωμαίοι από τα βρετανικά εδάφη (Making Faces) (Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών «Corpus», τεύχος 52, Άρθρο «Τα πρόσωπα των αρχαίων, Αναπλάσεις Προσώπων», Δημήτριος Μπαζίνας, αρχαιολόγος σελίδα 27)

ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ

«ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ;» (Παναγιώτη Σημάτη, Θεολόγου)alopsis
ΒΙΒΛΙΑ






(Εκδόσεις "ΤΗΝΟΣ")

Το Filioque  αποτελεί άραγε αιρετική δοξασία και ο Πα­πισμός είναι αίρεση; Γνωρίζω πως στο ανωτέρω ερώτημα επίσημα εκκλησιαστικά χείλη ή απαντούν πως το θέμα είναι θεολογούμενο ή αρνούνται να υποστηρίξουν ευθέως ότι αποτελεί αίρεση.

Κι όμως είναι σταθερή η θέση των Πατέρων της Εκκλησίας πως το Filioque είναι αίρεση, θέση που απορρέει από την εκπεφρασμένη αποκάλυψη και διδασκαλία του ίδιου του Κυρίου, ο οποίος κατά τον Άγιο και Μέγα Φώτιο «δυο φορές είπε πως το Αγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνο από τον Πα­τέρα», επειδή κάποιοι αιρετικοί στο μέλλον θα παραποι­ούσαν τους λόγους Του. Και είναι επίσης γνωστό στους θε­ολόγους, πως η περί πρωτείου και «περί Filioque διδασκα­λία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έχουν άμεσον ή έμμεσον αιτιολογικήν σχέσιν προς πάσας σχεδόν τας μετά το σχίσμα επισημανθείσας διαφοροποιήσεις εις την θεολογίαν της Δύσεως».
Γνωρίζω, ότι για τον πολύ κόσμο η εξέταση αυτών των θεμάτων θεωρείται σχολαστικισμός. Για όσους γνωρίζουν όμως τη θεολογία της Εκκλησίας μας, το θέμα αυτό δεν αποτελεί παρονυχίδα, αλλά είναι θέμα ζωτικό, αφού για την Ορθόδοξη Εκκλησία τα Δόγματα και οι Κανόνες έχουν σωτηριολογικό και θεραπευτικό ρόλο και δεν είναι ιδεολογικές ωραιολογίες ούτε θεωρητικές ή φιλοσοφικές προτά­σεις και αναζητήσεις. Γι’ αυτό, και το μεγάλο ενδιαφέρον της Εκκλησίας για την απόλυτη πιστότητα στα Δόγματα, δεν δηλώνει στενοκεφαλιά και συντηρητισμό, όπως κάποιοι εκκοσμικευμένοι χριστιανοί νομίζουν.
Ως εκ τούτου θεωρώ χρήσιμο να υπάρξει ένα βοήθημα, που να συγκεντρώνει όλες τις επ’ αυτού του θέματος επίση­μες ορθόδοξες καταγραφές.

(Απόσπασμα από την Εισαγωγή)

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
   
Εἰσαγωγικά

Η διερεύνηση τοῦ θανάτου1 ἤ ἡ ἐξέταση ἐπιμέρους πτυχῶν του ἤ ἀκόμη ἡ ἑστίαση στήν πρό τοῦ θανάτου μέριμνα, πού ἐμπνευσμένα ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ.κ. Εὐγένιος ὅρισε νά προσεγγίσουμε στό πλαίσιο τῆς παρούσης ἱερατικῆς Συνάξεως, δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση. Καλούμαστε νά ἐπικεντρώσουμε τό ἐνδιαφέρον μας σέ ἕνα δυσνόητο μυστήριο, τό ὁποῖο προῆλθε ἀπό τή διάρρηξη μιᾶς σχέσης ζωῆς, ἕνα μυστήριο τό ὁποῖο συνιστᾶ τή ματαίωση μιᾶς τελειωτικῆς πορείας καί ἐκφράζει μιάν ὀντολογική παραχάραξη καί μιά στροφή σ᾽ ἕναν ἀλλότριο δρόμο2.


Ἐπιχειροῦμε νά μελετήσουμε τό γεγονός τοῦ θανάτου, τό ὁποῖο πολύ ὀρθά οἱ πατέρες ἑρμηνεύουν ὡς παρασιτική δύναμη τῆς ὕπαρξης, τραῦμα καί «παρά φύσιν» κατάσταση καί πού ἐνώπιον του δυσκολεύεται ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως πολύ χαρακτηριστικά μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης (Ζ΄ αἰώνας), σημειώνοντας ὅτι «ὁ τῶν θανατικῶν λόγος καί τό τούτου μυστήριον βαθύ καί δυσκατάληπτον καί ὀλίγοις χωρούμενόν ἐστιν»3. Ἀπό τήν ἄλλη τό ἐνδιαφέρον μας ἑστιάζεται σέ μιά συγκεκριμένη κατάσταση, πού ἄμεσα σχετίζεται μέ τόν θάνατο. Σέ αὐτήν τοῦ πόνου καί τῆς ἀσθένειας, στήν κατάσταση τοῦ «ὑποφέρειν», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀναπόφευκτη ἐμπειρία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί παρ᾽ ὅτι ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ ἀσθένεια, ἡ δοκιμασία, κατά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, εἶναι στοιχεῖα ἀνώτερα καί ἀπό τά τάλαντα, δηλαδή τά χαρίσματα τά ὁποῖα δίνει ὁ Θεός, ἐν τούτοις οἱ ἄνθρωποι τῆς σημερινῆς ὑπερκαταναλωτικῆς, φιλόϋλης καί ταραγμένης ἐποχῆς μας ἀποστρέφονται τόν πόνο καί μισοῦν τήν ἀσθένεια, ἐνῶ ἀγαποῦν τό ἄμοχθο, τό ἄκοπο, τό εὔκολο καί τό ἀβίαστο.

Εἶναι γεγονός πώς, ἄν γνωρίζαμε τό κέρδος καί τό ὄφελος τῶν μεγάλων πόνων τῆς ζωῆς μας, σίγουρα θά θέλαμε νά ὑποφέρουμε συνέχεια. Μάλιστα οἱ γνωστοί χῶροι τῶν μεγάλων πόνων, τά νοσοκομεῖα, τά ἄσυλα, τά σωφρονιστήρια, τά ψυχιατρεῖα, τά γηροκομεῖα, τά ὀρφανοτροφεῖα, θά ἦταν στή συνείδησή μας τόποι ἱεροί, χῶροι εὐλογίας, τόποι καθόδου τοῦ Θεοῦ καί ἀνόδου τοῦ ἀνθρώπου4. Κατά ἕνα παράδοξο τρόπο, λοιπόν, ἡ δυστυχία τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας κρύβει μιά ἀπέραντη εὐτυχία, ἡ ὁποία, ἄν ἀνακαλυφθεῖ, θά γεμίσει μέ χαρά τή ζωή μας. Ὁ θάνατος, ἐπίσης, πού εἶναι δυσβάστακτος καί βίαιος, καί πού φαινομενικά ὁδηγεῖ στό τέλος, στήν πραγματικότητα κρύβει ἕνα ἀπέραντο μεγαλεῖο ζωῆς, τό ὁποῖο παραπέμπει σέ ἀρχή καί ὄχι σέ τέλος καί μάλιστα ἀρχή μιᾶς νέας ἀνακαινισμένης ζωῆς. Ἑπομένως, μιλώντας γιά τό θάνατο εἶναι ὀρθότερο νά μιλοῦμε γιά «τό μυστήριο τοῦ θανάτου» καί παρόμοια, ἀναφερόμενοι στόν πόνο καί τήν ἀσθένεια, εἶναι καλύτερο νά μιλοῦμε «γιά τό μυστήριο τοῦ πόνου».

Τό μυστήριο τοῦ θανάτου

Τό παράδοξο5 καί φοβερό6 μυστήριο7 τοῦ θανάτου8, δὲν ἔγκειται μονάχα στὸ γεγονὸς τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα9, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί σέ ἄλλες ὑπαρξιακές παραμέτρους, γι᾽ αὐτό ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τή σταθερή μεταβλητή στό διαρκῶς μεταβαλλόμενο κόσμο. Ὅλα τά ἔμβια ὄντα πεθαίνουν, ὅμως μόνο ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς θνητός. Κι αὐτό, ὄχι μόνο διότι ὁ ἀνθρωπος πεθαίνει, ἀφοῦ καί τά ἄλλα ὄντα πεθαίνουν, ἀλλά, κατά κύριο λόγο, διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι θά πεθάνει. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώση του περιλαμβάνει καί τό θάνατο. Γι᾽ αὐτό δέν παραμένει ἀδρανής μπροστά στό θάνατο, ἀλλά προσπαθεῖ νά τόν πολεμήσει καί νά τόν ἀπωθήσει ἤ νά τόν ἑρμηνεύσει καί νά τόν νοηματοδοτήσει10. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ θάνατος, ὡς «ἐπίκτητη»11 καὶ νομοτελειακή12 πραγματικότητα, αἰφνιδιάζει καὶ προβληματίζει τόν ἄνθρωπο, κυρίως ὅταν αὐτός ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τήν προσωπική13 του εὐθύνη στήν εἴσοδο τοῦ «μυστηρίου τῆς σιωπῆς». Γι᾽ αὐτό ἡ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ θάνατο ποικίλλει καί εἶναι δυνατόν νά παρουσιάσει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα χαρακτηριστικά, ὡς ἀπόρροια τῶν διαφορετικῶν φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτισμικῶν καὶ ψυχολογικῶστάσεων καί διαθέσεών τους.

Δέν εἶναι σπάνιο τό φαινόμενο, γιά παράδειγμα, πού διαπιστώνουμε σήμερα, ὅτι συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι δυσκολεύονται νά ἀντεπεξέλθουν στίς δύσκολες προσωπικές, οἰκονομικές καί ἐπαγγελματικές καταστάσεις, στήν ἐν γένει πίεση τῆς καθημερινότητας, νά ἐπιλέγουν τήν αὐτοκαταστροφική ὁδό, μέ ἀποκορύφωμα τήν αὐτοχειρία, πού σημαίνει ὅτι ἐπιλέγουν τό θάνατο ὡς διέξοδο καί τόν ἀποδέχονται ὡς τό μοναδικό τρόπο ἀπαλλαγῆς ἀπό τό πρόβλημά τους14. Ἡ τραγικότητα τοῦ βίαιου15 αὐτοῦ φαινομένου εἶναι ἀκόμη ὀδυνηρότερη, ὅταν ὁ θάνατος ἐπιλέγεται ὡς λύση ἀπό πρόσωπα τῆς ἐφηβικῆς καὶ μετεφηβικής ἡλικίας. Καί, βέβαια, μέ τό ἴδιο σκεπτικό γίνεται ὁ θάνατος ἀποδεκτός ὡς διαφυγή καί διέξοδος τόσο στήν περίπτωση τῆς ἐνεργητικῆς εὐθανασίας, ὅσο καί τῆς παθητικῆς16, ὅπου ὁ ἐπιμερισμός τῆς «εὐθύνης» δέν ἑστιάζεται μονάχα σέ ἕνα πρόσωπο, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στό ἰατρικό προσωπικό, στούς νομοθέτες, στό οἰκογενειακό περιβάλλον καί τέλος στόν φίλιο κύκλο του.

Ἀπό τήν ἄλλη, στήν τελείως διαφορετική περίπτωση, ὁ θάνατος δέν ἐπιλέγεται ὡς λύση ἤ διέξοδος, ἀλλά ἀντίθετα ἐπιδιώκεται ἡ ὑπεκφυγή του, μεθοδεύεται ἡ λήθη καί ἡ ἀπώθησή του, στοιχεῖα τά ὁποῖα ἐκδηλώνονται μέ τήν ἀναζήτηση «ὑποκατάστατων» ὑπέρβασής του, μέ θεμιτά ἢ ἀθέμιτα μέσα, σέ προθανάτιο καί μεταθανάτιο ἐπίπεδο. Στό προθανάτιο ἐπίπεδο θά μπορούσαμε νά σημειώνουμε τήν ἔγγαμη17 παιδοποιία18, πού στοχεύει στή διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους, γεγονός τό ὁποῖο οὐσιαστικά λειτουργεῖ ὡς ἕνα ἀντίδοτο κατά τοῦ θανάτου, ἐνῶ θά μπορούσαμε ἐπιγραμματικά νά ἀναφέρουμε ὡς ἀθέμιτο μέσο τήν κλωνική19 ἀναπαραγωγική διαδικασία, ἡ ὁποία ὑπόσχεται δημιουργία παιδιῶν δίχως τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, καθώς καί τή δημιουργία ἀντιγράφων τοῦ ἑαυτοῦ μας ἤ τῶν προσφιλῶν προσώπων πού χάσαμε. Στό μεταθανάτιο στάδιο μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε στίς ἀτελέσφορες προσπάθειες τῆς διατήρησης τοῦ νεκροῦ σώματος σέ ὑγρό ἄζωτο στά εἰδικά ἰνστιτοῦτα κρυογονικῆς ἤ κρυογενετικῆς. Στούς χώρους αὐτούς, πού οὐσιαστικά λειτουργοῦν ὡς τάφοι-καταψύκτες, ἀποθηκεύονται οἱ ἄνθρωποι μέ διαδικασίες πού ἀναστέλλουν τή φθορά τοῦ σώματος λόγῳ τοῦ θανάτου. Ὁ νεκρός πού καταψύχεται ἀναμένει τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, μέχρις ὅτου ἀνακαλυφθοῦν ἀντίδοτα κατά τῆς γήρανσης καί τῶν ἀσθενειῶν πού προκάλεσαν τό θάνατο20.

Οἱ «μηχανισμοί ἄμυνας» τῆς λήθης καί ἀπώθησης, πού ἐπιδεικνύει ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τό θάνατο, ἐκδηλώνονται μέ τήν ὡραιοποίηση τοῦ κεκοιμημένου, τό στόλισμα τοῦ νεκρικοῦ σκηνώματος κ.ἄ. ἤ μέ τήν ἀποσιώπηση21 τοῦ γεγονότος τοῦ θανάτου ἢ τήν ἀπομάκρυνση22 τῶν νεκρῶν καί τῶν κοιμητηρίων μακρυά ἀπό τούς χώρους στούς ὁποίους ζοῦμε. Εἶναι χαρακτηριστική ἐν προκειμένῳ ἡ ἀναφορά ἑνός ἀνθρώπου πού βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τήν προσπάθεια ἄρνησης καί ὡραιοποίησης τοῦ θανάτου ἀπό τό Δυτικό πολιτισμό. Ἀναφέρει τά ἐξῆς: «Πᾶνε κάμποσα χρόνια πού ἔχασα ἕνα προσφιλές μου πρόσωπο ἀπό καρκίνο. Οἱ Ἑλληνες ἰατροί ἔκριναν ἀναγκαία τή μετάβαση τῆς ἀσθενοῦς σέ εἰδικευμένο νοσοκομεῖο τῆς Νέας Ὑόρκης. Μετά ἀπό παρατεταμένο ἐγχείρημα θεραπείας, ἡ ἀσθενής κοιμήθηκε. Ἐστάλη στήν Ἀθήνα ἡ σορός της καί μέ ἔκπληξη διαπιστώσαμε πώς οἱ ἀμερικάνοι εἶχαν πολύ ἔντονα -σχεδόν γελοῖα- μακιγιάρει τό πρόσωπο τῆς νεκρῆς, τό πρόσωπο πού ποτέ δέν εἴχαμε ἀντικρύσει βαμμένο ἐν ζωῇ. “ Ἔτσι συνηθίζεται ἐκεῖ”, μᾶς πληροφόρησαν. Στήν Ἀμερική οἱ ἐργολάβοι κηδειῶν ξορκίζουν τήν ἀποτρόπαιη ὄψη τοῦ θανάτου, φτιασιδώνοντας τήν ἄψυχη μορφή τοῦ νεκροῦ»23.

Τό γεγονός αὐτό ἀποτελεῖ κραυγαλέο παράδειγμα ἀπώθησης τοῦ θανάτου, θανατοφοβικοῦ καί θανατοφυγικοῦ συνδρόμου. Στόν ἀντίποδα τῆς θανατοφοβικῆς αὐτῆς διάθεσης καί διάστασης πού σημειώσαμε, τῆς ὁποίας οἱ συνιστῶσες εἶναι ψυχολογικές καί θεολογικές24, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προβάλλει καί ὑποδεικνύει δύο πράγματα. Τό ἕνα εἶναι ἡ ὑπομονή καί ἡ καρτερικότητα ἤ, διαφορετικά, τό «ὑποφέρειν» καί τό ἄλλο εἶναι ἡ μνήμη θανάτου. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἰδικότερα ὁ κάθε πιστός, ἐξοικειώνεται μέ τήν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου καί τῶν θλίψεων στήν καθημερινότητά του, ἐφόσον ἡ καρτερικότητα καί ἡ ὑπομονή πού ἐπιδεικνύει γιά τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ συνάρτηση μέ τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί πορεία, ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα γιά τήν εἴσοδό του στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν25. Ὑποφέρει ὁ χριστιανός καί ὑπομένει τά πάντα, διατηρώντας διαρκῶς στή μνήμη του τήν Παύλεια διατύπωση: «Τίς ἠμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμός, … ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα…… πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος…. δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ…»26. Εἶναι σαφές, κατά τήν Παύλεια ρήση, ὅτι ἀκόμη καί ὁ θάνατος δέν μᾶς χωρίζει ἀπό τό Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν πρέπει νά εἶναι ἕνα ποθούμενο στή ζωή μας ἄλλά ὁ πρῶτος καί κυρίαρχος πόθος.

Ἡ δυσκολία τοῦ ἀνθρώπου νά ἀντιμετωπίσει τό θάνατο, ὀφείλεται στήν ἐσφαλμένη ἐκτίμηση πού ἔχει, ὅτι πρόκειται γιά τό «τέλος». Μάλιστα ἡ πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἐξετάζει τό θάνατο κάτω ἀπό μηδενιστική προοπτική, γι᾽ αὐτό εἶναι σίγουρο ὅτι θά δυσκολευτεῖ νά τόν ἀποδεχτεῖ καί νά ὑπομείνει τίς ὁρατές ἐκφάνσεις του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό θάνατο τόν θεωρεῖ ὕπνο27 καί κοίμηση, ἀπό ὅπου προέρχεται ἡ ὀνομασία τοῦ κοιμητηρίου28, τόν θεωρεῖ ὡς πέρασμα ἀπό τήν παροῦσα στήν αἰώνια ζωή29. Ὁ θάνατος καί ὅ,τι συνδέεται μέ αὐτόν: οἱ κεκοιμημένοι, τά κοιμητήρια, οἱ τάφοι κ.λπ., δέν ἀποτελοῦν ἢ δέν θά πρέπει νά ἀποτελοῦν γιά τούς χριστιανούς ἑστίες ἄρνησης30, φόβου ἢ θλίψεων, ἀλλά, ἀντίθετα, πρέπει νά ἐκλαμβάνονται ὡς κριτήρια αὐτοθεώρησης, ἀναθεώρησης καί ἐπανατοποθέτησής μας ἔναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ὡς μέσα ἄσκησης τῆς καρτερικότητας καί τοῦ «ὑποφέρειν», ὡς ἀφορμές προαγωγῆς τῆς πνευματικότητάς μας. Τήν ὥρα αὐτή, ἔρχεται στή σκέψη μου ἕνα περιστατικό πού συνδέεται μέ τόν συντοπίτη μας μακαριστό Πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη καί τόν ἀπό Ἀμασείας μακαριστό Μητροπολίτη Ρόδου Ἀπόστολο τόν Α΄, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπό ὅσα μέχρι τώρα ἐκθέσαμε. Σύμφωνα μέ τήν ἀφήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Ἀποστόλου, ὅταν τό 1921, ἐπί πατριαρχίας (1921-1923) Μελετίου Δ΄ τοῦ Μεταξάκη, μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη καί βρέθηκε στό κοιμητήριο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, ὅπου βρίσκεται ὁ τάφος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Νεοφύτου τοῦ Η΄, διαπίστωσε ὅτι τό μνημεῖο ἦταν στήν «ἀφάνεια», χορταριασμένο, «χωρίς ἓν Σῆμα, χωρίς ἕνα Σταυρόν». Ἡ θλίψη του ἀπό τό θέαμα πού ἀντίκρυσε, ἀλλά καί τό ὀρθόδοξο φρόνημα πού τόν διέκρινε, ἀποτυπώνονται στήν αὐτοβιογραφική διατύπωση πού ἀκολουθεῖ: «… Τήν ἐπιοῦσαν κατελθών εἰς τήν Ἱεράν Σύνοδον ἔκαμα πολύν λόγον διά τήν ἀστοργίαν ταύτην τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς ἀφιερώσαντας εἰς αὐτήν ὅλην τήν ζωήν των.

Μάλιστα ὁ Πατριάρχης Μελέτιος μ’ ἔκαμεν παρατήρησιν ὅτι πολύ ἐταφολογήσαμεν, εἰς ὃ ἀπήντησα ὅτι, ἐάν δέν ταφολογήσωμεν δέν θά ἀρετολογήσωμεν...»31. Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος περί τοῦ θανάτου ταυτίζεται μέ τό λόγο περί ἀρετῆς. Τό μνημεῖο, ὡς ἐνδεικτική ὁρατή ἔκφραση τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου στή ζωή μας ἀλλά καί τῆς διατήρησης τοῦ κεκοιμημένου στή μνήμη32 μας, δίδει ἀφορμή νά φιλοσοφήσουμε γιά ὅσα ἀφοροῦν τή ζωή, νά τή θέσουμε στή σωστή βάση, οὕτως ὥστε νά ὑποφέρουμε μέ καρτερικότητα τίς θλίψεις καί τίς δυσκολίες πού παρουσιάζονται. Ἡ ψυχοπαιδαγωγική αὐτή διάσταση εἶναι ἐκείνη πού ἐπεξηγεῖ θεολογικά, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο33, τήν τοποθέτηση τῶν κοιμητηρίων στήν εἴσοδο τῆς πόλης, ὥστε οἱ διερχόμενοι νά ἀποκομίζουν πνευματικά ὀφέλη μέ τή θέα τους. Ἡ δυσκολία πού ἀντιμετωπίζουν οἱ ἄνθρωποι νά ὑποφέρουν καί νά ὑπομένουν τό θάνατο, συνδέεται μέ τή μή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας ὅτι μεταβαίνουμε «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» καί ὅτι πορευόμαστε πρός συνάντηση τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, μέ τόν ὁποῖο δέν μπορεῖ κανείς νά μᾶς χωρίσει, οὔτε καί αὐτός ὁ θάνατος, ὅπως προελέχθη. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀνάστασης ἀποτελεῖ ἀπόρροια τῆς διαβρωμένης σχέσης μεταξύ τοῦ Πλάστη καί τοῦ πλάσματος, τῆς προβληματικῆς ἢ ἀνύπαρκτης πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός «ἀπαρχή34 τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο»35. 

Ἐφόσον ὁ Χριστός «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο», γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἀναστάσεώς Του συνεπάγεται καί διαγραφή τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης36, γεγονός πού στερεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή στίς θλίψεις καί τό θάνατο. Ἑπομένως, γιά νά ἀπαντήσουμε στό ὑπαρξιακό ἐρώτημα «τί εἶναι θάνατος καί τί συμβαίνει μετά ἀπ᾽ αὐτόν», θά πρέπει πρωτίστως νά διερευνήσουμε τό πνευματικό καί θρησκευτικό ὑπόβαθρο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος καλεῖται, τελικά, νά ὁριοθετήσει τήν ἀπάντησή του ἀνάμεσα σέ δύο θεολογικά δίπολα: τό ἕνα εἶναι «ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» καί τό ἄλλο εἶναι «ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση». Ἀλλιῶς ἀποκρίνεται ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει πίστη κι ἐντελῶς διαφορετικά θεωρεῖ τό θάνατο ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει χριστιανική πίστη καί ἐκκλησιαστική ζωή καί πού πιστεύει στήν Ἀνάσταση. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος θεωρεῖ τό θάνατο ὡς τήν τελευταία πράξη τῆς ζωῆς του. Κι ὅσο αὐτός, με τό πέρασμα τῶν ἐτῶν, πλησιάζει ἤ δηλώνει τήν παρουσία του μέ κάποια προθανάτια ἀσθένεια, τόσο ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται, αἰσθάνεται ἀπόγνωση, λύπη καί ἀπελπισία, διότι ἔφτασε πλέον στό τέρμα τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό παρηγορεῖται συναισθηματικά πείθοντας τόν ἑαυτό του νά ἀποδειχθεῖ τήν πραγματικότητα τοῦ θανάτου μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι ὅλοι πεθαίνουν κάποια στιγμή, σέ μερικές περιπτώσεις μάλιστα ἀφήνει πίσω του ἔργα, γιά νά θεραπεύσει τή ματαιοδοξία του καί νά μείνει τό ὄνομά του αἰώνιο σ᾽ αὐτή τή ζωή37.

Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πιστεύει πώς ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ τελευταία πράξη τῆς ζωῆς ἀλλά ἕνα βῆμα πρό τοῦ τέλους. Ὁ θάνατος εἶναι ἕνας σταθμός στήν προσωπική μας πορεία ἄλλά ὄχι ὁ τελικός. Εἶναι μιά μετάβαση, ἀφοῦ, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ τελικός προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ἡ ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό τέρμα, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τοῦ τέλους, ἀλλά κυρίως μέ τήν ἔννοια τοῦ προορισμοῦ, τοῦ σκοποῦ καί τοῦ στόχου. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ προτελευταία πράξη τοῦ δράματος τῆς ζωῆς μας ὡς ἐκκλησιαστικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ τελευταία εἶναι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού παραπέμπει στήν ἐπανένωση τοῦ σώματος μέ τήν ψυχή, ἡ ὁποία βιαίως χωρίσθηκε «ἐκ τῆς ἁρμονίας». Ἡ ἀνάσταση καταργεῖ τή φθορά καί ἀποκαθιστᾶ κάθε σχέση, ἡ ὁποία διασπάσθηκε μέ τό θάνατο. Γι᾽ αὐτό ὁ χριστιανός δέν ζεῖ γιά νά πεθάνει, ἀλλά γιά νά ἀναστηθεῖ38

Τό μυστήριο τοῦ πόνου 

Ὅσα σημειώσαμε παραπάνω δηλώνουν τό γεγονὸς τῆς δυσκολίας πού ἀντιμετωπίζουμε ἐνώπιον τοῦ θανάτου καί σκιαγραφοῦν τήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά ὑποφέρει.Ὑποφέρω σημαίνει ἀνέχομαι, ὑφίσταμαι κάτι κακό, δοκιμάζομαι, πάσχω, βασανίζομαι39. Γιά νά ὑποφέρει κάποιος, πρέπει νά ὑπάρχει πόνος, διότι κανείς δέν ὑποφέρει γιά τά εὐχάριστα τῆς ζωῆς ἀλλά γιά τά δυσάρεστα. Ὁ πόνος, ἡ θλίψη, ἡ δοκιμασία, ἡ ἀσθένεια, εἶναι καταστάσεις πού ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά διώξει ἀπό τή ζωή του, νά τίς τοποθετήσει ἀπέναντί του. Ὡστόσο, συνιστοῦν κοινή μοῖρα στή ζωή μας, τόσο τήν βιολογική ὅσο καί τήν πνευματική40.

Ὁ πόνος ἤ «ἡ ἀθέλητη41 θλίψη»42, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή43, ὡς γεγονός τῆς ἐγκόσμιας πραγματικότητας, ἀποτελεῖ συνέπεια τοῦ κακοῦ, τῆς παράχρησης τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου44 . Εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένος45 μέ τήν ἡδονή τῶν αἰσθήσεων, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Πατέρα, ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει, μέ λόγο πού δέν ἐπιδέχεται ἀμφισβήτηση, ὅτι πόνος καί θάνατος συνδέονται ἄρρηκτα μέ τήν «παρά φύσιν» ἡδονή καί δέν εἶναι δυνατόν νά τά διαχωρίσει κάποιος, νά προβεῖ σέ υἱοθέτηση τῆς τελευταίας καί ἀπόρριψη τῶν ἄλλων. Ἐνδεικτικά σημειώνει: «Ἐξαιτίας τῆς παράλογης ἡδονῆς πού ἐπῆλθε στήν ἀνθρώπινη φύση, ἦρθε ἔπειτα ἡ κατά λόγον ὀδύνη μέ πολλά παθήματα, στά ὁποῖα καί ἀπό τά ὁποῖα ὑπάρχει ὁ θάνατος γιά νά ἀφαιρέσει τήν παρά φύση ἡδονή»46. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός πατήρ, ὡς ἑξῆς: «… βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος ὅτι τήν κάθε ἡδονή τή διαδέχεται ἡ ὀδύνη, κατευθύνει ὅλη τήν ὁρμή του πρός τήν ἡδονή καί ὅλη τήν ἀποστροφή του πρός τήν ὀδύνη. Τήν πρώτη τήν ὑπερασπίζεται μέ ὅλη του τή δύναμη, ἐνῶ τήν ἄλλη τήν καταπολεμᾶ μέ ὅλο του τό ζῆλο, πιστεύοντας κάτι ἀδύνατο, ὅτι μέ τή μέθοδο αὐτή θά διαχωρίσει τή μία ἀπό τήν ἄλλη τό πάθος ὅμως φαίνεται νά τόν κάνει ν’ ἀγνοεῖ ὅτι σέ καμία περίπτωση δέν ὕπάρχει ἡδονή χωρίς ὁδύνη»47.

Συνεπῶς, ὀδύνη καί θάνατος εἶναι συνδεδεμένα μέ τήν ἡδονή, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά ὑπομένει καί νά ὑποφέρει τίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει, ὄχι μέ τό νά τίς δέχεται μαζοχιστικά, ἀλλά ἀναγνωρίζοντας, μέσῳ αὐτῶν, τή δυνατότητα νά προκόψει στήν ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή του καί νά ἐπανατοποθετηθεῖ στή σχέση του μέ τό Θεό. Ἄς μη λησμονοῦμε ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ὑποφέρει, δέν ὑπομένει τό σταυρικό πόνο, ὅπως π.χ. ὁ δίκαιος Ἰώβ, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀπολαύσει τά ἀγαθά τῆς ὑπομονῆς του48 καί νά βιώσει τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Ἐξάλλου, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος πολύ εὔγλωττα σημειώνει ὅτι ὑποφέρουμε καί ὑπομένουμε τίς δυσκολίες καί τόν πόνο, ἀφοῦ ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό, «διά τήν ἑκάστου δοκιμήν καί τελείωσιν»49. Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι, ὅπως τόν θάνατο τόν ἀντιμετωπίζουν διαφορετικά οἱ ἄνθρωποι, ἀνάλογα δηλαδή πρός τό πνευματικό καί ἐκκλησιαστικό τους ὑπόβαθρο, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τόν πόνο ἄλλοι τόν θεωροῦν ὡς ἀναγκαῖο κακό, τόν ἀποδέχονται μέ δυσφορία, μοιρολατρικά καί παθητικά καί προσπαθοῦν νά τόν ἀντιμετωπίσουν μέ τή λογική καί τήν ἐπιστήμη, ἐνῶ ἄλλοι τόν ἀντιμετωπίζουν ἐκκλησιαστικά θέτοντάς τον ὑπό τό πρίσμα τοῦ σταυροῦ. Ὁ πόνος, ὅπως καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, δέν ἑρμηνεύεται μέ τήν ἀνθρώπινη λογική καί σοφία. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τήν Ἀνάσταση καί ὁ πόνος τοῦ σταυροῦ ἔδωσε τή θεραπεία στόν κόσμο.

Μέ αὐτή τήν προοπτική, τό νά ὑποφέρει κανείς μέ χαρά καί ἑκουσιότητα, σημαίνει ὅτι ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά του. Ἡ ἀρρώστια στήν περίπτωση αὐτή γίνεται μέσο θεραπείας τῆς ψυχῆς50, ἡ ἴδια ἡ ἀρρώστια μεταποιεῖται σέ φάρμακο. Κι ὅπως δέν μπορεῖ νά βιώσει κανείς τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως ἄν προηγουμένως δέν γευθεῖ τό πικρό ποτήριο τοῦ θανάτου, ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ πόνου δέν μπορεῖ κανείς νά θεραπευθεῖ, ἄν προηγουμένως δέν περάσει τή διαδικασία τῆς ἑκούσιας καρτερίας, τῆς βιωματικῆς καί ἐλεύθερης ὑπομονῆς51. Ὁ χριστιανός, μέσα ἀπό ἀλλεπάληλες δοκιμασίες, συνειδητοποιεῖ ὅτι τελικά τόν σώζει αὐτό πού τόν καταστρέφει. Οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες, οἱ συμφορές καί οἱ ἀρρώστιες, οἱ ὁποῖες πέφτουν πάνω του ἡ μιά μετά τήν ἄλλη, μέ σκοπό νά τόν ἐξαφανίσουν, κυριολεκτικά τόν εὐεργετοῦν περισσότερο. Ἐπαναλαμβάνεται στή ζωή τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτη. Οἱ ληστές τόν ἐξαφανίζουν κινούμενοι ἀπό φθόνο καί μίσος. Τόν κτυποῦν ἀνηλεῶς μέ τήν ἀδικία, τή συκοφαντία, τίς ψευδεῖς ἐντυπώσεις, τούς πόνους, τίς ἀρρώστιες καί τόν ἀφήνουν «ἡμιθανῆ». Τότε ὅμως τόν ἀναλαμβάνει κάποιος Καλός Σαμαρείτης πού τόν αἰσθάνεται δίπλα του καί θερμαίνεται ἀπό τήν ἀγάπη του. Καί τότε ἀποδεικνύονται εὐεργέτες οἱ πειρασμοί πού θέλησαν νά τόν ἐξαφανίσουν διότι τόν ἐλευθέρωσαν ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Ἐκεῖ πού ὁ χριστιανός ζεῖ τραγικές γιά τή ζωή του στιγμές καί νομίζει ὅτι ἐξαφανίζεται καί ἐκπνέει, τελικῶς ἀνακαλύπτει ὅτι ζεῖ καί ἀναπνέει.

Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἐλπίδα του καί τή χαρά του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πορεία ἐσχατολογική καί δέν προσδοκᾶ τήν Ἀνάσταση, ὁ πόνος τῆς παρούσας ζωῆς, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες, τά ἄγχη, οἱ ἀσθένειες, οἱ ὀδύνες καί οἱ στεναγμοί, γίνονται φορτία δυσβάστακτα, τά ὁποῖα τόν γονατίζουν, τόν κάνουν νά μελαγχολεῖ, τόν ἀπομονώνουν, τόν καταθλίβουν καί τόν νεκρώνουν πρόωρα. Ὁ πιστός εἶναι πάντα ἐλπιδοφόρος, ἐνισχύεται καί ἐνδυναμώνεται ἀπό τήν πίστη του καί τήν ἀφοσίωσή του στό Θεό, ὑποφέρει ἤ μᾶλλον ὑπομένει μέ χαρά καί ἐλπίδα ὅλα τά ὀδυνηρά52. Κι αὐτό ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, ἄν λάβουμε ὑπόψη τήν τάση πολλῶν χριστιανῶν μας σήμερα νά ὑπομένουν ἀναγκαστικά καί παθητικά τίς δοκιμασίες τους καί ἔτσι ὁ ἀγώνας τους νά εἶναι ἄγευστος καί δίχως προσωπική συμμετοχή. Αὐτό πού πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι μας εἶναι ὅτι ὁ πιστός ἄνθρωπος τό σταυρό του τόν σηκώνει ἑκούσια, ἐνεργητικά καί μέ προσωπική συμμετοχή καί ζωντάνια53

Ἡ ὑπέρβαση τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου 

Μέχρι τώρα σκιαγραφήσαμε τά κύρια σημεῖα ποὺ συνδέονται μέ τό ζήτημα τῆς καρτερικότητας, ἐν γένει, καί εἰδικότερα σέ σχέση μέ τό θάνατο, καθώς καί τίς παραμέτρους ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες, ἐφόσον δέν προσεχθοῦν, σχετικοποιοῦν ἢ ἀκόμη καί διαγράφουν τίς προϋποθέσεις πού δίνουν τή δυνατότητα στόν πιστό νά ἐπιδεικνύει ὑπομονή καί ἀνοχή στίς ποικίλες θλίψεις καί στό θάνατο. Τό ζωτικό ἐρώτημα, ὅμως, πού ἀκόμη παραμένει, εἶναι πῶς δημιουργοῦνται οἱ προϋποθέσεις αὐτές, πού λειτουργοῦν εὐεργετικά γιά νά ὑποφέρουμε καί νά ὑπομένουμε τίς προαναφερθεῖσες ὀδυνηρές καταστάσεις.

Ὅπως ἔχουμε, ἤδη, σημειώσει, στόν ἀντίποδα τῆς ἀποσιώπησης, τῆς ἀπώθησης, τῆς λήθης καί τῆς ὡραιοποίησης τοῦ θανάτου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προτείνει τή διαρκῆ μνήμη καί τή μελέτη του54. Ἡ διπλή ἐννοιολογική προσέγγιση, τήν ὁποία ἔχει ἡ μνήμη τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ μνήμη τῆς θνητότητας καί ἡ βεβαιότητα τοῦ τέλους τῆς  β ι ο λ ογ ι κ ῆ ς  μας ζωῆς55, ἐπιδρᾶ ὡς παιδαγωγός, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἡσύχιο τόν  π ρ ε σ β ύ τ ε ρ ο 5 6 , στό σῶμα καί τήν ψυχή, μᾶς ἐπαναφέρει στή μνήμη τοῦ Θεοῦ κατά τόν Ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς57, καί ἐπιδρᾶ καθοριστικά στήν κοινωνικότητα καί μεταμόρφωση τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου58. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐξοικειωθεῖ μέ τό θάνατο, παύει νά τόν φοβᾶται, νά εἶναι δέσμιός59 του καί δέν διστάζει νά ὑπομείνει τίς δυσκολίες, νά ὑποφέρει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νά προσεγγίσει τίς ὁρατές ἐκφράσεις τοῦ μυστηρίου τῆς σιωπῆς. Ὁ Χριστός δάκρυσε μπροστά στό μνῆμα τοῦ φίλου Του Λαζάρου. Οὐσιαστικά βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ τό γεγονός τοῦ θανάτου. Καί ἐνῶ θά μποροῦσε νά καθησυχάσει τίς ἀδελφές, τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους τοῦ κεκοιμημένου Λαζάρου, λέγοντάς τους ὅτι ἀναπαύεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ, δέν τό ἔκανε. Δέν ἔκανε αὐτό τό ὁποῖο ἐπιχειροῦμε ἐμεῖς πρός τούς ἄλλους, γιά νά παρηγορήσουμε καί νά παρηγορηθοῦμε. Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά δακρύσει καί νά σιωπήσει. Ὕστερα ἀνέστησε τό Λάζαρο καί τόν ἐπανέφερε στή ζωή αὐτή, ἀπό τήν ὁποία, οὕτως ἤ ἄλλως, πρέπει νά ἐλευθερωθοῦμε60. Ὁ Χριστός ἑπομένως, μέ τά λόγια του καί μέ τά ἔργα Του διδάσκει τήν Ἀνάσταση. Ἄλλωστε, ποτέ δέν μίλησε γιά ἀθανασία ψυχῶν ἀλλά γιά ἀνάσταση σωμάτων. Κι αὐτό εἶναι ἡ μεγάλη προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, εἶναι πολύ φυσικό νά μή θέλει ἀλλά καί νά μήν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν πόνο τοῦ σταυροῦ. Ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ  Χ ρ ι σ τ ο ῦ  καί ἡ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Χριστό εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καί διακηρύττει ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη εἶναι ἕνα σύνδρομο πού ὀφείλεται στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἐμεῖς σήμερα θέλουμε μέσα ἀπ᾽ αὐτή τήν εὐλογημένη Ἱερατική Σύναξη νά λάβουμε ἕνα προβληματισμό, τότε θά πρέπει νά τονίσουμε πώς ὁ πόνος καί ἡ ἀσθένεια, ἀκόμη καί ὁ θάνατος, ἀντιμετωπίζονται ὑπαρξιακά, μόνο ὅταν οἱ ἄνθρωποι γνωρίσουν καί σχετιστοῦν μέ τό Χριστό καί μόνο ὅταν λουσθοῦν μέ τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ εὐθύνη τῆς ποιμαντικῆς ὅλων ἐμᾶς τῶν κληρικῶν, κυρίως δέ αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται σε χώρους νοσηλείας. Φυσικά ἡ μέριμνα τῶν ποιμένων δέν εἶναι νά ὁδηγήσουν στήν ἐξάλειψη τῶν ποικίλων προβλημάτων τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, στήν διαγραφή τοῦ πόνου καί τῆς ἀρρώστιας καί στή ματαίωση τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἡ διακονία τους δέν εἶναι μιά μαγική ἐπέμβαση μέ θεαματικά καί σύντομα ἀποτελέσματα, ἀλλά στό νά μπορέσουν νά κάμουν τόν ἄνθρωπο, μέσα ἀπό τή θλίψη του καί τή δοκιμασία του, νά βρεῖ τό Θεό καί νά ἀναπαυθεῖ σ’ Αὐτόν.

Συνεπῶς, ὁ ἱερέας ἔχει τήν ὑψίστη εὐθύνη νά μιλήσει στούς ἀνθρώπους καί νά τούς μάθει τήν τέχνη νά βρίσκουν τό Θεό. Νά μιλήσει ὅμως στούς ἀνθρώπους μέ τόν τρόπο πού αὐτοί καταλαβαίνουν καί ὄχι μέ τόν τρόπο πού αὐτός ξέρει. Διότι πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ἱερεῖς ἐμποδίζουμε τήν ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Θεό, καί τήν κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων62. Ἡ μόνη διέξοδος γιά τόν ἐξαρτημένο ἀπό τήν ἡδονή ἄνθρωπο εἶναι ἡ προσκόλληση στό Χριστό, τό Δημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Μονάχα κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή μπορεῖ ὁ χριστιανός νά δέχεται τή στέρηση τῆς ἡδονῆς καί νά ὑπομένει τήν ὀδύνη, ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ἡ τελευταία συνδέεται μέ τό θάνατο. Διότι μονάχα ἡ ἀληθινή χαρά ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπερβεῖ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά. Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾶ οὐτοπία, δέν περιορίζεται σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, στό θεολογικό ἐπιστητό. Εἶναι ἔκφραση τοῦ βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας της, ὅπως ἐντοπίζεται στή μαρτυρική τελείωση τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπα τῆς καρτερικότητας στίς θλίψεις, τίς διώξεις καί τό θάνατο. Ποιός μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει ὅτι οἱ διώξεις καί τά βασανιστήρια τῶν ἁγίων, μαρτύρων καὶ νεομαρτύρων, δὲν ἐντάσσονται στήν προοπτική αὐτή; Ἐνώπιον αὐτῶν οἱ μάρτυρες καί νεομάρτυρες ἐπιδεικνύουν ἀπαράμιλλη καρτερικότητα καί ὑποφέρουν σέ τέτοιο βαθμό, πού ξενίζει τό σημερινό κοσμικό ἄνθρωπο ἡ σχετική ἀναφορά. Ὅλα αὐτά εἶχαν ἕνα καί μοναδικό σκοπό ἀπό μέρους τῶν νεομαρτύρων τῆς πίστης μας: τή συνάντηση καί ἕνωση τοῦ πρός τό μαρτύριο πορευομένου χριστιανοῦ μέ τόν «ἀρχιμάρτυρα» Ἰησοῦ Χριστό.

Ὁ καθηγητής κ. Σταῦρος Μπαλογιάννηςμᾶς διαφωτίζει σημειώνοντας ὅτι ἡ προσήλωση στό Χριστό καί ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου μάρτυρα νά τόν συναντήσει, προκαλεῖ τήν ἔκκριση συγκεκριμένων ὁρμονῶν στόν ὀργανισμό, πού ὠθοῦν τό μάρτυρα νά ὑποφέρει τόν πόνο καί νά ἐπιδεικνύει καρτερικότητα στίς δοκιμασίες. Ἐνδεικτικός εἶναι ὁ ἀκόλουθος λόγος63 τοῦ καθηγητοῦ: «Οὐδέν ἐκ τῶν ἀναφερομένων εἰς τά μαρτυρολόγια ἐπί τοῦ σθένους καί τῆς ἀντοχῆς τῶν μαρτύρων καί τῶν νεομαρτύρων εἶναι ὑπερβολικόν καί ὑπό τά αὐστηρά ἐπιστημονικά κριτήρια ἐξεταζόμενον. Ἡ ψυχική ἰσχύς διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δύναται νά τροποποιήσει ὅλας τάς ἐγκεφαλικάς διεργασίας ἐπί τῆς ἀποδοχῆς, ἀντιλήψεως, κωδικοποιήσεως καί ἐγχαράξεως τοῦ ἄλγους, μέ ἀποτέλεσμα καί αἱ πλέον ἐπώδυνοι ὤσεις νά ἀποσβέννυνται καί νά μή καθίστανται αἰσθηταί κατά τήν ἔκτασιν καί τό μέτρον τῆς ἰσχύος των. Ἡ ἐπιλογή τοῦ καταλλήλου νευροδιαβιβαστοῦ ἢ τοῦ νευροτροποιητοῦ εἶναι εἰς θέσιν νά τροποποιήσῃ τήν ἀντίληψιν τοῦ ἄλγους καί ἀκόμη νά ὑποκαταστήσῃ αὐτό διά τοῦ αἰσθήματος τῆς ἀγαλλιάσεως καί τῆς ἐσωτερικῆς πληρότητος. Ἡ ὑπό τῆς ψυχικῆς ἰσχύος αὔξησις τῶν ἐπιπέδων τῶν ἐνδορφινῶν εἰς τόν ὀπτικόν θάλαμον τοῦ ἐγκεφάλου τοῦ ἀνθρώπου, καθιστᾷ ἱκανήν τήν ἀπόσβεσιν τοῦ ἄλγους καί τήν αὔξησιν τοῦ αἰσθήματος τῆς ἐλπίδος καί τῆς πληρότητας…». Κατέστη, ὑποθέτουμε, ἀντιληπτό ὅτι ἡ προσήλωση στό Χριστό θωρακίζει κατάλληλα τούς μάρτυρες ἀλλά καί κάθε χριστιανό ὥστε νά ὑποφέρει τίς δοκιμασίες καί νά ὑπομένει τίς θλίψεις. Παράλληλα ἐξαλείφει τό φόβο τοῦ θανάτου καί ὁ πόνος μεταποιεῖται σέ χαρά. Ἡ εὐαγγελική διατύπωση: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται»64, δέν εἶναι οὐτοπική ἤ ἐξουθενωτική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει μέ σαφήνεια ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος, μολονότι μᾶς δίδει τίς δοκιμασίες, γιά τόν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς μας ἑτοιμότητας καί τήν προαγωγή μας στήν πορεία τῆς τελειώσεως, μᾶς παρέχει καί τή δύναμη γιά νά τίς ὑπομείνουμε, ἐφόσον προσηλώσουμε τή σκέψη καί τή ζωή μας σέ Ἐκεῖνον. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀκόλουθη, παραφρασμένη, διατύπωση ἀπό τήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή: «ὁ Θεός,… οὐκ ἐάσει ἡμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δυν(άμεθα), ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν»65.

Συμπεράσματα

Μετά ἀπό τά ὅσα ἀναπτύχθηκαν παραπάνω μποροῦμε νά καταλήξουμε συνοπτικά στίς ἑξῆς συμπερασματικές θέσεις:

1. Ὅλα τά ἔμβια ὄντα πεθαίνουν, ὅμως μόνο ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς θνητός. Κι αὐτό, ὄχι μόνο διότι ὁ ἀνθρωπος πεθαίνει, ἀφοῦ καί τά ἄλλα ὄντα πεθαίνουν, ἀλλά, κατά κύριο λόγο, διότι ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι θά πεθάνει. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γνώση του περιλαμβάνει καί τό θάνατο. Ἔτσι μποροῦμε νά κατανοήσουμε τήν προσπάθεια τῆς θρησκείας καί τῆς φιλοσοφίας, π.χ. τοῦ Βουδισμοῦ καί ἄλλων θρησκειῶν καθώς καί τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, νά κάνουν τόν ἄνθρωπο νά συμβιβαστεῖ μέ τό θάνατο, εἴτε παρουσιάζοντάς τον ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν καταπίεση τοῦ σώματος καί τοῦ κόσμου τούτου εἴτε προτείνοντάς τον ὡς ἀφετηρία μιᾶς ἄλλης μεταφυσικῆς ζωῆς. Γεγονός πάντως εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν παραμένει ἀδρανής μπροστά στό θάνατο, ἀλλά προσπαθεῖ νά τόν πολεμήσει καί νά τόν ἀπωθήσει ἤ νά τόν ἑρμηνεύσει καί νά τόν νοηματοδοτήσει. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ θάνατο ποικίλλει καί εἶναι δυνατόν νά παρουσιάσει ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα χαρακτηριστικά, ὡς ἀπόρροια τῶν διαφορετικῶν φιλοσοφικῶν, θρησκευτικῶν, πολιτισμικῶν καὶ ψυχολογικῶν στάσεων καί διαθέσεών τους.

2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καί εἰδικότερα ὁ κάθε πιστός, ἐξοικειώνεται μέ τήν ἰδέα τῆς παρουσίας τοῦ θανάτου καί τῶν θλίψεων στήν καθημερινότητά του, ἐφόσον ἡ καρτερικότητα καί ἡ ὑπομονή πού ἐπιδεικνύει γιά τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ συνάρτηση μέ τήν ἐν Χριστῷ πίστη καί πορεία, ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα γιά τήν εἴσοδό του στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ θάνατος θεωρεῖται ὕπνος, κοίμηση καί πέρασμα ἀπό τήν παροῦσα στήν αἰώνια ζωή. Ὅ,τι συνδέεται μέ αὐτόν: οἱ κεκοιμημένοι, τά κοιμητήρια, οἱ τάφοι κλπ., δέν ἀποτελοῦν γιά τούς χριστιανούς ἑστίες ἄρνησης, φόβου ἤ θλίψεων, ἀλλά, ἀντίθετα, ἐκλαμβάνονται ὡς κριτήρια αὐτοθεώρησης, ἀναθεώρησης καί ἐπανατοποθέτησής μας ἔναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ὡς μέσα ἄσκησης τῆς καρτερικότητας καί τοῦ «ὑποφέρειν», ὡς ἀφορμές προαγωγῆς τῆς πνευματικότητάς μας. Ἐξάλλου, ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπό τήν Παράδοση καί τή Λατρευτική πράξη της, δίνει εὐκαιρίες στούς πιστούς νά ἐξοικειωθοῦν μέ τό θάνατο καί νά ἀντιμετωπίσουν πραγματικά, καί ὄχι πλασματικά, ὅ,τι τούς ἀπασχολεῖ καί τούς θλίβει.

3. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, εἶναι πολύ φυσικό νά μή θέλει ἀλλά καί νά μήν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν πόνο τοῦ σταυροῦ. Ἡ πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ γνωριμία τῶν ἀνθρώπων μέ τό Χριστό εἶναι τό κλειδί γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καί διακηρύττει ὅτι ὁ πόνος καί ἡ θλίψη εἶναι ἕνα σύνδρομο πού ὀφείλεται στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δημιούργησε μόνο ζωή. Ὁ πόνος καί ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσματα τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποτελοῦν συνέπεια τοῦ κακοῦ, τῆς παράχρησης τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθερίας του. Οἱ θλίψεις, οἱ στενοχωρίες καί ὁ θάνατος, συνιστοῦν μία πραγματικότητα, ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τή μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ταλανίζει ἀνάλογα μέ τήν ἐγγύτητα ἤ τή μακρότητα πού βρίσκεται, σέ σχέση μέ τό Θεό. Ἑπομένως, ὁ πόνος καί ἡ ἀσθένεια, ἀκόμη καί ὁ θάνατος, ἀντιμετωπίζονται ὑπαρξιακά, μόνο ὅταν οἱ ἀνθρωποι γνωρίσουν καί σχετιστοῦν μέ τό Χριστό καί μόνο ὅταν λουσθοῦν μέ τό ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἐξάλλου, εἶναι καί ἡ εὐθύνη τῆς ποιμαντικῆς τῶν κληρικῶν μας οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται σέ χώρους νοσηλείας: νά μιλήσουν στούς ἀνθρώπους καί νά τούς μάθουν τήν τέχνη νά βρίσκουν τό Θεό.

4. Ἡ ἄρνηση τῆς ἀνάστασης ἀποτελεῖ ἀπόρροια τῆς διαβρωμένης σχέσης μεταξύ τοῦ Πλάστη καί τοῦ πλάσματος, τῆς προβληματικῆς ἢ ἀνύπαρκτης πνευματικότητας τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». Ἐφόσον ὁ Χριστός «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο», γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς ἀναστάσεώς Του συνεπάγεται καί διαγραφή τῆς προοπτικῆς καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης, γεγονός πού στερεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο τήν ἐλπίδα, τήν ὑπομονή στίς θλίψεις καί τό θάνατο. Χωρίς Θεό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἐλπίδα του καί τή χαρά του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει πορεία ἐσχατολογική καί δέν προσδοκᾶ τήν Ἀνάσταση, ὁ πόνος τῆς παρούσας ζωῆς, οἱ θλίψεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες, τά ἄγχη, οἱ ἀσθένειες, οἱ ὀδύνες καί οἱ στεναγμοί, γίνονται φορτία δυσβάστακτα, τά ὁποῖα τόν γονατίζουν, τόν κάνουν νά μελαγχολεῖ, τόν ἀπομονώνουν, τόν καταθλίβουν καί τόν νεκρώνουν πρόωρα.

5. Ἡ ὑπέρβαση τῆς ἀτέρμονης περιδίνησης, μεταξύ ἡδονῆς καί ὀδύνης, ἐπιτυγχάνεται μονάχα μέ τή χαρά πού ἀντλεῖται ἀπὸ τό Χριστό καί τήν προσήλωση τοῦ χριστιανοῦ στό Δημιουργό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ, «ἐν ἐλευθερίᾳ», μονόδρομο, γιά νά ὑπομένει κάποιος τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς του. Μονάχα κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή μπορεῖ ὁ χριστιανός νά δέχεται τή στέρηση τῆς ἡδονῆς καί νά ὑπομένει τήν ὀδύνη, ἀκόμη καί στήν περίπτωση πού ἡ τελευταία συνδέεται μέ τό θάνατο. Διότι μονάχα ἡ ἀληθινή χαρά ἔχει τή δυνατότητα νά ὑπερβεῖ τίς αἰσθήσεις καί τά αἰσθητά. Ἡ πρόταση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας δέν συνιστᾶ οὐτοπία, δέν περιορίζεται σέ θεωρητικό ἐπίπεδο, στό θεολογικό ἐπιστητό. Εἶναι ἔκφραση τοῦ βιώματος καί τῆς ἐμπειρίας της, ὅπως ἐντοπίζεται στή μαρτυρική τελείωση τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπα τῆς καρτερικότητας στίς θλίψεις, τίς διώξεις καί τό θάνατο. Τό ψυχικό σθένος τους καθώς ἐπίσης καί ἡ καρτερία τους ἐνώπιον τῶν βασάνων, ἀκόμη καί τῆς ἀπειλῆς τοῦ θανάτου, ἑρμηνεύονται ἀκόμη καί μέ ἐπιστημονικά κριτήρια, τά ὁποῖα καταδεικνύουν ὅτι ἡ προσήλωση στό Χριστό, ὁδηγεῖ στήν «καλὴν ἀλλοίωσιν» τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, στήν ἀγόγγυστη ἀνοχή τῶν θλίψεων, στήν καρτερικότητα τῶν δυσκολιῶν καί τοῦ θανάτου.

Ἀρχιμ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μακαρίου Γρινιεζάκη,
Ἐπ. Καθηγητῆ τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ὁ Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης ἀναλύοντας ἐτυμολογικά τόν ὅρο «θάνατος», σημειώνει ὅτι προ- έρχεται ἐκ τοῦ «θένωντος διά τό τίθεσθαι κατά νῶτον τόν θνήσκοντα». Βλ. Ἀναστασίου Σιναΐτου, Ὁδηγός, PG 89, 81C.
2. Ματσούκα Νικολάου «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Γ´», Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 206.
3. Ἀναστασίου Σιναΐτου, «Ἐρωτήσεις καί ἀποκρίσεις», PG 19, 765C.
4. Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος Πόνος, Μαθητεία στήν ἐπίσκεψη τοῦ πόνου στή ζωή μας», Ἔκδοση Κέντρου Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 22.
5. Διογένους Λαέτριου, «Ἐπίκουρος 10», 125: «ὅταν μέν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν· ὅταν δ’ ὁ θάνατος παρῇ, τοθ’ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν».
6. Ἀνέστη Κεσελόπουλου, «Ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν. Θεολογική προσέγγιση στίς προκλήσεις τῆς Βιοηθικῆς», Ἔκδοση Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 122, 126.
7. Ἐνδεικτικά περί τοῦ θέματος βλέπε: Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Καλλιακμάνη, «Τό μυστήριο τοῦ θανάτου στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία», Τό μυστήριο τοῦ θανάτου εἰς τήν Λατρείαν τῆς Ἐκκλησίας, Πρακτικά Θ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Βόλος, 5 7/11/2007), Ἔκδοση Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 19, Ἀθῆναι 2009, σσ. 67-76· Paul E. Irion, «e Funeral and the Mourners. Pastoral care of the Bereaved», Abingdon Press Publications, New York, pg 65· Ignace Peckstadt (père), “Quelques reflexions orthodoxes concernant la Cremation”, Contacts, 1997, Vol. 179, pg. 265.
8. Γιά τή διάκριση τοῦ θανάτου (πνευματικοῦ, βιολογικοῦ-σωματικοῦ, αἰώνιου), βλέπε: Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Χριστιανική Ἠθική», Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, 4η Ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 498· Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου, «Τὸ πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση», Ἀθήνα 2005, σελ. 305· Σ. Κοντογιάννη, «Ἡ ἱερότητα τῶν ταφικῶν μνημείων», Ἀνάτυπον ΕΕΘΣΠΑ, τ. 35, Ἀθῆναι 2000, σελ. 436.
9. «Ὄντως φοβερώτατον, τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχῆς ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικότατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται…». (Ἰδιόμελο δ΄ ἤχου, τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας). Πρβλ. Jean-C. Larchet, Ceci est mon Corps. Le sens chretien du corps selon les Peres de l’Eglise, Collection “Qui suis-je”, τ. 8 Geneve 1996, σ. 120.
10. Γ. Μαντζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 497.
11. Γεν. 3, 19 καὶ Σοφ. Σολομ. 1, 13: «… ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων.»
12. Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς Πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», Ἱμάτια Φωτὸς ἀρρήτου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 104: «Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ‘‘φυσική’’ ἐξέλιξις τῆς βιολογικῆς ὑποστάσεως… ἡ ἐπισφράγισις τῆς ὑποστάσεως ὡς ἀτομικότητος…».
13. Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως, Τά Ἀμφιλόχια, 240, 4, PG 101, 1036B: «Ζωήν μέν γάρ ὤριστο παρά Θεῷ προέγνωστο δέ καί ὁ θάνατος· διά τοῦτο ἀναίτιος ὁ Θεός θανάτου οὐ γάρ ἡ πρόγνωσις εἰργάσατο θάνατον, ἀλλ’ ἡ τῆς ἐντολῆς παράβασις».Πρβλ. Jean C. Larchet, La Vie apres la Mort selon la tradition orthodoxe, Les editions du Cerf, Paris 2001, pg.13.
14. Jack D. Douglas, “e Social Meanings of the Suicide”, Princeton, New Jersey 1970, pg. 350-383· Μ. Γαλενιανοῦ, «Ὁ χορός τοῦ Ζαλόγγου ὡς ἠθικό δίλημμα», Ἐκδόσεις Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 2003, σελ. 61-67, 70-84· Tristram H. Engelhardt, Jr, «Τά θεμέλια τῆς Βιοηθικῆς. Μία χριστιανική θεώρηση», Μετ. Π. Τσαλίκη- Κιόσογλου,  Ἐ κ δ ό σ ε ι ς  Ἁ ρ μ ό ς , Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 393 ἑξ.· Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη, «Ἡ ἀνθρώπινη ἐπιθετικότητα. Ποιμαντική καί ψυχολογική προσέγγιση στήν Κλίμακα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου», Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1999, σελ. 62.
15. Γιά τούς βίαιους θανάτους δικαίων καί ἀδίκων, βλέπε: Ἀναστασίου Σιναΐτου, «Ἐρωτήσεις και ἀποκρίσεις», PG 89, 500A - 504D. Πρβλ. Ἐ. Δουνδουλάκη, «Ἡ ζωή καί ὁ θάνατος κατά τόν Ἅγιο Ἀναστάσιο τό Σιναΐτη», Ἁγιολογικά καί Ὑμνολογικά Μελετήματα Α΄, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 123-125.
16. Συλλογική Ἔκδοση περί Εὐθανασίας, «Ἡ σημαντική τοῦ «καλοῦ» θανάτου», «Ἐπιστήμη Κοινωνία», Εἰδικές Μορφωτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2000, σελ. 124.
17. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Περί παρθενίας», PG 48, 544: «ὅπου γάρ θάνατος ἐκεῖ καί γάμος· τούτου δέ οὐκ ὄντος, οὐδέ οὗτος ἕπεται».
18. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 24», PG 94, 1208A: « ὅτε διά τῆς παραβάσεως θάνατος εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε, …. ὁ γάμος ἐπινενόηται, ὡς ἂν διά τῆς παιδοποιίας τό γένος τῶν ἀνθρώπων σώζηται».
19. Γιά τήν κλωνοποίηση βλέπε: Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Κλωνοποίηση. Ἠθικοκοινωνικές καί θεολογικές συνιστῶσες», Διδακτορική Διατριβή), Σειρά: Παντοδαπά τῆς Βιοηθικῆς, Τόμος 1ος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005, σελ. 278 (ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία)· Archimandrite Makarios Griniezakis, «Orthodox Christian Ethics within Bioethics», Pantodapa of Bioethics, Τόμος 2ος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2007, σελ. 157.
20. Γιά τό σκοπό αὐτό ἔχουν δημιουργηθεῖ εἰδικά ἰνστιτοῦτα καί ὀργανισμοί πού ὑπεραμύνονται αὐτῶν τῶν προσπαθειῶν. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται: α. KrioRus Ρωσσική Ἐταιρεία πού ὑπόσχεται την κατάψυξη του ἐγκεφάλου ἤ καί ὁλόκληρου τοῦ σώματος, β. Hoffman Prototype Cryonics Trust Συμβούλιο στίς ΗΠΑ, τό ὁποῖο διεκδικεῖ τά νομικά δικαιώματα τῶν κρυοσυντηρημένων κυρίως σέ κληρονομικό ἐπίπεδο, γ. Cryonics Ιnstitute, Ἰνστιτοῦτο πού ἵδρυσε ὁ Ἀμερικανός Etingker γιά τό ἴδιο σκοπό. Διαθέτει 866 μέλη ἐκ τῶν ὁποῖων τά 12 εἶναι Ἕλληνες. Βλέπε γιά περισσότερες πληροφορίες στούς διαδικτυακούς ἱστοτόπους: http://www.otherside.gr/2011/08/katapsuxinekrwn-en-anamon aiwniaszwis/, http://news.pathfinder.gr/scitech/726176.html, http://www.newlife4you.gr/welcome.asp?aid=52, http://www.tanea.gr/kosmos/article/?aid=4645584 καί http://www.pheme.gr/article.aspx?id=274.
21. B. Duburque, «Ἡ ἐξαφάνιση τοῦ Χάρου καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου», Σύγχρονα Βήματα, τεῦχ. 46 (1983) 90.
22. Γιὰ τὴν ὡραιοποίηση καὶ τὴν ἀπώθηση στὸν ἐνταφιασμό, βλέπε: πατρός Φιλοθέου Φάρου, «Τὸ Πένθος». Ὀρθόδοξη, Λαογραφικὴ καὶ ψυχολογικὴ θεώρηση, Ἐκδοσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 31998, σ. 58, 60, 61· P. Aries, «Western Attitudes toward Death: From the Middle ages to the present», USA 61983, σ. 94· J. Dider- Urbain, «Τὰ κοιμητήρια τῆς Δύσης (κοινωνίες γιὰ διατήρηση)», Σύγχρονα Βήματα, τεῦχ. 46 (1983) 80, 86· Πρωτοπρεσβυτέρου Θεμιστοκλέους Χριστοδούλου, «Περὶ τῆς Κηδείας. Ἱστορικό λειτουργικὴ προσέγγιση στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία καὶ στὰ περὶ αὐτῆς τελούμενα», Ἐκδόσεις Ὁμολογία, Ἀθήνα, 2004, σ. 141- 142.
23. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2006, σελ. 9.
24. Ἐνδεικτικός εἶναι ὁ ἀπέλπιδος λόγος τοῦ ποιητῆ Λαπαθιώτη: «μές στῆς καρδιᾶς μου τό κενό, μεγάλο σάν τόν οὐρανό, θ’ ἀκούσω πάλι τό βραχνό, τραγούδι τοῦ θανάτου…». Βλέπε: Γ. Μποζώνη, «Ὁ τρόμος τοῦ κενοῦ», Κωνσταντῖνος Δωρ. Μουρατίδης. Πρόμαχος Ὀρθοδοξίας. Τιμητικό ἀφιέρωμα, Ἀθήνα 2003, σελ. 444.
25. Πρ. 14, 22: «… παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει καί… διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
26. Ρωμ. 8, 35· 38.
27. Γιά τή θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς ὕπνου βλέπε: Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Εἰς τό ὄνομα τοῦ κοιμητηρίου», PG 49, 394: «ἐπειδή… ἦλθεν Χριστός, καί ὑπέρ ζωῆς τοῦ κόσμου ἀπέθανεν, οὐκέτι θάνατος καλεῖται ὁ θάνατος, ἀλλά ὕπνος καί κοίμησις». Πρβλ. Βασιλείου Καισαρείας, «Εἰς τόν Μάρτυρα Βαρλαάμ», ΕΠΕ 7, 238. Περισσότερα γιά τό θέμα βλέπε: Ἐμμανουήλ Δουνδουλάκη, «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν καί ἡ θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας», Ἡ καύση τῶν νεκρῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (Μελέτες Ὀρθοδόξου Θεολογίας), Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 51.
28. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 49, 394: «… διά τοῦτο κοιμητήριον ὠνόμασται, ἵνα μάθης ὅτι οἱ τετελευτηκότες καί ἐνταῦθα κείμενοι, οὐ τεθνήκασιν, ἀλλά κοιμῶνται καί καθεύδουσιν».
29. Jean C. Larchet, “La Vie apres la Mort selon la tradition orthodoxe”, ὅ.π., σελ. 301-316· τοῦ ἴδιου, Ceci est mon Corps…., ὅ.π., σελ. 122-124.
30. Edgar N. Jackson, “e Christian Funeral. It’s meaning, its purpose and its Modern Practice”, Channel press, New York 1966, σελ. 24-28.
31. Ρόδου (Ἀμασείας) Ἀποστόλου, «Ἀπομνημονεύματα», τ. 2, Ἀθῆναι 1947, σ. Ι, 24, ὑποσ. 9. Πρβλ. Βασιλείου Σταυρίδου, «Οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχαι 1860 - σήμερον», Α΄ Ἱστορία, Ἐκδόσεις Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν 14, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 350.
32. Γιά τήν ὀνομασία τοῦ τάφου ὡς μνημείου, δηλαδή ὡς τόπου «μνήμης», βλέπε: Γεωργίου Μαντζαρίδη, «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀπό τήν ἄποψη τῆς Χριστιανικῆς Ἀνθρωπολογίας και Ἠθικῆς», «Ταφῆ ἢ Καύση τῶν Νεκρῶν», Πρακτικά Ἡμερίδος «Ἡ καύση τῶν νεκρῶν», Ἐκδόσεις Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 3, Ἀθήνα 2000, σελ. 104.
33. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Περί θανάτου», 31, PG 63, 803· 809-810.
34. Γιά τήν ἱστορικό-θεολογική προσέγγιση τοῦ ὅρου «ἀπαρχή» τῶν κεκοιμημένων, στήν Πατερική θεολογία, βλέπε: Βασιλείου Στογιάνου, «Ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Εἰσαγωγικά προβλήματα καὶ ἑρμηνεία τοῦ Α΄ Κορ. 15», ΕΕΘΣΘ 20, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 176-188.
35. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Κατηχητικός εἰς τό Ἅγιον Πάσχα», PG 59, 724. 
36. Α΄ Κορ. 15, 17· 18: « … εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, … ἄρα καί οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο».
37. Μπέγζος Μάριος, Παπαθανασίου Ἀθανάσιος, «Θέματα Χριστιανικῆς Ἠθικῆς», Ὀργανισμός Ἐκδόσεων διδακτικῶν Βιβλίων, Ἀθήνα 1998, σελ. 185.
38. Μπέγζος Μάριος, Παπαθανασίου Ἀθανάσιος, ὅπ.π., σελ. 185-188.
39. «Σύγχρονον Λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης», Ἐπιτροπή Φιλολόγων, Ἐκδόσεις Ἄτλας, Ἀθήνα 1960, στό λήμμα ὑποφέρω.
40. Μαντζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 491.
41. Γιά τή νοσογραφία τῆς θλίψης, τῆς λύπης, καθώς καί τή θεραπευτική τους, βλέπε: Jean C. Larchet, «Ἡ θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων. Εἰσαγωγή στήν Ἀσκητική παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», τ. Α΄, Μετάφραση Χ. Κούλας, Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, 2η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2009, σελ. 299-314· τοῦ ἴδιου, ὅ.π., τ. Β΄, σελ. 270-299.
42. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Ἑκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων», (6, 3), Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Β΄, Ἐκδόσεις Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 1991, σελ. 216.
43. Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Ἡ δύναμη τῆς συγγνώμης. Κένωση καὶ φιλανθρωπία στίς ἀνθρώπινες σχέσεις», Ἐκδόσεις Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2010, σελ. 126-129.
44. Γεωργίου Μαντζαρίδη, ὅ.π., σελ. 493.
45. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Πρός Θαλάσσιον», PG 90, 628BC.
46. Ὅ.π., σελ. 215 § 35.
47. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ὅ.π., σελ. 157 § 53.
48. Ἰώβ 42, 10-12.
49. Ἀρχιμανδρίτου Νικολάου Ἰωαννίδη, «Ἡ ἀνθρώπινη ἀσθένεια καί ὁ πόνος στήν Πατερική Θεολογία», «Ἡ ὑγεία καί ἡ ἀσθένεια στή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας», Πρακτικά Ι΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων (Βόλος, 20-22/10/2008), Ἐκδόσεις Κ.Ε.Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., Σειρά: Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 21, Ἀθῆναι 2009, σελ. 99.
50. «Τάς γάρ ἀρρωστίας, διά τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς ἐπάγει ὁ Θεός», Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγος 5, Ἐκδόσεις Ἰ. Σπετσιέρη, σελ. 24.
51. Μαντζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 494.
52. Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου, «Ὁ Ἅγιος Πόνος, Μαθητεία στήν ἐπίσκεψη τοῦ πόνου στή ζωή μας», Ἔκδοση Κέντρου Βιοϊατρικῆς Ἠθικῆς καί Δεοντολογίας, Ἀθήνα 2005, σελ. 26.
53. Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, «Παράκλησις τῶν Θλιβομένων», Ἐκδόσεις τό Παλήμψιστον, 3η Ἔκδοση, Θεσσαλονίκη 2005, σελ……
54. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Εἰς τὸ Πάτερ ἠμῶν», PG 90, 900AB· Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, «Ἐπιστολὴ 31», PG 37, 68 BC· Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας, «Βίος ὁσίου Ἀντωνίου», PG 26, 872AB· Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλίμαξ 6», PG 88, 797A· Ἀνδρέα Κρήτης, «Εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον καὶ εἰς τοὺς κοιμηθέντας», 21, PG 97, 1292AC.
55. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση», ὅ.π., σελ. 312-318.
56. Ἡσύχιου Πρεσβυτέρου, «Πρὸς Θεόδουλο, λόγος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς χωρισμένος σὲ 203 κεφάλαια», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α΄, ὅ.π., σελ. 195 § 95.
57. Διαδόχου Φωτικῆς, «Λόγος ἀσκητικὸς χωρισμένος σὲ 100 πρακτικὰ κεφάλαια πνευματικῆς γνώσεως καὶ διακρίσεως», Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τ. Α΄, ὅ.π., σελ. 313 § 81: «… μόνο ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου μπορεῖ νὰ καταργήσει ὅλες τὶς προσβολὲς τῶν δαιμόνων, ἐπειδή μᾶς ἐπαναφέρει στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ».
58. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, «Τὸ πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση», ὅ.π., σελ. 314.
59. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν», PG 63, 41: «ὁ τὸν θάνατον δεδοικώς, δοῦλος ἐστι, καὶ πάντα ὑφίσταται τοῦ μὴ ἀποθανεῖν».
60. Ἀλέξανδρος Σμέμαν, «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος», Ἐκδόσεις Ἐν Πλῷ, 3η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2006, σελ. 31.
61. Μαντζαρίδη Γεωργίου, ὅπ. π., σελ. 493.
62. Ἀρχιμανδρίτου Μακαρίου Γρινιεζάκη, ὅπ. π., σελ. 56.
63. Σ. Μπαλογιάννη, «Ἡ βιολογική διάστασις τῶν βασανισμῶν καί τῶν τρόπων θανατώσεως τῶν Νεομαρτύρων», Πρακτικά Θεολογικοῦ συνεδρίου εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῶν Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 363.
64. Μαρκ. 13, 13· Ματθ. 10, 22· 24,13.
65. Α΄ Κορ. 10, 13.

πηγή : Ἄγκυρα Ἐλπίδος

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ο Μέγας Αθανάσιος, πρωταγωνιστής της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Ο Μέγας Αθανάσιος, πρωταγωνιστής της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
Ο Μέγας Αθανάσιος
Πρωταγωνιστής κατά της παναίρεσης του Αρείου απέβη ο Μέγας Αθανάσιος. Ο Άγιος Αθανάσιος αγωνίστηκε, για την προάσπιση της αληθινής εκκλησιαστικής - αγιοπνευματικής εμπειρίας, την οποία ο Άρειος πολεμούσε ποικιλοτρόπως. Μεταξύ άλλων, ο Άγιος Αθανάσιος συνέγραψε κείμενα, όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες ο Αθανάσιος το 325, νεαρός τότε, συνόδευσε τον Πατριάρχη Αλέξανδρο στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου θα γινόταν η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος.
Η Αγία αυτή Σύνοδος ασχολήθηκε με τα δυσσεβή και βλάσφημα λόγια του αιρετικού Αρείου...
ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός δεν είναι ο Θεός, αλλά κτίσμα του Θεού δημιουργηθέν εν χρόνω, και επομένως, όπως όλα τα κτίσματα, έχει αρχή και τέλος. Άρα, ο Χριστός δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, αφού μόνο ο Θεός έχει αυτή τη δυνατότητα. Η εν λόγω αίρεση συνόψιζε όλα σχεδόν τα μέχρι τότε αντιτριαδικά ρεύματα. Σ’ αυτή την θέση κατέληξε ο Άρειος στην προσπάθειά του να διασφαλίσει, στη διδασκαλία του, τη Μοναρχία του Θεού Πατέρα, ουσιαστικά της Μονάδας. Λόγω των θεολογικών του προϋποθέσεων, λοιπόν, κατασκεύασε μία θεωρία, συμπλέκοντας ένα άτεγκτο μονοθεϊσμό με ένα συγκαλυμμένο πολυθεϊσμό και παράλληλα εισήγαγε μέσα στην Αγία Τριάδα τη χρονικότητα και τη λογικοκρατία. Μοιραία, ισχυριζόταν ότι μόνο ο Θεός Πατέρας είναι κατά φύση Θεός και άκτιστος, ενώ ο Υιός είναι μεν Θεός, αλλά κτιστός και κατά χάρη.

Γνωρίζουμε, όμως, από την εκκλησιαστική ζωή, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σαρκώθηκε για να σώσει και να θεώσει τον άνθρωπο. Ο Αθανάσιος με τον πλούσιο λόγο του, διατύπωσε με σαφήνεια αυτήν την πραγματικότητα την οποία οι αιρετικοί, με πρωτοπαλλίκαρο τον Άρειο, διέστρεφαν. Ο Χριστός δεν είναι κτίσμα, αλλά ο φυσικός Υιός και Λόγος του Θεού. Τούτο ακριβώς συνιστά τη διαφορά αυτού από τα κτίσματα, γιατί αυτά δεν είναι γέννημα της άκτιστης φύσης του Πατρός, αλλά καρποί των ακτίστων ενεργειών του. Ο Υιός είναι η ζώσα Βουλή του Θεού Πατέρα, Άναρχος όπως ο Πατέρας, και ομοούσιος, τόσο με τον Πατέρα, όσο και με το Άγιο Πνεύμα.
Απόσπασμα από το Αειμνημόνευτες μορφές της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου

Επιστολή Μητροπολίτου Πειραιώς προς την Αλέκα Παπαρήγα για ναρκωτικά, ρατσισμό και αθεϊσμό

Επιστολή Μητροπολίτου Πειραιώς προς την Αλέκα Παπαρήγα για ναρκωτικά, ρατσισμό και αθεϊσμό
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2012
Δημοσιεύεται κατωτέρω ἡ πρός τήν Ἐξοχωτάτη κ. Ἀλέκα Παπαρήγα, Γ.Γ. τοῦ Κομουνιστικοῦ Κόμματος Ἑλλάδος ἐπιστολή τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ καί ἐνημερώνομε ὅτι ἀναλόγου περιεχομένου ἐπιστολαί ἐστάλησαν πρός τούς Ἀρχηγούς τῶν Κοινοβουλευτικῶν σχηματισμῶν κ.κ. Ἀλέξιον Τσίπραν καί Φώτιον Κουβέλην.



ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
᾿Ακτὴ Θεμιστοκλέους 190
185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ
Τηλ. 210 4514833
Fax 210 4518476
᾿Αριθμ. Πρωτ. 58
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 12ῃ Ἰανουαρίου 2012
Πρός τήν
Ἐξοχωτάτη Κυρία
Ἀλέκα Παπαρήγα
Γεν. Γραμματέα
Κομμουνιστικοῦ Κόμματος Ἑλλάδος
Λ. Ἠρακλείου 145
142 31 Ν. ΙΩΝΙΑ

᾿Εξοχωτάτη κ. Παπαρήγα,

Ὡς Ποιμενάρχης τοῦ ἐπινείου τῆς Πρωτευούσης τῆς Χώρας ἡμῶν καί πνευματικός διάκονος τῆς ἐν Πειραιεῖ Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, μετ’ αἰσθημάτων συνοχῆς καρδίας καί πολλῆς θλίψεως διά τήν ὄχλησι τῆς Ὑμετέρας πολυευθύνου Ἐξοχότητος ἐν καιροῖς δυσχειμέροις κατά τούς ὁποίους ἀγωνίζεσθε γιά τήν διάσωσι τῆς φιλτάτης Πατρίδος ἐκ τῶν ἁρπακτικῶν διαθέσεων τῶν δανειστῶν καί πιστωτῶν Αὐτῆς πού πραγματούμεναι ἀναποδράστως θά ὁδηγήσουν εἰς τήν ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καί ἀνεξαρτησίας, καθηκόντως προάγομαι ὅπως παρακαλέσω Ὑμᾶς νά ἐμποδίσητε τήν στοχευμένην ἐπίθεσιν τοῦ καταρρέοντος κόμματος τῆς τέως συμπολιτεύσεως, τό ὁποῖο διά τῶν Ἐξοχωτάτων Ὑπουργῶν του κ.κ. Εὐαγγέλου Βενιζέλου καί Μιλτιάδου Παπαϊωάννου ἐπιχειρεῖ τήν ψήφισι ὑπό τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων νομοσχεδίων σαφῶς ἀντικειμένων εἰς τήν Συνταγματική νομιμότητα καί τά δημοκρατικά αἰσθήματα. Σημειωτέον ὅτι διά τάς συγκεκριμένας νομοθετικάς ρυθμίσεις οὐδεμία πολιτική ἐξουσιοδότησι κέκτηνται καί ὡς ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος δύναται νά κριθῇ στοχοποιοῦνται διά τῆς πρωτοβουλίας τῶν κινήσεών των αἱ Συνταγματικῶς κατοχυρωμέναι ἀρχαί τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας, τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως καί ἐκφράσεως, τῆς δημοσίας τάξεως καί τῶν χρηστῶν ἠθῶν.

Τά πρός ψήφισι νομοσχέδια πού κατετέθησαν εἰς τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἁρμοδιότητος τοῦ αὐτοπροσδιοριζομένου ὡς «προοδευτικοῦ» Ἐξοχωτάτου κ. Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης, Διαφανείας καί ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων Μιλτ. Παπαϊωάννου «Καταπολέμηση ἐκδηλώσεων ρατσισμοῦ καί ξενοφοβίας» καί «Κώδικας ναρκωτικῶν» εἰσάγουν εἰς τήν ἑλληνική ἔννομο τάξι ἀρχάς πού κονιορτοποιοῦν τήν Συνταγματική νομιμότητα καί ἀπομειώνουν πλήρως τήν ἰδιοπροσωπεία τοῦ Ἔθνους. Παρέλκει βεβαίως εἰς τήν Ὑμετέραν ἔμφρονα κρίσι νά ἀναφέρω ὅτι ὁ δῆθεν προοδευτισμός τοῦ κ. Ὑπουργοῦ προεβλέφθη ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν θεσμοθέτησι «καί ἑτέρου σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ» ἐκτός τοῦ ὑπό τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί τοῦ αἰωνίου Δημιουργοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τεθεσπεισμένου, πού προβλέπεται ὡς ἔννοια εἰς τά ἄρθρα 2 καί 3 τοῦ πρός ψήφισι νομοσχεδίου γιά τήν «καταπολέμηση ἐκδηλώσεων ρατσισμοῦ καί ξενοφοβίας», ὡς καί διά τήν ὑπ’ αὐτοῦ ἀπόπειρα εἰσαγωγῆς τῆς ἀμέσου λύσεως τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου, τόσον ὑπό τοῦ φρενοβλαβοῦς ἡγεμόνος τῆς Ρώμης Νέρωνος ὅστις συνῆψε «γάμο» μέ δύο ἕλληνας ἀπελευθέρους τόν εὔσωμο καί ἀνδρώδη Πυθαγόρα καί τόν λεπτόσωμο καί γυναικώδη Σπόρο, τόν ὁποῖον κατέστησε ἐκτομία καί μετωνόμασε εἰς Σαββίνα, ὅπως ἐξιστορεῖ εἰς τήν περιώνυμο Ρωμαϊκή του ἱστορία ὁ Ἕλλην ἱστορικός Κάσσιος Δίων, (163 μ.Χ.) τῆς ὁποίας τήν ἀλήθεια ἐπιμαρτυροῦν οἱ σύγχρονοι ἱστορικοί τοῦ γεγονότος Τάκιτος καί Σουητώνιος, ὅσον καί ἀπό τόν ψευδοπροφήτη τοῦ Ἰσλάμ ἄραβα ἔμπορο Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος τόν 7ον αἰ. εἰς τό Κοράνιόν του ἀνιδρύει τήν διάλυσι ὑπό τοῦ ἀνδρός τοῦ γάμου δι’ ἁπλῆς τρισσῆς σχετικῆς δηλώσεως.

Μέ τήν αἰτιολογική ἔκθεσι τοῦ σχεδίου Νόμου «Καταπολέμηση ἐκδη- λώσεων ρατσισμοῦ καί ξενοφοβίας» πού ὡς ἰδεολογήματα ἀντίκεινται εἰς τόν ψυχισμό καί τήν καρδία τῶν Ἑλλήνων, ἐν παραγρ. 4 ἀντισυν-ταγματικά καί ἀνεπέρειστα ὁρίζεται ὅτι δῆθεν ἡ Ἑλληνική κοινωνία μεταβάλλεται εἰς «πολυπολιτισμική» κοινωνία, αὐθαίρετος ἔννοια πού θεσμοθετουμένη ὅμως ἐκμηδενίζει τήν Συνταγματική ἔννοια τοῦ Ἔθνους ὑπέρ τοῦ ὁποίου ὑφίσταται καί λειτουργεῖ τό Σύνταγμα. Μέ ἕναν προκλητικόν «παλαιοημερολογητισμόν» ἐπιχειρεῖται νά εἰσαχθῇ ἡ παρωχημένη ἔννοια τῆς πολυπολιτισμικότητος εἰς τήν ἑλληνική ἔννομο τάξι, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία τά ἐφαρμοσθέντα μοντέλα πολυπολιτισμικότητος εἰς ἄλλες χῶρες καταρρέουν ἀνεπανορθώτως, ὡς οἱ ἡγέται των διακηρρύσουν καί ἐπενέρχονται οἱ ἔννοιες τῆς ἐθνικότητος καί τῆς ἰδιοπροσωπείας ἑκάστου λαοῦ.

Κατά προκλητική καταστρατήγησι τοῦ Συντάγματος, ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας πού προβλέπεται εἰς τά ἄρθρα 2 καί 3 τοῦ ὑπό ψήφισι σχεδίου νόμου ἀποδεσμεύεται ἀπό τίς προβλέψεις τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος διότι ἡ ἑλληνική ἔννομος τάξις δέν περιβάλλει μέ συνταγματικήν ἀναγνώρισι καί προστασία οἱανδήτινα θρησκευτική παραδοχήν ἀλλά μόνον ἐκείνην ἡ ὁποία ἀποτελεῖ γνωστή θρησκεία μή ἔχουσα κρύφια δόγματα καί τῆς ὁποίας ἡ λατρεία δέν ἀντίκειται εἰς τήν δημόσια τάξη καί τά χρηστά ἤθη. Ἑπομένως μέ τό ὑπό ψήφισι νομοσχέδιο προστατεύονται οἱ σέκτες, οἱ παραθρησκεῖες, ὁ σατανισμός, πού διαφημίζεται διά τοῦ διαδικτύου μέ ἐπικλήσεις δαιμόνων καί ἀνθρωποθυσίες, ἡ Σαϊεντολογία, ἡ ὁποία ἐπανέρχεται μέ θρησκευτικό προσωπεῖο κατόπιν τῆς ὑπό τῆς ἑλληνικῆς ἐννόμου τάξεως καταργήσεως αὐτῆς ὑπό τήν σωματειακήν της ἔκφανσι (Ἑλληνική πολιτεία κατά ΚΕΦΕ) καί κάθε εἶδος γκουρουϊσμοῦ καί ψυχοναρκωτικῶν. Εἰσάγεται ὡσαύτως κατά παράβασι τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας ἡ ἔννοια τοῦ «ἑτέρου σεξουαλικοῦ προσανατολισμοῦ» καί ἀναγνωρίζεται ἡ παράνοια καί τό ἔγκλημα περί τό γενετήσιο ἔνστικτο ὡς θεσμός τῆς ἐννόμου τάξεως. Εἶναι ἀσφαλῶς συμπαθέστατα τά θύματα αὐτῆς τῆς τραγικότητος ὡς πρόσωπα καί ἔχουν ὁπωσδήποτε ἀνάγκη τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργῆς ἀλλά εἶναι ἀποτρόπαιο βδέλυγμα ἡ πρακτική τῆς ζωῆς των καί τυγχάνει ἀδιανόητο νά ἀναγνωρισθῇ ὡς θεσμός δικαίου. Ἀναδιφών τήν ὑπό τοῦ Ἐξοχωτάτου κ. Ὑπουργοῦ Ἐργασίας προσφάτως δημοσιευθεῖσα Ὑπουργική Ἀπόφαση Ἀριθμ. Φ. 11321οικ.26012/1718 (ΦΕΚ τ. Β΄ 2611/8.11.2011) αἰσθάνομαι τρομακτική ἀπογοήτευσι διά τό πολιτικό προσωπικό τῆς χώρας ἡμῶν, πού φθάνει εἰς τοιαύτη ἔκπτωσι νά περιβάλῃ μέ νομοθετικό κῦρος εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως κακουργηματικές ἐκδηλώσεις περί τό γενετήσιο ἔνστικτο, ἐφευρέσεις δαιμόνων φρικώδεις καί εἰδεχθεῖς πού ὡστόσο «ἀναγνωρίζονται» ἀπό τούς δῆθεν «προδευτικούς» ὡς δῆθεν «σεξουαλικός προσανατολισμός» τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Φαίνεται ὅτι τό τρομακτικό παράδειγμα τῆς Ὁλλανδίας τῆς ὁποίας ἡ ἔννομος τάξις ἀνεγνώρισε «κόμμα παιδοφίλων» μεταδίδεται ὡς λοιμική νόσος καί παρ’ ἡμῖν.

Εἰς τό ὑπό ψήφισι νομοσχέδιο καί εἰς τό ἄρθρο 4 καθιερώνεται ἡ παγκόσμια φασιστική πρωτοτυπία εἰς τήν ἑλληνική ἔννομο τάξη περί συλλογικῆς εὐθύνης τῶν νομικῶν προσώπων γιά «ἀδικοπραγίες ἑνός φυσικοῦ προσώπου πού ἐνεργεῖ εἴτε ἀτομικά εἴτε ὡς μέλος ὀργάνου καί κατέχει διευθυντική θέση» καί ἀπαραδέκτως ἀναγορεύεται ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας (Ὑπουργός Δικαιοσύνης), εἰς φυσικό δικαστή.

Ὁ προφανής στόχος τοῦ νομοσχεδίου εἶναι ἡ φίμωση τῆς πληροφορήσεως, ἑκατοντάδων ἱστολογίων, ἐφημερίδων καί περιοδικῶν, ἀφοῦ ἀκόμα καί ἡ ἀναφορά εἰς τήν ἐγκληματικότητα ὁμάδων λαθρομεταναστῶν ἤ εἰς τό ἐπιβαλόμενο ἀπό τό Ἰσλάμ «τζιχάντ» καί εἰς τόν φονταμενταλισμό του, θά ἀποτελῇ πρᾶξι ποινικά κολάσιμη.

Μέ τήν νέα λογική τοῦ νομοσχεδίου θά ἔπρεπε νά ὁδηγηθοῦν πάραυτα εἰς τίς φυλακές οἱ χιλιάδες τῶν ὀρθοδόξων Ἑβραίων, ἐάν διήρχοντο ἀπό τήν Ἑλληνική ἐπικράτεια, πού καταθέτουν ἀδιάσειστα ἱστορικά ντοκουμέντα καί μαρτυρίες γιά πράξεις καί παραλείψεις τῶν σιωνιστῶν ἡγετῶν εἰς τίς ἐν Ἀμερικῇ ἱστοσελίδες τους http://www.israelversus judaism.org καί http://www.jewsnotzionists.org. index.htm καί πού ἀφοροῦν εἰς τό εἰδεχθέστατο ἔγκλημα γενοκτονίας τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ πού διέπραξε ὁ παρανοϊκός δικτάτωρ Ἀδόλφος Χίτλερ καί τό ναζιστικό χυδαῖο καθεστώς του. Θά ἔπρεπε νά ὁδηγηθῇ εἰς τίς φυλακές καί ὁ Ραββίνος τῆς Σλοβακίας Michael Ber Weissmandl ztl, Κοσμήτωρ τοῦ Ἱδρύματος Nitra Yeshiva διά τό βιβλίο του «Min Hametzar» (Ἀπό τά βάθη) πού ἐξεδόθη εἰς τήν Ν. Ὑόρκη εἰς τά Ἑβραϊκά καί ἀναφέρεται εἰς τά χρόνια 1942-1945 καί εἰς τίς παραλείψεις τῶν σιωνιστῶν ἡγετῶν διά τήν σωτηρία τῶν ἑβραίων τῆς Σλοβακίας.

Στοιχοῦντες οἱ προτείνοντες Ἐξοχώτατοι κ. Ὑπουργοί Εὐ. Βενιζέλος, Ἀνδρ. Λοβέρδος, Χρ. Παπουτσῆς, Δημ. Ρέππας καί Μιλτ. Παπαϊωάννου εἰς τήν φρικώδη ἀντίληψι τοῦ τ. Πρωθυπουργοῦ κ. Γεωργίου Παπανδρέου διά τήν ἀποποινικοποίησι τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν, ὁ ὁποῖος εἰς ἀνύποπτο χρόνο εἶχε δηλώσει: «μιά γλάστρα σέ κάθε μπαλκόνι», μέ τό πρόσχημα τῆς κωδικοποιήσεως τῶν διατάξεων διά τίς ναρκωτικές οὐσίες καί τοῦ ἐξορθολογισμοῦ τῶν ποινῶν νομιμοποιοῦν τήν χρῆσι, κατοχή καί προμήθεια ναρκωτικῶν οὐσιῶν καί εἰσάγουν διά πρώτη φορά εἰς τήν ἑλληνική ἔννομο τάξη ἀλλά καί εἰς τήν σκέψι καί ἀντίληψι τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας τήν ὀλέθρια καί ἐγκληματική ἄποψι ὅτι ὁ θάνατος ἐκ τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν δύναται νά κατηγοριοποιηθῇ.

Εἰς τό ἄρθρο 29 τοῦ ὑπό ψήφισι Νομοσχεδίου «Καλλιέργεια κάνναβης δημόσια χρήση ναρκωτικῶν οὐσιῶν, πλαστογραφία ἰατρικῆς συνταγῆς» ἀναφέρεται: «1. ὅποιος γιά δική του ἀποκλειστική χρήση καλλιεργεῖ φυτά κάνναβης σέ ἀριθμό ἤ ἔκταση πού δικαιολογοῦνται μόνο γιά τήν ἀτομική του χρήση, τιμωρεῖται μέ κράτηση μέχρι τριῶν μηνῶν ἤ μέ πρόστομο μέχρι πεντακοσίων εὐρώ. 2. Ὅποιος κάνει χρήση ναρκωτικῶν δημοσίως τιμαρεῖται μέ κράτηση μέχρι ἕξι μηνῶν ἤ μέ πρόστιμο μέχρι χιλίων εὐρώ. Ὁ δράστης τῆς πράξης τοῦ προηγουμένου ἐδαφίου μπορεῖ νά κριθεῖ ἀτιμώρητος, ἐάν τό δικαστήριο, ἐκτιμώντας τίς περιστάσεις τέλεσης τῆς πράξης καί τῆς προσωπικότητας τοῦ δράστη, κρίνει ὅτι ἡ ἀξιόποινη πράξη ἦταν ἐντελῶς συμπτωματική καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπαναληφθῇ. 3. Δέν τελεῖ ἄδικη πράξη ὅποιος, γιά δική του ἀποκλειστικά χρήση, μέ ὁποιονδήποτε τρόπο προμηθεύεται ἤ κατέχει ναρκωτικά, σέ ποσότητες πού δικαιολογοῦνται μόνο γιά ἀτομική του χρήση.»

Ἡ ἐγκληματική αὐτή διάταξις ἀντιβαίνει πλήρως εἰς τή λογική καί ἀποτελεῖ γελοιοποίησι τῆς ἀληθείας, διότι δέν εἶναι ἐφικτόν νά κριθῇ δεόντως καί νά ἐκτιμηθῇ ἡ προσωπική χρῆσις ναρκωτικῶν οὐσιῶν. Ποῖος καί μέ ποῖα κριτήρια θά ὁρίσῃ ποία εἶναι ἡ ἀνάγκη προσωπικῆς χρήσεως ὀπιοειδῶν ἐπί παραδείγματι, διά τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλον χρήστη ἤ ἐξηρτημένον; Ἕνας χρήστης πού ἐκκινεῖ μέ 50 mg ἡρωΐνης εἰς τήν κατηφορική πορεία θανάτου πού βαδίζει μπορεῖ νά χρειάζεται 2 ἤ 3 ἤ παραπάνω γραμμάρια τήν ἡμέρα. Εἰς τήν πραγματικότητα ἀνοίγεται λεωφόρος εὐρύχωρος διά μικρούς καί μεγάλους ἐμπόρους ναρκωτικῶν οὐσιῶν, διά νά δροῦν ἐλεύθερα καί χιλιάδες νέοι νά σπρώχνωνται εἰς τήν ἐξάρτησι.

Εἰς τό ἄρθρο 23 «ἰδιαίτερα διακεκριμμένες περιπτώσεις» ὅπου ἀναφέ-ρονται οἱ περιπτώσεις διακινήσεως πού τιμωροῦνται μέ τήν ἐσχάτη τῶν ποινῶν (ἰσόβια) ἤ μέ πρόσκαιρη κάθειρξη προβλέπεται ὅτι οἱ ποινές ἐπιβάλλονται «ὅταν (ὁ δράστης) κατ’ ἐπάγγελμα χρηματοδοτεῖ τήν τέλεση κάποιας πράξης διακίνησης ἤ κατ’ ἐπάγγελμα διακινεῖ ναρκωτικές οὐσίες καί τό προσδοκώμενο ὄφελος τοῦ δράστη στίς ἀνωτέρω περιπτώσεις ὑπερβαίνει τό ποσόν τῶν 50.000 Εὐρώ». Ἄν αὐτή ἡ παράγραφος τοῦ νομοσχεδίου δέν ἀποτελεῖ τήν ναυαρχίδα τῆς οὐσιαστικῆς ἀποποινικοποιήσεως τῆς διακινήσεως τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν, συλλήβδην ἔχομε ὑποστεῖ ἐπιδημία κρετινισμοῦ, διότι ὅπως προκύπτει ἀπό τά στοιχεῖα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ κέντρου παρακολουθήσεως ναρκωτικῶν καί τοξοκομανίας τέσσερα κιλά ἰνδικῆς καννάβεως ἤ δύο κιλά ἡρωΐνης κοστίζουν περίπου 40.000 Εὐρώ. Ἑπομένως διά νά ἐμπίπτῃ κανείς εἰς τάς διατάξεις τοῦ ἀθλίου αὐτοῦ νομοθετήματος θά πρέπει νά διακινῇ τόνους ναρκωτικῶν!

Ὅλα τά ἀνωτέρω πού ἐπιτυχῶς ἐπεσημάνθησαν εἰς τό Ὑμέτερον δημοσιογραφικόν ὄργανον «Ριζοσπάστης» ὡς προεῖπον νομοθετοῦνται μέ τό πρόσχημα τοῦ «ἐξορθολογισμοῦ τῶν ποινῶν διά τήν διακίνηση ὥστε νά μήν ἀντιμετωπίζονται μέ τόν ἴδιο τρόπο οἱ μικροδιακινητές καί οἱ μεγαλέμποροι καί νά μήν μπαίνουν οἱ χρῆστες φυλακή». Ὄντως οἱ χρῆστες ἔχουν ἀνάγκη ἀπό θεραπευτικά προγράμματα καί ὄχι φυλακές καί θά πρέπει μέ ὅλους τούς τρόπους νά ὁδηγοῦνται εἰς τήν ἐπιλογή τῆς ἀπεξαρτήσεως. Ὅμως γιά νά γίνῃ κάτι τέτοιο θά πρέπει νά ὑπάρχουν τόσα «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα ὅσα ἔχει ἀνάγκη ἡ χώρα μέ ἐπαρκές ἐξειδικευμένο ἐπιστημονικό προσωπικό. Σήμερα ὅμως ὑποχρηματοδοτοῦνται τά σχετικά προγράμματα καί τά κέντρα προλήψεως τινάζονται εἰς τόν ἀέρα μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀδύνατος ἡ προσφορά τοῦ πολυσημάντου ἔργου τους.


᾿Εξοχωτάτη κ. Παπαρήγα,

Μέ ἰδιαίτερο σεβασμό καί ἐκτίμηση εἰς τό Ὑμέτερο πρόσωπο χρεωστῶ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐπικοινωνίας μεθ’ Ὑμῶν νά ἀντικρούσω καθηκόντως τόν διακηρυσσόμενον ὑπό τοῦ Ὑμετέρου κομματικοῦ σχηματισμοῦ ἀθεϊσμόν καί νά παρακαλέσω νά ἐπανεκτιμήσητε τά ἐπιστημονικά, φιλοσοφικά καί ἱστορικά δεδομένα πού κρατοῦν Ὑμᾶς δεσμῶτες εἰς τό «μουράγιο» τῆς τραγικῆς ἐγκοσμιοκρατίας.

Ὁ ἀθεϊσμός καί ὁ ἀγνωστικισμός ἐνῶ δῆθεν καταλύουν τό θρησκευτικό κοσμοείδωλο περί δημιουργίας καί περί εὐφυοῦς σχεδιασμοῦ, οὐσιαστικῶς ὑψώνουν τό ἕωλο, ἀβάσιμο καί ἀνεπέρειστο ἐπιστημονικῶς καί λογικῶς κοσμοείδωλο τῆς ἀσυναρτήτου τυχαιότητος, ὡς αἰτίας καί οὐσίας τοῦ ἐκπληκτικῆς συνθέσεως καί ἁρμονίας τοῦ κόσμου μέ τήν ἀντιεπιστημονική ἀντιλογική καί ἐξ ἐμπαθείας καί μίσους κατά τοῦ Δημιουργοῦ προβολή τῆς δῆθεν φυσικῆς ἐπιλογῆς καί τῆς δῆθεν κοινῆς καταγωγῆς τῶν ζωντανῶν εἰδῶν. Διά τῶν κατωτέρω ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τῆς ἀπερινοήτου σοφίας καί ἀγάπης τοῦ ἐκτός αὐτοῦ ὑπάρχοντος Τρισαγίου Θεοῦ κατά τήν ὑπέροχον ἔκφρασιν τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ: «ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλει τό στερέωμα» (Ψαλμ. 18,1). Βεβαίως αἱ πλέον σύγχρονοι φυσικαί θεωρίαι τῆς σχετικότητος τοῦ ᾿Αϊνστάιν, τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Χάϊζεμπεργκ καί τῶν κβάντα τοῦ Μάξ Πλάνκ, ἀλλά καί ἀρκεταί νεώτεραι καταδεικνύουν τήν σαθρότητα τῆς ἐξελικτικῆς θεωρίας, πού ἀποδίδει τήν ὕπαρξη τοῦ κόσμου εἰς τήν τυχαιότητα καί εἰς τήν μηχανοκρατία τῆς φυσικῆς ἐπιλογῆς. Αἱ ἐπιστημονικαί καί φιλολοσοφικαί ἀποδείξεις κατά τοῦ μεγάλου τούτου ψεύδους πού συντηροῦν γνωστοί διεθνιστικοί κύκλοι τῶν ὁποίων δυστυχῶς ἀναμεταδόται τυγχάνετε εἶναι:

1. Τό πεπερασμένον τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος, ῾Ο μαθηματικός τύπος τοῦ ᾿Αϊνστάϊν Ε=m c2 ἥτοι ὅτι ἡ ἐνέργεια ἰσοῦται πρός τό γινόμενον τῆς μάζης ἐπί τό τετράγωνον τῆς ταχύτητος τοῦ φωτός, τήν άλήθειαν ταύτην ἀκριβῶς βεβαιεῖ διότι ἡ ὕλη-μάζα καί ἡ ἐνέργεια εἶναι ἕν καί τό αὐτόν νόμισμα. ῾Η συμπαντική ὕλη σχηματίζεται ἐν τῷ συνόλῳ της ἐκ χημικῶν στοιχείων, τά βασικά συστατικά τῶν ὁποίων εἶναι μονάδαι σταθεραί, δηλαδή πεπερασμένα σωματίδια ἡλεκτρισμοῦ ὁρισμένης μάζης καί ὡς ἐκ τούτου ἔχει τέρμα-ὅρια ὡς βεβαιεῖ καί ἡ σύγχρονος ἀστροφυσική, τό σύμπαν εἶναι σφαιρικόν-κυρτόν κατά τήν θεωρία τῆς σχετικότητος μέ διάμετρον ἔχουσαν μῆκος δέκα περίπου δισεκατομμυρίων ἐτῶν φωτός. ῾Επομένως τό ὑλικόν σύμπαν ὡς πεπερασμένον εἶναι ὑλικόν δημιούργημα «ἐξ οὐκ ὄντων», εἶναι ἀποτέλεσμα-αἰτιατόν καί ὡς τοιοῦτον δέν εἶναι ἄναρχον, δέν δύναται νά ἔχει τήν αἰτίαν τῆς ὑπάρξεώς του ἐν ἑαυτῷ καί εἶναι παραλογισμός νά ἰσχυρίζεταί τις, ὅτι προῆλθεν ἐκ τοῦ μηδενός ἤ εἶναι αὐταπάτη. ῾Ο χῶρος καί ὁ χρόνος μποροῦν νά νοηθοῦν μόνον, ἀφ᾿ ἧς τό ὑλικόν σύμπαν ἐδημιουργήθη «ἐξ οὐκ ὄντων». Τό πεπερασμένον ὑλικόν σύμπαν εἶναι δημιούργημα ἄλλης οὐσίας καί ὑπάρχει, διότι ἀντίκειται εἰς τήν λογικήν, ὅτι ἐκ τοῦ ἀπαισίως χαίνοντος μηδενός καί ἐκ τῆς ἀνυπαρξίας ἐδημιουργήθη τό ἀσυλλήπτου κάλλους ἁρμονίας καί τάξεως ὑλικόν σύμπαν καί ὅτι ὑπάρχει εἰς τό μηδέν, τό ὁποῖον κατά τήν λογικήν καί τήν ἐπιστήμην σημαίνει ἄρνησιν ὑπάρξεως. Τό ὑλικόν σύμπαν ἀποτελεῖ τήν μεγαλειωδεστέραν ἀπόδειξιν ὑπάρξεως τοῦ ἀληθοῦς Θεοῦ, διότι διακηρύσσει τοῦτο, ὅτι ὑπάρχει ἑτέρα οὐσία ἄπειρος, μή ὕλη, ἀκατάληπτος καί ἀπερινόητος, ἥτις τό ἔφερεν «ἐξ οὐκ ὄντων» εἰς τό εἶναι δημιουργικῶς, ὅτι ἡ ἄπειρος αὐτή «μή ὕλη-οὐσία» εἶναι ἀναίτιος καί ἄναρχος ἄλλως θά ἦτο καί αὐτή πεπερασμένη, ὅτι πρός τήν ἄπειρον ταύτην καί ῾῾μή ὕλην-οὐσίαν᾿᾿ τό ὑλικόν σύμπαν ἔχει σχέσιν αἰτιατοῦ πρός αἴτιον. ῾Η ἄπειρος αὐτή «μή ὕλη-οὐσία», τήν ὁποίαν «πνεῦμα» ἀπεκάλεσεν ὁ ἐνανθρωπίσας Λόγος (᾿Ιωαν. δ, 24) εἶναι ὀντότης ἐνσυνείδητος τήν ὁποίαν ἀποκαλοῦμεν Θεόν πού ἐνέχει τόν λόγον καί τήν αἰτίαν «τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι ἐν ἑαυτῷ», εἶναι ἀναίτιος καί ἄπειρος.

2.῾Ωσαύτως ἡ ἀέναος διηνεκής κίνησις, ἀλλοίωσις, μεταμόρφωσις τῆς συμπαντικῆς ὕλης-μάζης ὑπό τό κράτος ἀτέγκτων φυσικῶν νόμων (ἐννόμων δυναμικῶν νομοτελειῶν) πρός ἐπιτέλεσιν καί παραγμάτωσιν πάντοτε ὁρισμένων σκοπῶν μαρτυρεῖ ὅτι εἶναι δημιούργημα ἐν τῷ συνόλῳ της διότι τήν αἰτίαν τῆς κινήσεως, τροπῶν καί μεταμορφωσεών της ἔχει ἐκτός αὐτῆς, καθ᾿ ὅσον αὐτή δέν ἔχει συνείδησιν τοῦ ἑαυτοῦ της.

3. Οἱ αἰώνιοι, ἀΐδιοι, ἀναλλοίωτοι φυσικοί νόμοι διά τῶν ὁποίων πραγματοποιεῖται ὁ τελολογικός σκοπός τοῦ κόσμου διότι ἡ διηνεκῶς, κινουμένη, τρεπομένη, ἀλλοιουμένη ὕλη, ἡ ἐξ ἀλόγων σωματιδίων μάζης ἡλεκτρικῆς ἀποτελουμένη, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκπορεύει δυνάμεις ἐννόμους σταθεράς καί ἀτρέπτους καί νά ὑποταγῆ συνάμα εἰς αὐτάς, διότι ἐκ «πηγῆς-μάζης» στερουμένης νοήσεως, εἰδέναι καί συνοχῆς δέν εἶναι δυνατόν νά προέλθουν δυνάμεις διά τῶν ὁποίων ἐκδηλοῦται ἄπειρος σκοπιμότης, σοφία καί πρόνοια ἐπιμαρτυρεῖ τήν ὡς ἄνω ἀλήθειαν, τό ἀγεφύρωτον χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης ἀποδεικνύει ὅτι ἡ συμπαντική ὕλη διακρίνεται εἰς δύο βαθμίδας, τήν ἀνόργανον (ἡλεκτρόνια, ἄτομα, σωματίδια, στοιχεῖα, ἀέρια, ὑγρά, ὀρυκτά) καί τήν ἐνόργανον ἤ ζῶσαν μέ τίς μυριάδες τῶν γενῶν τῶν ἐνοργάνων ὄντων. ῾Η μέν πρώτη ὑπακούει ὡς ὄγκος, εἰς τόν παγκρατῆ νόμον τῆς βαρύτητος χαρακτηρίζεται διά τῆς μηχανικῆς κινήσεως ἡ δέ δευτέρα διακρίνεται ἀπό ὀργανικῆς-ζωϊκῆς κινήσεως, θρέψεως, ὀργανικῆς ἀφομοιώσεως καί καταλαγῆς τῆς ὕλης, κινήσεως πάντοτε σκοπίμου, μέ ὁρισμένας καί ἀναλλοιώτους ἱκανότητας προσαρμογῆς καί ἐπιλογῆς καί μέ ἱκανότητα ἀναπαραγωγῆς καί διαιωνίσεως δι᾿ ὁρισμένων συστημάτων, ὀργάνων καί τρόπων ἀναπαραγωγῆς. Τό ἀγεφύρωτον χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης ἐπεκτείνεται καί μεταξύ τῶν διαφόρων ἐνοργάνων ὄντων ἐπικυρουμένου τοῦ ἀποφθέγματος ῾῾πᾶν ὄν μόνον ἐξ ὁμοίου ὄντος γεννᾶται καί ἀναπαράγεται᾿᾿ καταρριπτομένων οὕτω τῶν ἀντιεπιστημονικῶν καί ἀντιλογικῶν θεωριῶν τόσον τῆς αὐτομάτου γενέσεως τῶν ἐνοργάνων ὄντων ὅσον καί τής ἐξελίξεως αὐτῶν.

4. ῾Η ὀργανική διάπλασις καί ἡ ζωή τῶν ἐνοργάνων ὄντων μέ τήν ἀπερινόητον σοφίαν, ἁρμονίαν, νομοτέλειαν, πρόβλεψιν πού εἰς κάθε ἐχέφρονα δημιουργεῖ τό θάμβος, τήν ἔκσταση καί τήν ὑπέρβαση.

5. Αἱ ἰδιότητες τῶν κατωτέρων τοῦ ἀνθρώπου ἐμψύχων ὄντων καί ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή. Τά ἔνστικτα, ὁρμέμφυτα εἰς τά κατώτερα τοῦ ἀνθρώπου ἔμβια ὄντα, μή προϋπάρχοντα εἰς τήν ἀνόργανον ὕλην ὡς καί ἡ διά τοῦ ἀνθρώπου μόνον ἀμέσως ἐκδηλουμένη ἐνσυνείδητος νόησις καί ἡ αὐτεξουσία βούλησις ἀποδεικνύουν τήν ἐκ τοῦ ἀπερινοήτου Νοός σύνθεσιν καί δημιουργίαν αὐτῶν. Ἰδιαιτέρως ἡ ἀνθρωπίνη ψυχή εἶναι ἐνσυνείδητος πνευματική καί ἐλευθέρα ὑπόστασις κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

6. ῾Η ἁρμονία τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος καί ἡ ἀσύλληπτος μαθηματική τάξις καί σκοπιμότης εἰς αὐτό ὁδήγησαν τά ἐξοχώτερα πνεύματα τῆς οἰκουμένης διά μέσου τῶν αἰώνων νά καταθέσουν ὡς εὐλαβεῖς προσκυνηταί τῆς θείας δυνάμεως καί σοφίας τό θάμβος τους καί τήν ἔκπληξή τους διότι ὅπως εἰς τά ἐλάχιστα συστατικά τῆς συμπαντικῆς ὕλης οὕτω καί εἰς τάς κινήσεις καί ἀλληλεπιδράσεις τῶν ἀφαντάστων ὑλικῶν ὄγκων τῶν οὐρανίων σωμάτων, τά ὁποῖα δι᾿ ἰλιγγιωδῶν ταχυτήτων διατρέχουν τό ὑλικόν σύμπαν ἐκδηλοῦται ἡ ἀσύλληπτος δύναμις, σοφία καί πρόνοια ἑνός ἐξωκοσμίου καί ὑπερυλικοῦ Θεοῦ. Οἱ ὄγκοι τῶν οὐρανίων σφαιρῶν, ὁμάδων γαλαξιῶν ὡς καί συστροφῶν αὐτῶν, αἱ ἀποστάσεις, αἱ ἕλξεις καί ἀπώσεις των, αἱ ταχύτηται καί ἀκτινοβολίαι, αἱ ἀλληλεπιδράσεις αὐτῶν εἶναι προδήλως ἀπολύτως προϋπολογισμένα μεθ᾿ ὑπερμαθηματικῆς ἀκριβείας. ῾Ως ἐκ τούτου καίτοι ἰλιγγιωδῶς περιφέρονται πέριξ ὁρισμένων κέντρων οὐδεμία διά μέσου τῶν αἰώνων παρουσιάζεται διαταραχή.

Κατόπιν τῶν ἐκτεθέντων ὁ «ἀφελής» ἀγνωστικισμός τοῦ Ὑμετέρου κομματικοῦ σχηματισμοῦ πού ἀποδίδει τό θαῦμα τῆς ζωῆς εἰς τήν τυχαιότητα καί τήν ἀσυνειδησία καί ἀνυπαρξία τοῦ μηδενός ἀποτελεῖ τό πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα τοῦ τραγικά πεσμένου καί ἀποτυχημένου ἀνθρώπου πού συμπνίγεται στήν χοϊκότητα καί ἀδυνατεῖ νά ἀναχθῆ ἀπό τήν κτίση στόν κτίσαντα.

Κατά ταῦτα παρακαλῶ ὅπως ἐπενεκτιμήσητε τήν Ὑμετέραν στάσιν καί τάς ἐν λόγῳ ἀρχάς τοῦ Ὑμετέρου κομματικοῦ σχηματισμοῦ διότι ἄλλως ἀναποδράστως θά ὑπηρετήσητε τόν σχεδιασμό τοῦ διεθνιστικοῦ σατανιστικοῦ χώρου καί θά ἐπαναλάβετε τήν δεδομένη ἱστορική ἀποτυχία τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως καί τοῦ λεγομένου «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» διότι θέτοντας εἰς τά πρός κατεδάφισι μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν αἰώνιο Θεό, οὐσιαστικά κατεδαφίζεις καί καταδολιεύεις πλήρως τόν ἄνθρωπο ἐπειδή κατά τήν μεγαλειώδη ρήσι τοῦ Ντοστογιέφκι «χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται».

Μετά πλείστης τιμῆς
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ